Τον έβλεπα τον Χριστό πολύ ζωντανά.
Στην εκκλησία, εννοώ στον Άγιο Γεράσιμο, πολύ συγκινιόμουνα. Άκουγα το Ευαγγέλιο και συγκινιόμουνα. Το πάθαινα αυτό, επειδή «έβλεπα» την εικόνα, τον Χριστό τον ίδιο.
Μία Μεγάλη Παρασκευή κάναμε την ακολουθία. Η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο. Τι έπαθα εκεί! Διάβαζα το Ευαγγέλιο κι όταν έφτασα στη φράση «ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» , δεν μπόρεσα να την τελειώσω. Δεν είπα το «ἱνατί με ἐγκατέλιπες;». Με πλημμύρισε η συγκίνηση. Κόπηκε η φωνή μου. Μπροστά μου είχα όλη την τραγική σκηνή. Είδα εκείνο το πρόσωπο. Άκουσα εκείνη τη φωνή. Τον έβλεπα τον Χριστό πολύ ζωντανά. Ο κόσμος κάτω περίμενε. Εγώ τίποτα, αδύνατον να προχωρήσω. Αφήνω το Ευαγγέλιο στο τετράποδο και γυρίζω μέσα στο Ιερό. Κάνω τον σταυρό μου, ασπάζομαι την Αγία Τράπεζα. Έβαλα μία άλλη εικόνα, πιο ωραία, μέσα μου. Όχι πιο ωραία. Πιο ωραία από κείνη δεν υπήρχε, αλλά ήλθε στο νου μου η Ανάσταση. Αμέσως γαλήνευσα. Μετά βγήκα στην Ωραία Πύλη και είπα:
- Συγχωρέστε με, παιδιά μου, παρασύρθηκα.
Μετά πήρα το Ευαγγέλιο και το είπα απ’ την αρχή. Εκείνη, όμως, την ώρα όλο το εκκλησίασμα πέταξε δάκρυα.
Ήταν κακό αυτό. Ο καθένας μπορεί να σκέπτεται ό,τι θέλει. Δεν είναι, όμως, καλό ν’ αφηνόμαστε. Πρέπει να είμαστε συγκρατημένοι.
(Βίος και Λόγοι, σελ. 171-172, ΙΓ έκδοση)