(Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μ. Βασιλείου, Χαρώνη Βασιλείου)
Α') Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ
1209. Δεν πρέπει να λέμε κάτι εναντίον αδελφού που απουσιάζει με σκοπό να τον διασύρουμε, πράγμα που είναι συκοφαντία και κατάκριση, έστω κι αν είναι αληθινά όσα λέμε.
[Επιστ 22, Περί τελειότητος βίου μοναχών, 1, ΕΠΕ3, 462- ΒΕΠ55, 41- ΜG 32,289).
Β') ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΡΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΩΣ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΞΔ' 1210. Τι σημαίνει το: «Μην κατακρίνετε και δεν θα κατακριθείτε από το Θεό»1.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ
Επειδή ο Κύριος άλλοτε μεν λέει: «Μην κατακρίνετε και δεν θα κατακριθείτε από το Θεό», άλλοτε δε προστάζει να κρίνουμε δίκαια 2, συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται εξολοκλήρου να κρίνουμε, αλλά διδασκόμαστε ότι η μια κρίση από την άλλη είναι διαφορετική. Ο απόστολος Παύλος μας έδειξε καθαρά σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να κρίνουμε και σε ποιες όχι, γιατί ως προς εκείνα μεν που ανήκουν στη διάκριση του καθενός και δεν διατάσσονται από τη Γραφή είπε: «Συ λοιπόν γιατί κατακρίνεις τον αδελφό σου;»3, και: «Ας μην κατακρίνουμε πλέον ο ένας τον άλλον»4, ως προς εκείνα δε που δυσαρεστούν το Θεό, καταδίκασε εκείνους που δεν κρίνουν και ο ίδιος διατύπωσε την κρίση του με τα εξής λόγια: «Γιατί εγώ, αν και είμαι απών σωματικά, είμαι όμως παρών ανάμεσα σας με το πνεύμα μου, έχω πλέον κρίνει και καταδικάσει, σαν να ήμουνα παρών, αυτόν που έχει διαπράξει τη φοβερή αυτή αμαρτία (να συζεί με τη μητριά του). Να συναχθείτε λοιπόν στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού όλοι σας και σεις και το πνεύμα μου μαζί με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να παραδώσουμε αυτόν τον άνθρωπο στο σατανά (με την αποκοπή του από την Εκκλησία), για να τιμωρηθεί σκληρά το σώμα του, ώστε να σωθεί η ψυχή του κατά την ημέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού»5. Συνεπώς, αν κάτι ανήκει στη δική μας διάκριση ή είναι αμφίβολο, δεν πρέπει να κρίνουμε γι’ αυτό τον αδελφό, σύμφωνα με το λόγο του αποστόλου Παύλου που αναφέρεται σ’ εκείνα που αγνοούμε: «“Ώστε μη σπεύδετε να κάνετε κρίσεις πρόωρα, έως ότου έλθει ο Κύριος, που θα φωτίσει και θα αποκαλύψει όσα είναι κρυμμένα στο σκοτάδι και θα φανερώσει τις επιθυμίες των καρδιών»6, είναι δε απαραίτητη ανάγκη να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα του Θεού, για να μη δεχθεί μαζί με τον ένοχο και εκείνος που σιωπά (και δεν διαμαρτύρεται) την οργή του Θεού, έκτος εάν, επειδή πράττει τα ίδια με τον κατηγορούμενο, δεν έχει παρρησία να κρίνει τον αδελφό (τον πλησίον), ακούγοντας τον Κύριο που λέει: «Βγάλε πρώτα το δοκάρι από το μάτι σου και τότε θα ίδείς καθαρά, ώστε να βγάλεις (με προσοχή και αγάπη) το άχυράκι από το μάτι του αδελφού σου»7.
(Όροι κατ’ επιτομήν , ΡΞΑ' (164), ΕΠΕ9,196-198-ΒΕΠ53, 295-296- ΜG 31,1189-1192).
1. Λουκ. 6,37. 2.΄΄Μη κρίνετε κατ’όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνετε [ Ιω.7,24] 3.Ρωμ.14,10. 4.Ρωμ.14,13 5.Α΄Κορ.5,3-5 6.Α’Κορ.4,5. 7.Ματθ.7,5
Γ) ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΥΜΕ, ΑΝ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
1211. Δεν πρέπει να κατακρίνουμε κάποιον, αν δεν εξακριβώσουμε μπροστά στον κατηγορούμενο όσα τον αφορούν, έστω κι αν είναι πολλοί οι κατήγοροί του.
(Ηθικά, ΝΑ', ΒΕΠ53, 82 ΜG 31, 781Β).1.Ιω. 7,50-51. Πράξ. 25,14-16.
