Του Αββά Ανδρέα.
Έλεγε ο Αββάς Ανδρέας : « Στον μοναχό αυτά τα τρία είναι αναγκαία : η ξενιτεία, η πτωχεία και η σιωπηλή υπομονή ».
Του Α β β ά Α ι ώ
α)’Έλεγαν για κάποιο γέροντα στη Θηβαίδα, τον Αββά Αντιανό, ότι πολλούς τρόπους ζωής είχε ακολουθήσει κατά τη νεότητά του και στα γηρατειά του ασθένησε και τυφλώθηκε. Και οι αδελφοί, εξ αιτίας της ασθενείας του, πολλή παρηγοριά του έδιναν και τον τάιζαν στο στόμα. Και ρώτησαν τον Αββά Αιώ γι’αυτό, τι γίνεται μ αυτή την πολλή περιποίηση ; Και τους λέγει : « Σας βεβαιώνω, ότι, αν η καρδιά του θέλη και υποχωρή ευχάριστα, αν φάη έναν χουρμά, ο Θεός τον αφαιρεί από τον κόπο του. "Αν όμως δεν υποχωρή, άλλα χωρίς τη θέλησή του δέχεται, ο Θεός φυλάει τον κόπο του ακέραιο, γιατί εκβιάζεται, παρά τη θέληση του. Και εκείνοι, βέβαια, θα λάβουν μισθό ».
Του Α β β ά Αμμωναθά
΄Ηλθε κάποτε ένας αρχών στο Πηλούσιο και σκόπευε να απαιτήση από τους μοναχούς τον κατά κεφαλή φόρο, όπως και από τους ανθρώπους του κόσμου. Και συνάχτηκαν όλοι οι αδελφοί γύρω από τον Αββά Αμμωναθά γι’ αυτό το ζήτημα. Και ώρισαν μερικούς από τους πατέρες να πάνε στον βασιλέα. Και τους λέγει ο Αββάς Αμμωναθάς : « Δεν χρειάζεται αυτή η ενόχληση. Καλύτερα είναι να ησυχάσετε στα κελλιά σας και να νηστεύσετε δυο εβδομάδες και με τη χάρη του Χριστού εγώ μονάχος μου θα κανονίσω το ζήτημα ». Και πήγαν οι αδελφοί στα κελλιά τους. Και ο γέρων αποτραβήχθηκε στο δικό του κελλί. ΄Οταν λοιπόν συμπληρώθηκαν δεκατέσσερις λυπήθηκαν οι αδελφοί εξ αιτίας του γέροντος, για δεν τον είδαν καμμιά φορά να κινηθή. Και έλεγαν :« Έθαψε ο γέρων το ζήτημά μας ». Τη δε δεκάτη πέμπτη μέρα, συνάχτηκαν οι αδελφοί κατά τα καθωρισμένα Και ο γέρων ήλθε σ’ αυτούς, έχοντας το έγγραφο σφραγισμένο από τον βασιλέα. Βλέποντας το δε οι αδελφοί, απόρησαν και είπαν : « Πότε το έφερες, Αββά ; ». Και λέγει ο γέρων : « Πιστέψτε με, αδελφοί, ότι αυτή τη νύχτα πήγα στον βασιλέα και έφτιαξα αυτό το έγγραφο. Και πηγαίνοντας στην Αλεξάνδρεια, έβαλα τους άρχοντες να μου το υπογράψουν. Και έτσι γύρισα σ’ εσάς ». Ακούοντάς τα δε, φοβήθηκαν και του έβαλαν μετάνοια. Και κανονίστηκε έτσι η υπόθεση τους και δεν τους ενώχλησε πλέον ο αρχών.
Του Μεγάλου Βασιλείου
Έλεγε κάποιος από τους γέροντες, ότι ο άγιος Βασίλειος, έχοντας επισκεφθή ένα Κοινόβιο, μετά τη διδασκαλία οπού ταίριαζε, λέγει στον ηγούμενο : « Έχεις εδώ κανέναν αδελφό οπού να δείχνη υπακοή ; ». Του απαντά εκείνος : « Όλοι δούλοι σου είναι και προσπαθούν με ζήλο να σωθούν, δεσπότη μου ». Και πάλι του λέγει : « Έχεις κανέναν οπού πραγματικά να δείχνη υπακοή ; ». και εκείνος του φέρνει έναν αδελφό. Και ο άγιος Βασίλειος τον έβαλε να υπηρετή κατά το πρόγευμα. Αφού δε απόφαγαν, έδωσε στον άγιο να νιφθή. Και του λέγει ο άγιος Βασίλειος : « Έλα, να σου δώσω και εγώ να πλύνης τα χέρια σου ». Και εκείνος, υπακούοντας, δέχθηκε να του χύνη νερό ο άγιος. Και του λέγει : « Όταν επιστρέψω στον Κλήρο μου, έλα να σε κάμω διάκονο ». Και σαν έγινε αυτό, τον έκαμε πρεσβύτερο. Και τον πήρε μαζί του στην επισκοπή, χάρη στην υπακοή του.
Του Αββά Βησσαρίωνος
α'. Έλεγε ο Αββάς Δουλάς, ο μαθητής του Αββά Βησσαρίωνος : « Κάποτε, καθώς βαδίζαμε στην ακρογιαλιά, δίψασα. Και είπα στον Αββά Βησσαρίωνα : Διψώ πολύ. Και κάνοντας προσευχή, ο γέρων μου λεγει : Πιές από τη θάλασσα. Και γλυκάθηκε το νερό και ήπια. Εγώ όμως έβαλα νερό και στο λαγήνι, μήπως ξαναδιψάσω παρά κάτω. Βλέποντάς το δε ο γέρων, μου λέγει : Γιατί κράτησες νερό ; Του απαντώ : Με συμπαθάς, αλλά για να έχω μήπως διψάσω παρά κάτω. Και ο γέρων είπε : Ο Θεός εδώ και παντού ο Θεός ».
