ο ποιείς, ποίησον τάχιον (Ιωάννου ιγ’ 27).
Η άρνησις είχε εισχωρήσει και σ’ αυτό τον κύκλο των μαθητών του στο πρόσωπο του Ιούδα. Ο Ευαγγελιστής σημειώνει χαρακτηριστικά, ότι «εισήλθεν εις αυτόν (τον Ιούδα) ο σατανάς». Και «εκείνος ευθέως εξήλθεν. Ην δε νυξ».
Ο Ιούδας έφυγε από το φωτεινό υπερώο και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, που είχε πια πέσει βαρειά. Ό,τι έκανε μετά από αυτή την έξοδο δεν ήταν παρά έργο του σκότους. O Ιούδας μπήκε στην περιοχή του σκότους και χάθηκε μέσα σ’ αυτό. Η φυγή του Ιούδα μέσα στο σκοτάδι μοιάζει με την πτώσι του Εωσφόρου. Εκείνος έπεσε «ως αστραπή εκ του ουρανού». Και ο προδότης μαθητής αποχωρίσθηκε από τον αστερισμό των δώδεκα. Διέγραψε μια φοβερή τροχιά στο στερέωμα της ζωής, σαν διάττων αστήρ, και χάθηκε στο σκοτάδι. Τι φοβερή πτώσις! Τι τραγική νύχτα!
Ο Ιησούς έγινε μάρτυς των τριών φοβερών πτώσεων της ανθρωπίνης ιστορίας. Του Εωσφόρου, του Αδάμ και του Ιούδα. Αντιμετώπισε όμως τις τρεις αυτές απώλειες της παρατάξεώς του νικηφόρα. Ο Ιησούς είναι ο πρώτος, που νίκησε στον αγώνα του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου και την αποκατάστασι του κόσμου.
«Ποίος σε τρόπος Ιούδα, προδότην του Σωτήρος ειργάσατο; Μη του χορού, σε των αποστόλων εχώρισε; μη τον χαρίσματος των ιαμάτων εστέρησε; μη συνδειπνήσας εκείνοις σε της τραπέζης απώσατο; μη των άλλων νίψας τους πόδας, τους σους υπερείδε; Και σου μεν η αχάριστος στηλιτεύεται γνώμη, αυτού δε η ανείκαστος μακροθυμία κηρύττεται και το μέγα έλεος» (Τριώδιον, 443).
σώσόν με εκ της ώρας ταύτης (Ιωάννου ιβ’ 27)
Ο Ιησούς βλέπει να πλησιάζη η «ώρα». Η «ώρα» αυτή έχει διπλή όψι. Είναι ώρα δόξης, αλλά και ώρα μαρτυρίου μαζί. Τα συναισθήματα της αναμενομένης δόξης εναλλάσσονται με τα συναισθήματα της ερχομένης καταιγίδος. Το πλοίο του Ιησού έχει πια μπή στο κέντρο του τυφώνος. Από το ένα μέρος βυθίζεται στο ναδίρ του θανάτου και από το άλλο υψώνεται στο ζενίθ της δόξης. Ο Ιησούς παρακολουθεί άγρυπνος την εξέλιξι των γεγονότων. Διαισθάνεται, αλλά και του έχει αποκαλυφθή, ότι «ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου». Είναι βέβαιος γι’ αυτό. Όμως από το άλλο μέρος βλέπει εμπρός του τα απειλητικά κύματα του ωκεανού του πάθους. Και καθώς η τρικυμία στην ψυχή του μαίνεται, από τα χείλη του βγαίνει κραυγή εσχάτης αγωνίας: «Νυν η ψυχή μου τετάρακται και τι είπω; Πάτερ, σώσόν με εκ της ώρας ταύτης».
Η κραυγή του Ιησού δεν είναι κραυγή απογνώσεως και απιστίας, όπως ήταν η κραυγή των μαθητών του (Ματθ. η' 25). Είναι κραυγή ανθρώπινης αγωνίας. Ο Ιησούς προχωρεί ακάθεκτος προς το επίκεντρο του τυφώνος. Δεν ήταν δυνατόν να νοιώθη ήρεμος και ευτυχής. Αυτό δεν θάταν ανθρώπινο. Ο Ιησούς μάχεται με όλες τις ανθρώπινες σωματικές και ψυχικές δυνάμεις. Προχωρεί με ολάνοιχτα τα πανιά της ανθρωπίνης υπάρξεώς του. Με όλα τα φώτα ανοιχτά. Όλες οι μηχανές του πλοίου δουλεύουν. Ο Ιησούς δίνει την τελευταία μάχη. Δεν μπορούσε να νοιώθη διαφορετικά. Αν δεν τρόμαζε. Αν δεν αγωνιούσε. Αν δεν φώναζε, δεν θα τον πιστεύαμε. Θα είχαμε αμφιβολίες για την ανθρωπότητά του. Ο Ιησούς όμως είναι τέλειος άνθρωπος. Και γι’ αυτό δεν φοβάται να φανή, ότι τρομάζει. Κι’ εδώ είναι μία από τις λίγες περιπτώσεις που ψηλαφούμε τον τέλειο άνθρωπο Ιησού.
Η ώρα του Ιησού, ταυτισμένη με το πάθος, είναι ώρα αποκαλυπτική. Χάρις στην ώρα αυτή γνωρίσαμε τον Ιησού. Ήταν ο τέλειος άνθρωπος, ο αδελφός μας, αλλά και ο τέλειος Θεός, ο υιός του Θεού της δόξης. Ευγνωμονούμε τον Θεό για την ώρα αυτή, που η σημασία της εκάλυψε όλο το χρόνο και απλώνεται ως την αιωνιότητα. Ο χρόνος, που πέρασε˙ ο χρόνος που ζούμε και ο χρόνος που έρχεται δεν είναι παρά η ώρα του Ιησού. Είναι η ώρα «Ω» (ο μυστικά καθωρισμένος χρόνος) προς την οποία όλα κατευθύνονται. Είναι η ώρα στην οποία όλα θα ολοκληρωθούν. Διότι Εκείνος είναι το Α και το Ω. Είναι το παν. Η ώρα του Ιησού είναι ολόκληρη η ιστορία, που δεν θα κλείση και δεν θα τελειώσω παρά αφού συγκεντρώση όλα τα εν χρόνω τέκνα του Θεού στη λυτρωτική αγκαλιά του Ιησού.
«Εν τω ειπείν, γέγονεν εν αγωνία τον κυριακόν άνθρωπον (τον Ιησούν) αληθινόν άνθρωπον όντα δείκνυσιν» (Επιφάνιος Κων/πόλεως, L. 142).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, «Εκείνος», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002, σελ.269-271)