Δ’] ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΚΕ’ 1212.Τι είναι κατάκριση.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ
Σε δύο περιπτώσεις, κατά τη γνώμη μου, επιτρέπεται να πούμε κάτι κακό για κάποιον. Όταν υπάρχει ανάγκη να συσκεφθεί κανείς με άλλους πεπειραμένους πώς θα διορθωθεί εκείνος που αμάρτησε, και όταν χρειαστεί να προφυλάξουμε εκείνους που από άγνοια μπορούν πολλές φορές να συναναστραφούν με κάποιον κακό, σαν να ήταν καλός. Γιατί ο απόστολος Παύλος παράγγειλε να μη συναναστρέφεται κανείς με ανθρώπους τέτοιου είδους1, για να μη δεχθεί κάποτε αγχόνη στην ψυχή του. Αυτό που βρίσκουμε ακριβώς ότι έκαμε ο ίδιος απόστολος, γράφοντας στο Τιμόθεο: «Αλέξανδρος ο χαλκουργός μου προξένησε πολλά κακά.5Απ’ αυτόν να φυλάγεσαι και συ, γιατί εναντιώθηκε πολύ στο κήρυγμά μου»2. Εάν λοιπόν δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη, σαν την παραπάνω, εκείνος που κατακρίνει με σκοπό να συκοφαντήσει και να διασύρει, είναι επικριτής, ακόμη κι όταν είναι αληθινό αυτό που λέει.
(Όροι κατ’ επιτομήν, ΚΕ’, ΕΠΕ9, 42-44 ΒΕΠ 53, 241-242- ΜG 31, 1100).1.Β' Θεσ. 3,14.2. Β' Τιμ. 4,14-15.
Ε') ΟΣΟΙ ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΥΝ ΑΦΟΡΙΖΟΝΤΑΙ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΚΣΤ’
1213. Εκείνος που κατηγορεί τον αδελφό ή ακούει άλλον να τον κακολογεί και τον ανέχεται, με ποια ποινή πρέπει να τιμωρείται.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ
Πρέπει και οι δύο να αφορίζονται (να εκδιώκονται), γιατί, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Εκείνον που κακολογούσε κρυφά τον πλησίον του, αυτόν εγώ τον έδιωχνα»1. Και σ’ άλλο σημείο της Αγ. Γραφής αναφέρεται: «Μην ευχαριστείσαι να ακούς τον επικριτή (τον κακολόγο), για να μην εκδιωχθείς»2. (Όροι κατ’ επιτομήν, ΚΣΤ’, ΕΠΕ 9, 44-ΒΕΠ53,242) 1.Ψαλμ. 100,5. 2. Παροιμ. 20,13.
ΣΤ) Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΕΠΙΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΚΖ' 1214. Εάν κάποιος κατηγορήσει τον προϊστάμενο, πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε απέναντι του.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ
Η καταδίκη αυτής της συμπεριφοράς είναι φανερή από την οργή του Θεού εναντίον της Μαριάμ1, όταν αυτή κατηγόρησε το Μωυσή. Ο Θεός δεν άφησε ατιμώρητο το αμάρτημα της, παρόλο που ο ίδιος ο Μωυσής προσευχόταν γι’αυτή»2. [Όροι κατ’ επιτομήν, ΚΖ’, ΕΠΕ9, 44-46-ΒΕΠ53,242-ΜG 31,1101]
1.Η Μαριάμ ήταν αδελφή του Μωυσή. 2.Αριθ.12,10κ.ε.
Ζ.Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΨΙΘΥΡΙΣΜΟΙ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΟ ΜΙΣΟΣ
1215. Οι ψιθυρισμοί και η συνεννόηση με νεύματα, όλα αυτά να αποκλείονται, γιατί ο ψιθυρισμός ενέχει την υποψία της κατακρίσεως και η συνεννόηση με νεύματα είναι ένδειξη κάποιας κρυφής βαναυσότητας κατά του αδελφού. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι η αρχή μίσους και καχυποψίας. (Λόγος ασκητικός Γ’, 2, ΕΠΕ8,150-ΒΕΠ53,135-ΜG 31, 885).
Η') ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΑΥΞΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΦΟΡΤΙΟ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΜΑΣ
1216. Μη γίνεσαι δικαστής και κριτής ξένων πταισμάτων. Γιατί όσοι σφάλλουν έχουν δίκαιο κριτή, «Ο οποίος θα αποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του»1 Συ κράτησε το δικό σου φορτίο και όσο μπορείς κάμε το ελαφρότερο. "Όποιος αυξάνει το φορτίο του, ο ίδιος και θα το βαστάξει2. [Λόγος ασκητικός Α', 4, ΕΠΕ8,106-ΒΕΠ53,391-ΜG31, 636].1.Ρωμ. 2,6.
2.Όποιος δηλαδή με την κατάκριση αυξάνει το φορτίο των αμαρτιών του, ο ίδιος θα τιμωρηθεί επί πλέον και για το αμάρτημα της κατακρίσεως.
Θ') ΝΑ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ ΤΙΣ ΚΑΛΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΙΣ ΚΑΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
1217. Και όταν δεις τον πλησίον να αμαρτάνει, να μην εξετάσεις το παρόν αμάρτημα του, αλλά να θυμηθείς και όσα καλά έχει πράξει ή πράττει ακόμη, και πολλές φορές θα τον βρεις καλύτερο από τον εαυτό σου, όταν εξετάζεις όλα του τα έργα και δεν κρίνεις μόνο μερικά. (Περί ταπεινοφροσύνης, 5, ΕΠΕ6,122-ΒΕΠ54,184-ΜG31, 536).