β΄. 'Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά ’Αβραάμ, λέγοντας : « Αν συμβή να φάγω πολύ, τι θα γίνη ; » Και αποκρίθηκε ο γέρων και του είπε : « Αλλά τι μου λες, αδελφέ ; Τόσο πολύ τρώς ; "Η θαρρείς ότι σε αλώνι ήλθες ; ».
γ'. ’Έλεγε για κάποιον από τους Σκητιώτες ο Αββάς Αβραάμ ότι ήταν γραφεύς και δεν έτρωγε ψωμί. ’Έρχεται λοιπόν σ’ αυτόν ένας άλλος μοναχός και του ζητά να του αντιγράψη ένα βιβλίο. Ο γέρων λοιπόν, βυθισμένος σε πνευματικούς λογισμούς, έγραψε πηδώντας αράδες και δεν έβαλε στίξη. Ο δε μοναχός πήρε το κείμενο και θέλοντας να το διαβάση σωστά, το βρήκε ασύνταχτο και λέγει στον γέροντα : « Πήδησες αράδες, Αββά ». Και ο γέρων του αποκρίνεται : « Πήγαινε, εφάρμοσε πρώτα ό,τι είναι γραμμένο και υστέρα έρχεσαι να σου γράψω και τα υπόλοιπα ».
Τ ο υ Αββά Ά ρ η
Πήγε ο Αββάς Αβραάμ στον Αββά Άρη. Και ενώ κάθονταν, ήλθε κάποιος αδελφός στον γέροντα και του λέγει : « Πες μου, τι να κάνω για να σωθώ ; ». Και εκείνος του αποκρίνεται : « Πήγαινε και πέρασε αυτή τη χρονιά, τρώγοντας κάθε βράδι ψωμί και αλάτι. Και ξαναέλα να σου πώ ». ’Έφυγε ο μοναχός και έκαμε έτσι. Αφού πέρασε ο χρόνος, ήλθε πάλι στον Αββά Άρη ο αδελφός εκείνος. Συνέβη δε να είναι και ο Αββάς Αβραάμ εκεί. Και είπε πάλι ο γέρων στον αδελφό : « Πήγαινε και νήστευσε και αυτή τη χρονιά κάθε δυο μέρες ». Και σαν έφυγε ο αδελφός, λέγει ο Αββάς Αβραάμ στον Αββά Άρη : « Γιατί σε όλους τους αδελφούς βάζεις με τα λόγια σου ζυγό ελαφρό και σ’ αυτόν εδώ τον αδελφό φορτώνεις μεγάλα βάρη;». Του αποκρίνεται ο γέρων : « Οι άλλοι αδελφοί ό,τι ζητούν καθώς έρχονται, αυτό και τους δίνω. Ενώ αυτός για χάρη του Θεού έρχεται να ακούση λόγο. Γιατί είναι αγωνιστής. Και ό,τι του πω, το κάνει με ζήλο. Γι’ αυτό και εγώ του λέγω του θεού τα λόγια ».
Του Αββά Αλωνίου
α’. Είπε ο Αββάς Αλώνιος : « "Αν δεν πη ο άνθρωπος στην καρδιά του, εγώ μονάχος και ο Θεός είμαστε στον κόσμο, δεν θα βρή ανάπαυση ».
β’. Είπε πάλι : « "Αν όλο τον παλαιό εαυτό μου δεν τον είχα γκρεμίσει, δεν θα μπορούσα να οικοδομήσω τον καινούργιο ».
γ’. Είπε πάλι : « "Αν θέλη ο άνθρωπος, από το πρωί έως το βράδι, φθάνει στα θεία μέτρα ».
δ'. Ρώτησε κάποτε ο Αββάς Αγάθων τον Αββά Αλώνιο, λέγοντας : «Πώς θα κατορθώσω να κυριαρχώ στη γλώσσα μου, ώστε να μη ψεύδεται ; ». Και του άπαντα ο Αββάς Αλώνιος : « ’"Αν δεν ψεύδεσαι, πολλές αμαρτίες πρόκειται να κάνης ». Και εκείνος είπε : « Πώς ; ». Και του αποκρίνεται ο γέρων : « Υπόθεσε ότι δυο άνθρωποι έκαμαν φόνο μπροστά σου και ο ένας τους βρήκε καταφύγιο στο κελλί σου. Και οι αρχές τον καταζητούν και σε ρωτάνε : ’Έγινε φόνος μπροστά σου ; Άν δεν ψευσθής, παραδίνεις αυτόν τον άνθρωπο στον θάνατο. Καλύτερα, άφησε τον μπροστά στον θεό χωρίς δεσμά. Γιατί Αυτός όλα τα γνωρίζει ».
