στ'. Είπε ο Αββάς Βησσαρίων : « Σαράντα μερονύχτια έμεινα ανάμεσα στα παλιούρια όρθιος, χωρίς να κοιμάμαι ».
ζ'. Ένας αδελφός αμάρτησε και τον απεμάκρυνε ο πρεσβύτερος από την εκκλησία. Σηκώνεται λοιπόν και ο Αββάς Βησσαρίων και βγήκε μαζί του, λέγοντας : « Αμαρτωλός είμαι και εγώ ».
η'. Ο ίδιος Αββάς Βησσαρίων έλεγε : « Σαράντα χρόνια δεν πλάγιασα, αλλά ή καθισμένος ή όρθιος κοιμόμουν ».
θ'. Ο ίδιος είπε : « Όταν βρίσκεσαι σε ειρήνη και δεν πειράζεσαι, τότε πιο πολύ να ταπεινώνεσαι. Μήπως γλιστρήση μέσα μας ξένη χαρά και καυχηθούμε και παραδοθούμε σε πειρασμό. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, εξ αίτιας των αδυναμιών μας, δεν μας αφήνει να παραδοθούμε, για να μη χαθούμε ».
ι'. Ένας αδελφός οπού συνοικούσε με άλλους μοναχούς, ρώτησε τον Αββά Βησσαρίωνα : « Τί να κάμω ; ». και του λέγει ο γέρων : « να σιωπάς και να μη λογαριάσης τον εαυτό σου ».
ια'. Ο Αββάς Βησσαρίων, ενώ επρόκειτο να παραδώση το πνεύμα, ελεγε οτι ο μοναχός οφείλει να είναι σαν τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ, όλος μάτια.
ιβ'. Διηγήθηκαν οι μαθητές του Αββά Βησσαρίωνος, ότι ο βίος του έτσι ξετυλίχτηκε, σαν να ήταν ένα από τα πουλιά οπού διασχίζουν τον αέρα ή ψάρι της θάλασσας ή ζώο της στεριάς, γιατί ατάραχα και αμέριμνα πέρασε όλο τον χρόνο της ζωής του. Δεν βασάνιζε το μυαλό του για κατοικία. Δεν φάνηκε να κυριαρχήση στην ψυχή του επιθυμία ωρισμένου τόπου, ούτε το να φάη χορταστικά, ούτε το να αποχτήση σπίτια, ούτε βιβλία να κουβαλά. Αλλά ολόκληρος αποδείχθηκε ελεύθερος από τα πάθη του σώματος ολότελα, τρεφόμενος με την ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Και, στερεωμένος πάνω στον βράχο της πίστεως, εγκαρτερούσε σαν αιχμάλωτος εδώ και εκεί, μένοντας μέσα στο κρύο και στη γύμνια και να τον καίη ο φλογερός ήλιος, χωρίς να έχη ποτέ στέγη από πάνω του. Πλανιόταν και ταλαιπωρούσε τον εαυτό του σε έρημους γκρεμνούς και πήγαινε συχνά από εδώ και από εκεί, με ευχάριστη διάθεση, πάνω στην απέραντη άμμο, χωρίς κατάλυμα, σαν ναυάγιο στο πέλαγος. Και αν συνέβαινε να έλθη σε ήμερους τόπους, οπού ζουν κοινοβιάτες μοναχοί, καθόταν έξω από τις θύρες και έκλαιγε και σαν θαλασσοδαρμένος ωδυρόταν. Ύστερα, βγαίνοντας κάποιος από τους αδελφούς, τον εύρισκε, όμοιο με τους ζητιάνους να κάθεται οπού γυροφέρνουν στον κόσμο. Και πήγαινε κοντά του και με συμπόνια του έλεγε : « Τί κλαίς, καλέ μου άνθρωπε ; Αν χρειάζεσαι κάτι από τα αναγκαία, θα σου το προσφέρουμε, κατά δύναμη, μόνο έμπα μέσα και κάθισε στο τραπέζι μας και θα βρης παρηγοριά». Και εκείνος τότε αποκρινόταν ότι δεν μπορούσε να μείνη κάτω από σκεπή, πριν βρη το δικό του σπίτι. Και έλεγε ότι είχε χάσει μεγάλη περιουσία, με διαφόρους τρόπους, επειδή είχε πέσει στα χέρια πειρατών και ναυαγήσει και είχε στερηθή τους τίτλους της ευγενείας του και καταντήσει άδοξος από δοξασμένος οπού ήταν. Και ο άλλος, εντυπωσιασμένος από τα λόγια εκείνα, έμπαινε μέσα, έπαιρνε ένα κομμάτι ψωμί και του το έδινε, λέγοντας : « Πάρε το αυτό, πάτερ. Τα δε άλλα ο Θεός, καθώς λες, θα σου τα χαρίση, την πατρίδα και τη δόξα της τάξεώς σου και τον πλούτο οπού είπες ». Αλλά εκείνος, ακόμη πιο πολύ πενθώντας, στέναζε βαθειά και πρόσθετε : « Δεν μπορώ να πω οτι θα μπορούσα να ξανάβρω εκείνα οπού έχασα και οπού τα αποζητώ. Αλλά πιο πολύ θα χαρώ, κινδυνεύοντας πάντα, κάθε μέρα, έως θανάτου και μη βρίσκοντας ανακούφιση στα αμέτρητα δεινά μου. Γιατί πρέπει ολοένα να γυροφέρνω και έτσι να τελειώσω τον δρόμο της ζωής μου ».
