εύρεν αυτούς πάλιν καθεύδοντας (Μάρκου ιδ΄40).
Ο Ιησούς αγωνιά. Προσεύχεται. Και οι μαθηταί κοιμούνται. Ο Ιησούς τους παρακαλεί να γρηγορήσουν μαζί του. Κι αυτοί πάλιν κοιμούνται. Ο Ιησούς μένει μόνος στη θανάσιμη αγωνία του...
Οι μαθηταί αγαπούν τον Διδάσκαλο. Όμως δεν μπορούν να τον παρακολουθήσουν. Όσα άρχισαν να διαδραματίζωνται είναι πέραν από τις δυνάμεις των, από τη δυνατότητα αφομοιώσεως και παρακολουθήσεως. Το πάθος του Ιησού εκτυλίσσεται σ’ ένα πεδίο απρόσιτο στον πεσμένο άνθρωπο. Εκεί μόνο ο Ιησούς μπορεί να σταθή άγρυπνος, να προχωρήση ως το τέλος. Στα μεγάλα ύψη δεν μπορούν να φθάσουν όλοι οι ορειβάται, ιδίως εκείνοι, που δεν είναι εφωδιασμένοι με συσκευή οξυγόνου. Παθαίνουν ναυτία. Έτσι σταματούν πιο κάτω από την κορυφή. Οι μαθηταί έμειναν λίγο πιο κάτω από την κορυφή του πάθους, νικημένοι από την ναυτία της ανθρωπίνης αδυναμίας. Επάνω, στην Κορυφή ανέβηκε μόνο ο Ιησούς. Χωρίς την ενίσχυσι του οξυγόνου της πίστεως δεν μπορεί κανείς εύκολα ν’ ακολουθήση τον Ιησού. Ο Ιησούς προχωρεί εμπρός και άνω. Στην κορυφή της αγιότητος, της αυτοθυσίας, της δόξης. Χωρίς το εφόδιο της πίστεως ο άνθρωπος μένει πίσω «καθεύδων», μη μπορώντας ν’ ανεβή μαζί με τον Ιησού στις Κορυφές.
Ο Ιησούς είναι μόνος στην κορυφή της Γεθσημανή. Γύρω του σφυρίζουν οι άνεμοι των ανθρωπίνων πειρασμών. Όμως ο Ιησούς επάτησε την κορυφή της αυτοθυσίας. Τριάντα τρία χρόνια ζούσε για τη στιγμή αυτή. Και τώρα είναι εκεί. Και στις κορυφές είναι φυσικό να σφυρίζουν οι άνεμοι. Ο Ιησούς σείεται σαν δρυς από το σεισμό της αγωνίας. Όμως δεν λυγίζει. Οι στιγμές έχουν ένα τραγικό κοσμογενικό μεγαλείο. Τρεχούμενα σύννεφα σκεπάζουν το φεγγάρι. Σκοτεινιάζει. Ο Ιησούς αποτελειώνει την προσευχή του. Όταν κατέβηκε από την Κορυφή «εύρεν αυτούς πάλιν καθεύδοντας».
«Η του σωτήρος ψυχή ανθρωπίνως εταράττετο» (Ωριγένης, ΥΙ 456).
ως ούτος ο άνθρωπος (Ιωάννου ζ’ 46)
Η πρώτη προσπάθεια των Φαρισαίων να συλλάβουν τον Ιησούν αποτυγχάνει. Οι υπηρέτες, που έστειλαν γι’ αυτό το σκοπό, γύρισαν άπρακτοι. Κι’ όταν τους ρώτησαν: «Διατί ουκ ηγάγατε αυτόν;» Εκείνοι απάντησαν μ’ ένα στόμα: «Ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος». Εστάλησαν να συλλάβουν και συνελήφθησαν οι ίδιοι... Ο Ιησούς κερδίζει έτσι την πρώτη φάσι της μάχης. Αφίνει επίτηδες τη δύναμί του να εξουδετερώση όσους τον εχθρεύονται. Χωρίς καμμιά ιδιαίτερη προσπάθεια. Οι υπηρέτες μένουν εμβρόντητοι εμπρός στο στόχο τους. Ο Ιησούς θέλει μ’ αυτό να φανερώση πώς ό,τι θ’ ακολουθήση δεν είναι από δική του αδυναμία, αλλά από την παντοδύναμη θέλησί του για τη σωτηρία του ανθρώπου. Το πάθος του θα είναι εκούσιο. Διαφορετικά οι δήμιοί του δεν θα μπορούσαν ούτε να τον αγίξουν.
Η ιστορία των δημίων του Ιησού, που αιχμαλωτίζονται απ’ Αυτόν συνεχίζεται. Πολλοί απ’ όσους θέλησαν ν’ ασχοληθούν με τον Ιησούν για να συντρίψουν επί τέλους τον «ενοχλητικό αυτόν άνθρωπο», έγιναν οπαδοί του. Υπάρχουν και οι μάρτυρες «από δημίων». Είναι αυτοί, που την τελευταία στιγμή, πριν εκτελέσουν τους χριστιανούς μάρτυρας, πήδηξαν και οι ίδιοι στο στρατόπεδο των χριστιανών. Και εμαρτύρησαν μα ζ{ τους. Ο Ιησούς διωκόμενος εξακολουθεί να διώκη. Πολεμούμενος να αιχμαλωτίζη. Αποδοκιμαζόμενος να κυριαρχή. Όσοι απλώνουν χέρι για να συλλάβουν τον Ιησού, τελικά συλλαμβάνονται οι ίδιοι. Γίνονται αιχμάλωτοι της αγάπης του.
«Ο Ιησούς ίσταται μόνος. Μόνος και μεταξύ εκείνων, τους οποίους κατά διαφόρους καιρούς ο Θεός εξέλεξε και παρεσκεύασε προς θείαν τινά αποστολήν. Ο κόσμος ήκουσε την φωνήν πολλών τοιούτων απεσταλμένων του Θεού, αλλ’ ουδείς εξ αυτών υφ’ οιανδήποτε έποψιν δύναται να εξομοιωθή, έστω και προς στιγμήν, προς τον Ιησούν» (Τρεμπέλα, ΙαΝ. 253).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, «Εκείνος», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002, σελ.272-274)