Του Αββά Απφύ
Διηγήθηκαν για έναν επίσκοπο της Οξυρύγχου, οπού λεγόταν Αββάς Απφύ. 'Ότι, όταν ήταν μοναχός, πολλές σκληραγωγίες έκανε. Όταν δε έγινε επίσκοπος, θέλησε να κάνη την ίδια σκληραγωγία και μέσα στον κόσμο, αλλά δεν μπόρεσε. Και δεήθηκε με ταπείνωση στον Θεό, αναθέτοντας σ’ Αυτόν το πρόβλημά του και λέγοντας :
« Μήπως αιτία του ότι έφυγε η χάρη από μένα είναι το επισκοπικό αξίωμα ; ». Και του φανερώθηκε : « Όχι. Αλλά τότε έρημος ήταν. Και μια και δε υπήρχε άνθρωπος, ο Θεός φρόντιζε. Τώρα όμως είναι κόσμος και οι άνθρωποι φροντίζουν για σένα ».
Του Αββά Απολλώ
α . 'Υπήρχε κάποιος γέρων στα κελλιά ονόματι Απολλώς. Και αν ερχόταν κάποιος να τον ζητήση για οποιαδήποτε δουλειά, μετά χαράς πήγαινε, λέγοντας : « Σήμερα πρόκειται μαζί με τον Χριστό να εργασθώ για την ψυχή μου. Γιατί αυτός είναι ο μισθός της ».
β’. Έλεγαν για κάποιον Αββά Απολλώ όπου ζούσε σε Σκήτη, ότι ήταν τσοπάνης άξεστος. Είδε λοιπόν κάποτε στο χωράφι μια γυναίκα έγκυο και παρακινημένος από τον διάβολο είπε : «Θέλω να δω πώς είναι το βρέφος στην κοιλιά της ». Την άνοιξε λοιπόν και είδε το βρέφος. Αλλά ευθύς ένοιωσε πόνο στην καρδιά. Και γεμάτος συντριβή, πήγε σε μια Σκήτη, οπού φανέρωσε στους πατέρες τι είχε κάμει. Τους ακούσε δε να ψάλλουν : « Aι ημέραι των ετών ημών εν αυτοίς εβδομήκοντα έτη· εάν δε εν δυναστείαις, ογδοήκοντα· και το πλείον αυτών κόπος και πόνος ». Και τους είπε : « Είμαι σαράντα ετών και μια φορά δεν προσευχήθηκα στη ζωή μου. Και τώρα, αν ζήσω άλλα σαράντα χρόνια, δεν θα παύσω να παρακαλώ τον Θεό να μου συγχωρήση τις αμαρτίες μου ». Και ούτε εργόχειρο έκανε. Άλλα πάντα προσευχόταν, λέγοντας : « Αμάρτησα σαν άνθρωπος, σαν Θεός σπλαχνίσουμε ». Και γυρόφερνε στον νου του αυτή την προσευχή μέρα και νύχτα. Έμενε και ένας άλλος αδελφός μαζί του. Και τον άκουσε να λέγη : « Σε ενώχλησα, Κύριε, συγχώρα με, για να αναπαυθώ λίγο ». Και πήρε την εσωτερική πληροφορία ότι του συγχώρησε ο Θεός όλες τις αμαρτίες του και το έγκλημά του στη γυναίκα. Αλλά, για το παιδί, δεν πήρε πληροφορία. Και του είπε ένας από τους γέροντες : « Και το έγκλημά σου στο παιδί σου το συγχώρησε ο θεός, αλλά σε αφήνει να θλίβεσαι, γιατί αυτό είναι συμφέρον στην ψυχή σου ».
γ'. Ο ίδιος είπε για την υποδοχή των αδελφών, ότι πρέπει, καθώς έρχονται οι αδελφοί, να τους προσκυνάμε. Γιατί όχι αυτούς, αλλά τον θεό προσκυνάμε. Είδες, λέγει, τον αδελφό σου, είδες Κύριο τον θεό σου. Και αυτό, λέγει, από τον Αβραάμ το παραλάβαμε. Και όταν υποδέχεστε, να ζητάτε επίμονα να αναπαύσετε τους επισκέπτες σας. Γιατί και αυτό το παραλάβαμε από τον Λώτ, όπου έτσι φέρθηκε στους Αγγέλους.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.48-51 )