Του Αββά Βενιαμίν
α'. Έλεγε ο Αββάς Βενιαμίν : « Μόλις κατεβήκαμε, από το καλοκαίρι, σε Σκήτη, μας έφεραν από την Αλεξάνδρεια τρόφιμα, για τον καθένα δε από ενα αγγείο λάδι, οπού χωρούσε ένα ξέστο, με γυψωμένο το στόμιο. Και σαν ήλθε το άλλο καλοκαίρι, αν κάτι περίσσευε, οι αδελφοί το έφερναν στην εκκλησία. Εγώ δεν είχα ανοίξει το αγγείο μου, αλλά το τρύπησα με μια βελόνη και χρησιμοποίησα ελάχιστο από το περιεχόμενό του. Και ένοιωθα την καρδιά μου βαρειά, σαν να είχα κάμει κάτι το πολύ σοβαρο. Μόλις λοιπόν έφεραν οι αδελφοί τα αγγεία τους με άθικτο τον γύψο και το δικό μου ήταν τρυπημενο, δο-κίμασα τόση ντροπή, σαν να είχα πέσει σε σοβαρό σαρκικό αμάρτημα ».
β'. Είπε ο Αββάς Βενιαμίν ο πρεσβύτερος των Κελλιών : « Επισκεφθήκαμε σε Σκήτη κάποιο γέροντα και θελήσαμε να του προσφέρουμε λίγο λάδι. Και μας λέγει : Να, που βρίσκεται το μικρό αγγείο οπού μου φέρατε πριν τρία χρόνια. Όπως το αποθέσατε, έτσι έμεινε. Και, ακούοντάς τον εμείς, θαυμάσαμε τον τρόπο ζωής του γέροντος ».
γ'. Ο ίδιος είπε : « Επισκεφθήκαμε άλλον γέροντα και μας κράτησε να φάμε μαζί του. Μας πρόσφερε δε λάδι από ραπάνια. Και του λέμε : Πάτερ, καλύτερα βάλε μας λίγο λάδι από το συνηθισμένο. Και εκείνος, ακούοντάς μας, έκαμε το σημείο του Σταυρού και είπε : Αν υπάρχη άλλο λάδι απ’ αυτό, εγώ δεν ξέρω ».
δ'. Ο Αββάς Βενιαμίν είπε στα πνευματικά του τέκνα, καθώς επρόκειτο να παραδώση το πνεύμα: «Αυτά να κάνετε και μπορείτε να σωθήτε : Πάντα να χαίρετε, αδιάκοπα να προσεύχεστε και για κάθε τι να ευχαριστήτε τον Κύριο ».
ε'. Ο ίδιος είπε : « Να βαδίζετε στη βασιλική οδό, τα μίλια να υπολογίζετε και να μη χάνετε τον καιρό σας ».
Του Αββά Βιαρέ
Ρώτησε κάποιος τον Αββά Βιαρέ, λέγοντας : « Τί να κάμω για να σωθώ ; ». Και του αποκρίνεται : « Πήγαινε, κάμε την κοιλιά σου μικρή και το ερχόχειρό σου μικρό και ειρήνευε στο κελλί σου. Έτσι θα σωθής ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 56-59)