Του Αββά Αμμούν του Νιτριώτη.
α'. Ο Αββάς Αμμούν ο Νιτριώτης πήγε στον Αββά Αντώνιο και του λέγει : « Βλέπω, ότι εγώ περισσότερο από σένα έχω κουρασθή και όμως το δικό σου όνομα μεγαλύνουν οι άνθρωποι πιο πολύ από το δικό μου ». Και ο Αββάς Αντώνιος του αποκρίνεται : « Αυτό συμβαίνει γιατί εγώ αγαπώ τον θεό πιο πολύ από σένα ».
β'. ΄Ελεγαν για τον Αββά Αμμούν ότι έκαμε σε μέτρο κριθαριού δυο μήνες. Πήγε δε αυτός στον Αββά Ποιμένα και του λέγει : « "Αν πάω στο κελλί του διπλανού μου ή αυτός ελθη σ’ εμένα για κάποια ανάγκη, διστάζουμε να μιλήσουμε, μήπως η στιχομυθία μας ξεστρατίση». Του λέγει ο γέρων : « Καλά κάνεις. Γιατί η νεότης χρειάζεται προσοχή ». Του λέγει ο Αββάς Αμμούν : «Οι γέροντες λοιπόν τι έκαναν ; ». Και του αποκρίθηκε : « Οι γέροντες, με την προκοπή οπού είχαν, δεν εύρισκαν μέσα τους άλλο ή ξένο στο στόμα για να το πουν ». « "Αν λοιπόν χρειασθή, λέγει, να μιλήσω με τον διπλανό μου, θέλεις να μιλήσω με τα λόγια της Γραφής ή με τα λόγια των γερόντων ; ». Λέγει ο γέρων : « "Αν δεν μπορής να σιωπάς, καλύτερα είναι να χρησιμοποιής τα λόγια των γερόντων και όχι τη Γραφή. Γιατί ο κίνδυνος δεν είναι μικρός ».
γ’. 'Ένας αδελφός ήλθε από Σκήτη στον Αββά Αμμούν και του λέγει : « Με στέλνει ο πνευματικός μου πατέρας σε μια διακονία και φοβάμαι τη σαρκική αμαρτία ». Του λέγει ο γέρων : « Την ώρα οπού σου έρχεται πειρασμός, λέγε : Θεέ των δυνάμεων, με τις ευχές του πατέρα μου, βγάλε με απ’ αυτόν τον πειρασμό ». Μια μέρα λοιπόν, κάποια κόρη έκλεισε τη θύρα για να μη βγη εκείνος. Και φώναξε τότε δυνατά : « Θεέ του πατέρα μου, βγάλε με ». Και ευθύς βρέθηκε στον δρόμο της Σκήτης.
Του Αββά Α ν ο ύ β
α. Διηγήθηκε ο Αββάς Ιωάννης, ότι ο Αββάς Ανούβ και ο Αββάς Ποιμήν και οι λοιποί αδελφοί τους, τέκνα όντας μιας μητέρας, έγιναν μοναχοί στη Σκήτη. Και όταν ήλθαν οι Μάζικοι και την ερήμωσαν για πρώτη φορά, έφυγαν από εκεί και πήγαν σ’ ένα τόπο οπού τον έλεγαν Τερενούθι, έως ότου εξετάσουν πως θα έπρεπε να μείνουν. Και έμειναν εκεί, σε παλαιό ιερό, λίγες μέρες. Είπε δε ο Αββάς Ανούβ στον Αββά Ποιμένα : « Κάμε μου τη χάρη, συ και οι αδελφοί σου, ο καθένας ας ησυχάση μόνος του και ας μη συναντηθούμε μεταξύ μας αυτή την εβδομάδα ». Και είπε ο Αββάς Ποιμήν : « Όπως θέλεις θα κάμουμε ». Και έκαμαν έτσι. Βρισκόταν δε εκεί, στο ιερό αυτό, ένα λίθιvo άγαλμα. Και σηκωνόταν ο Αββάς Ανούβ κάθε πρωί και πετροβολούσε το πρόσωπο του αγάλματος. Το δε βράδι του έλεγε : « Συγχώρεσέ με ». Και πέρασε την εβδομάδα, έτσι κάνοντας. Το Σάββατο δε, συναντήθηκαν μεταξύ τους. Και είπε ο Αββάς Ποιμήν στον Αββά Ανούβ : « Σε είδα, Αββά, αυτή την εβδομάδα, να λιθοβολής το