β'. « Άλλοτε, επειδή του χρειάστηκε, έκαμε προσευχή και διάβηκε τον ποταμό Χρυσορρόα με τα πόδια και βγήκε αντίπερα. Εγώ δε, θαυμάζοντας, του έβαλα μετάνοια και του είπα : Πώς αισθανόσουν τα πόδια σου καθώς περπατούσες στο νερό ; Και είπε ο γέρων : Εώς τους αστραγάλους αισθανόμουν το νερό. Και το υπόλοιπο ήταν στερεό ».
γ'. « Άλλοτε πάλι, καθώς πηγαίναμε σ’ ένα γέροντα, έφτασε το ηλιοβασίλεμα. Και προσευχήθηκε ο γέρων και είπε : Σου δέομαι, Κύριε, ας σταθή ο ήλιος εώς ότου φθάσω στον δούλο σου. Και έγινε έτσι ».
δ'. « Άλλη φορά πάλι, πήγα στο κελλί του και τον βρήκα να στέκεται σε προσευχή και να έχη τα χέρια απλωμένα στον ουρανό. Εξακολούθησε δε να το κάνη αυτό επί δεκατέσσερις μέρες. Και κατόπιν, με φωνάζει και μου λέγει : Ακολούθησέ με. Βγήκαμε λοιπόν και βαδίσαμε στην έρημο. Και νοιώθοντας στεγνό το στόμα μου, είπα : Αββά, διψώ. Παίρνοντας λοιπόν τον μανδύα μου ο γέρων, απομακρύνθηκε σε απόσταση ώσπου φθάνει η πέτρα άμα τη ρίξης. Και αφού προσευχήθηκε, μου τον έφερε γεμάτο με νερό. Βαδίζοντας δε, φθάσαμε σ’ ένα σπήλαιο. Μπήκαμε και βρήκαμε κάποιον αδελφό, οπού καθόταν και έπλεκε φοινικόφυλλα, χωρίς να σηκώση τα μάτια του σ’ εμάς, μήτε να μας χαιρετήση και μήτε ήθελε να ανταλλάξη μαζί μας τον παραμικρό λόγο. Και μου λέγει ο γέρων : Ας φύγουμε από εδώ. Φαίνεται ότι ο γέρων κρίνει οτι δεν πρέπει να μιλήση μαζί μας. Και βαδίσαμε στη Λυκώ, εώς ότου φθάσαμε στον Αββά Ιωάννη. Και αφού χαιρετηθήκαμε μαζί του, κάμαμε προσευχή. Ύστερα κάθισαν να μιλήσουν για τη μυστική θεωρία, οπού είδε, ο δε Αββάς Βησσαρίων είπε οτι βγήκε απόφαση να γκρεμισθούν τα ιερά. Και έγινε έτσι και γκρεμίσθηκαν. Ενώ δε γυρίζαμε, φθάσαμε πάλι στο σπήλαιο, οπού είδαμε τον αδελφό. Και μου λέγει ο γέρων : Ας μπούμε σ' αυτόν, μήπως ο Θεός τον φώτισε να μας μιλήση. Και μπαίνοντας, τον βρήκαμε να έχη τελειώσει τον επίγειο βίο του. Και μου λέγει ο γέρων : Έλα, αδελφέ, να τον σαβανώσουμε για ταφή. Γιατί γι' αυτό μας έστειλε ο Θεός εδώ. Ενώ δε τον σαβανώναμε για να τον θάψουμε, διαπιστώσαμε ότι ήταν γυναίκα στο γένος. Και θαύμασε ο γέρων και είπε : Κοίτα πώς και γυναίκες καταπολεμούν τον σατανά και εμείς στις μοναστικές πολιτείες χάνουμε τον καιρό μας. Και αφού δοξάσαμε τον Θεό, οπού υπερασπίζεται όσους τον αγαπούν, φύγαμε από εκεί».
ε'. Ήλθε κάποτε στη Σκήτη ένας δαιμονιζόμενος και έγινε προσευχή γι’ αυτόν στην εκκλησία, αλλά ο δαίμων δεν έβγαινε από μέσα του, γιατί ήταν σκληρός. Και λένε οι κληρικοί : « Τί να κάμουμε τώρα μ' αυτόν τον δαίμονα ; Κανείς δεν μπορεί να τον βγάλη, παρά μονάχα ο Αββάς Βησσαρίων. Αλλά και αν τον παρακαλέσουμε γι’ αυτό, δεν εννοεί να έλθη στην εκκλησία. Αυτό λοιπόν -θα κάμουμε : Έρχεται, όπως ξέρουμε, πρωί στην εκκλησία, πριν από όλους. Θα βάλουμε λοιπόν τον άρρωστο να πλαγιάση στον τόπο του. Και όταν θα μπαίνη, θα σταθούμε για προσευχή και θα του πούμε : Ξύπνα και τον αδελφό, Αββά ». Έτσι και έκαμαν. και σαν ήλθε ο γέρων το πρωί, στάθηκαν για προσευχή και του λένε : « Ξύπνα και τον αδελφό ». Και του είπε ο γέρων : « Σήκω, έβγα έξω ». Και ευθύς βγήκε απ’ αυτόν ο δαίμων και έγιανε ο άνθρωπος από εκείνη την ώρα.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. )