Χαίρετε (Ματθαίου κη’ 9).
Ο αναστημένος Ιησούς συναντά μέσα στον κήπο τις Μυροφόρες γυναίκες και τους απευθύνει τον αναστάσιμο χαιρετισμό: «Χαίρετε». Γίνεται έτσι η αποκατάστασις της γυναικός στην προπτωτική της κατάστασι. Μετά την πτώσι η Εύα άκουσε από το στόμα του Θεού, «περιπατούντος εν τω Παραδείσω το δειλινόν», την κατάρα του πόνου και των δακρύων. Μετά την Ανάστασι οι Μυροφόρες ακούνε από το στόμα του Ιησού, που περπατούσε μέσα στον ανοιξιάτικο κήπο το πρωινό της καινούργιας ημέρας, τον χαιρετισμό της αποκαταστάσεως: «Χαίρετε». Το τραγικό δειλινό της πτώσεως το διαδέχεται το χαρούμενο πρωινό της Αναστάσεως. Και το θρήνο της Εύας τον διεδέχθη η χαρά των Μυροφόρων. Αυτές «την προγονικήν απόφασιν απορρίψασαι, τοις Αποστόλοις καυχώμεναι έλεγον. Εσκύλευται ο θάνατος, ηγέρθη Χριστός, ο Θεός». «Η γυνή εξαπατηθείσα εν παραβάσει... πρώτη της αναστάσεως γίνεται μάρτυς, ίνα την εκ της παραβάσεως καταστροφήν δια της κατά την ανάστασιν πίστεως ανορθώση» (Γρηγόριος Νύσσης, L. 326).
Ο Αναστημένος Ιησούς αναδημιουργεί την ιστορία και αναπλάσσει τους ανθρώπους. Τον αναγνωρίζομε από τα έργα του. Ένας τεχνίτης εφαρμόζει την ίδια τεχνική. ένας γιατρός εφαρμόζει την ίδια μέθοδο. Από την τακτική αναγνωρίζομε τον τεχνουργό, τον δημιουργό. Απ’ όσα έγιναν στον κήπο της Ιερουσαλήμ το πρωινό εκείνο μαντεύομε τον Δημιουργό. Η σκέψις μας προχωρεί στο πρωινό εκείνο της πρώτης δημιουργίας. Τα ίδια πράγματα. Η ίδια τακτική. Άρα και ο ίδιος Δημιουργός. Γι’ αυτό είμαστε βέβαιοι, ότι ο Ιησούς είναι Εκείνος, που ήλθε «καινουργήσαι τον Αδάμ.»
«Ει και εν τάφω κατήλθες αθάνατε, αλλά του Άδου καθείλες την δύναμιν. Και ανέστης ως νικητής, Χριστέ ο Θεός, γυναιξί μυροφόροις φθεγξάμενος Χαίρετε και τοις σοις Αποστόλοις ειρήνην δωρούμενος, ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν» (Πεντηκοστάριον, 3).
ωσεί λήρος Λουκά κδ' 11
Η πρώτη και παντοτεινή αντίδρασις στο άγγελμα της Αναστάσεως: «θρησκευτικό γυναικείο παραλήρημα»! Μέχρι τώρα η αντίδρασις σε ό,τι έβλεπαν και άκουγαν από τον Ιησού είχε εκδηλωθή και κορυφωθή με τη σταύρωσι. Απ’ εδώ κι’ εμπρός αρχίζει ο πόλεμος και σε ό,τι δεν είδαν: στην Ανάστασι του. Θα νόμιζε κανείς, ότι η Ανάστασις θα ήταν το ακαταμάχητο όπλο του Ιησού. Τι περίεργο όμως!
Όπως δεν έγινε δεκτός ο Ιησούς του λόγου και του σταυρού, έτσι αποδοκιμάζεται και ο αναστημένος Ιησούς. Πράγμα, που αποδεικνύει ότι ο Ιησούς είναι αντικείμενο πίστεως. Χωρίς πίστι δεν είναι δεκτός ούτε ο σωματικός, ούτε ο αναστημένος Ιησούς. Ούτε ο ορατός και ψηλαφητός, ούτε ο αόρατος και αναφής (αψηλάφητος). Ο Ιησούς δεν επρόκειτο να γίνη δεκτός στη γη παρά μόνο δια της πίστεως. Κι αυτή η Ανάστασις του Ιησού έγινε τελικά θέμα πίστεως. Έτσι εφαρμόσθηκε ο λόγος του Κυρίου, που είπε, ότι χωρίς πίστι, «ούτε εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται» (οι άνθρωποι).
Η πίστις, το θείο αυτό δώρο στον άνθρωπο, η έκτη αίσθησις, είναι ο μόνος τρόπος αποδοχής του Ιησού και του μηνύματος του. Με το εφόδιο της πίστεως ο Ιησούς έγινε δεκτός περισσότερο απ’ εκείνους, που δεν τον είδαν και δεν τον εψηλάφησαν. Γι’ αυτό και ο Κύριος τους εμακάρισε και τους είπε: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
« Όρθος ην βαθύς και αι Γυναίκες ήλθον επί το μνήμα σου, Χριστέ. Αλλά το σώμα ουχ ευρέθη, το ποθούμενον αυταίς. Διό απορουμέναις, οι ταις αστραπτούσαις εσθήσεσιν επιστάντες, Τι τον ζώντα μετά των νεκρών ζητείτε; έλεγον. Ηγέρθη ως προείπε. Τι αμνημονείτε των ρημάτων αυτού; Οίς πεισθείσαι, τα οραθέντα εκήρυττον. Αλλ' εδόκει λήρος τα ευαγγέλια. Ούτως ήσαν έτι νωθείς οι Μαθηταί. Αλλ’ ο Πέτρος έδραμε και ιδών εδόξασε σου πρός εαυτόν τα θαυμάσια» (Παρακλητική, 466).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, «Εκείνος», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002, σελ.299-301 )