πρόσωπο του αγάλματος και πάλι μετάνοια να του βάνης. Κάνει τέτοια πράγματα πιστός άνθρωπος ; ». Και αποκρίθηκε ο γέρων : « Και αυτό για σας το έπραξα. Όταν με είδατε να λιθοβολώ το πρόσωπο του αγάλματος, μίλησε καθόλου η ωργίσθηκε ; ». Και είπε ο Αββάς Ποιμήν : « όχι ». « Και πάλι, όταν του έβαλα μετάνοια, μήπως ταράχθηκε και είπε : « Δεν σε συγχωρώ ; ». Και είπε ο Αββάς Ποιμήν : « όχι ». Και λέγει τότε ο γέρων : « Και εμείς λοιπόν εφτά αδελφοί είμαστε. “Αν θέλετε να μείνουμε μαζί, ας γίνουμε σαν το άγαλμα εκείνο, όπου είτε υβριστή είτε δόξασθή, δεν ταράζεται. Και αν δεν θέλετε να γίνη έτσι, να, τέσσερις πύλες είναι στο ιερό, ο καθένας οπού θέλη ας φύγη ». Και έπεσαν στο έδαφος, λέγοντας στον Αββά Ανούβ : « Θα κάμουμε όπως θέλεις, πάτερ, και θα συμμορφωθούμε στα λόγια σου ». Είπε δε ο Αββάς Ποιμήν : « Εμείναμε μαζί όλο μας τον καιρό, κάνοντας όπως μας είπε ο γέρων. Εκείνος ώρισε έναν από μας ως οικονόμο. Και καθετί όπου μας παρέχετε, τρώγαμε. Και ήταν αδύνατο να πή κάποιος από μας : Φέρε μας κάτι άλλο. “Η να πη : Δεν θέλω να το φάω αυτό. Και περνούσαμε όλο τον καιρό μας με ανάπαυση και ειρήνη ».
β'. Είπε ο Αββάς Ανούβ : «Από τότε όπου λέγομαι χριστιανός, δεν βγήκε ψεύδος από το στόμα μου».
Του Αββά Αβραάμ
α’. ‘Ελεγαν για κάποιο γέροντα, ότι πέρασε πενήντα χρόνια χωρίς να τρώγη ψωμί και χωρίς να πίνη κρασί εύκολα. Και έλεγε : « θανάτωσα τις σαρκικές ροπές και τη φιλαργυρία και την κενοδοξία ». Και ήλθε σ’ αυτόν ο Αββάς Αβραάμ, σαν έμαθε ότι το είπε αυτό. Και του λέγει: « Συ είπες αυτά τα λόγια ; ». Και του απαντά : « Ναι ». Και του λέγει τότε ο Αββάς Αβραάμ : « Να, μπαίνεις στο κελλί σου και βρίσκεις στο ψαθί σου μια γυναίκα. Μπορείς να πής με τον νου σου ότι δεν είναι γυναίκα ; ». Λέγει : « ’Όχι. Αλλά πολεμώ τον λογισμό, ώστε να μη την αγγίξω ». Λέγει πάλι ο Αββάς Αβραάμ : « Να λοιπόν οπού δεν το θανάτωσες, αλλά ζή το πάθος, μόνον όπου είναι δεμένο. Καθώς περπατάς, βλέπεις λιθάρια και όστρακα και ανάμεσά τους χρυσάφι. Μπορεί ο νους σου να το λογαριάση σαν εκείνα ; ». Λέγει ο άλλος : « όχι. Άλλα πολεμώ τον λογισμό, ώστε να μη το πάρω ». Και λέγει τότε ο γέρων : « Να, ζή το πάθος, αλλά είναι δεμένο ». Λέγει πάλι ο Αββάς Αβραάμ : « Να, ακούς για δυο αδελφούς ότι ο ένας σε αγαπά και ο άλλος σε μισεί και σε κακολογεί. Αν έλθουν σε σένα, θα έχης και τους δυο το ίδιο ; ». Απαντά : « ‘Οχι. Αλλά θα πολεμήσω τον λογισμό, ώστε να κάνω το καλό σ’ αυτόν οπού με μισεί όπως σ’ εκείνον οπού με αγαπά ». Του λέγει ο Αββάς Αβραάμ : « "Ωστε λοιπόν τα πάθη ζουν, αλλά δένονται από τους αγίους».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.45-48)