Του Αββά Γρηγορίου του Θεολόγου
α'. Είπε ο Αββάς Γρηγόριος : « Αυτά τα τρία απαιτεί ο Θεός από κάθε άνθρωπο οπού έχει βαπτισθή : Πίστη ορθή από την ψυχή του, αλήθεια από τη γλώσσα του και σωφροσύνη από το σώμα του ».
β'. Είπε πάλι : « Ολόκληρος ο βίος του ανθρώπου είναι σαν μια μέρα για όσους κοπιάζουν με πόθο».
Του Αββά Γελασίου
α'. Έλεγαν για τον Αββά Γελάσιο, ότι είχε ένα βιβλίο από δέρματα, οπού άξιζε δεκαοχτώ νομίσματα. Και πάνω του ήταν γραμμένη ολόκληρη η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Το είχε δε αφήσει να βρίσκεται στην εκκλησία, ώστε όποιος αδελφός ήθελε, να μπορή να διαβάση. Σαν ήλθε δε ένας ξένος αδελφός να επισκεφφή τον γέροντα, το είδε και το επεθύμησε. Το έκλεψε λοιπόν και βγήκε. Αλλά ο γέρων δεν τον πήρε από πίσω για να τον πιάση, αν και κατάλαβε τί είχε συμβή. Πήγε λοιπόν εκείνος στην πόλη και προσπαθούσε να το πουλήση. Και βρίσκοντας κάποιον οπού ήθελε να το αγοράση, απαιτούσε την τιμή, νομίσματα δεκαέξη. Αλλά ο αγοραστής του λέγει :
« Δός το μου πρώτα να το εξετάσω και υστέρα σου πληρώνω την τιμή του ». Του το δίνει λοιπόν. Και εκείνος, άφου το πήρε, το έφερε στον Αββά Γελάσιο να το εξετάση, λέγοντάς του την τιμή οπού ώρισε ο πωλητής. Και του λέγει ο γέρων : « Αγόρασε το, γιατί είναι καλό και αξίζει την τιμή οπού είπες ». Φεύγει ο άνθρωπος εκείνος και λέγει στον πωλητή άλλα και οχι ό,τι του είχε πή ο γέρων. Του είπε : « Να, το έδειξα στον Αββά Γελάσιο και μου είπε ότι είναι ακριβή η τιμή του και δεν την αξίζει». Τον ακούει ο άλλος και του λέγει : « Τίποτε άλλο δεν σου είπε ο γέρων ; ». Του απαντά : « Όχι». Τότε του λέγει : « Δεν θέλω πλέον να το πουλήσω ». Γεμάτος δε συντριβή, ήλθε στον γέροντα, έβαλε μετάνοια και τον παρακάλεσε να το πάρη πίσω. Αλλά ο γέρων δεν ήθελε να το πάρη. Τότε του λέγει ο αδελφός : « Αν δεν το πάρης, δεν θα έχω ανάπαυση ». Του αποκρίνεται ο γέρων : « Αν δεν θα έχης ανάπαυση, να, το δέχομαι». Και έμεινε ο αδελφός εκείνος έως το τέλος του επιγείου βίου του και ωφελήθηκε από το έργο του γέροντος.
β'. Στον ίδιο Αββά Γελάσιο, άφησε κάποτε ένας γέρων, μοναχός και αυτός, οπού διέμενε κοντά στη Νικόπολη, ένα κελλί και το γύρω του χωράφι. Ένας δε γεωργός του Βακάτου, του τότε άρχοντος στη Νικόπολη της Παλαιστίνης, επειδή ήταν συγγενής του κοιμημένου γέροντος, παρουσιάστηκε στον παρά πάνω Βακάτο και αξίωσε να πάρη στην κατοχή του εκείνο το χωράφι, γιατί, δήθεν, σύμφωνα με τον νόμο, έπρεπε να περιελθη σ’ αυτόν. Και εκείνος, δραστήριος άνθρωπος καθώς ήταν, προσπαθούσε με τα ίδια του τα χέρια να πάρη το χωράφι από τον Αββά Γελάσιο. Αλλά ο Αββάς, μη θέλοντας μοναχικό κελλί να παραδώση σε κοσμικό άνθρωπο, δεν του το παραχωρούσε. Βλέποντας δε ο Βακάτος τα ζώα του Αββά Γελασίου να μεταφέρουν τις ελιές του κληρονομημένου απ’ αυτόν χωραφιού, τα απέσπασε με τη βία, πήρε στο σπίτι του τις ελιές και με κακή συμπεριφορά άφησε ύστερα τα ζώα και τους αγωγιάτες. Αλλά ο μακάριος γέρων, τον μεν καρπό καθόλου δεν τον διεκδίκησε, την κυριαρχία όμως του χωραφιού δεν την παρεχώρησε, για την αιτία οπού είπαμε. Έτσι, εξαγριωμένος ο Βακάτος και επειδή είχε και άλλες ανάγκες οπού τον κέντριζαν, - ήταν, βλέπετε, φιλόδικος - τρέχει στην Κωνσταντινούπολη, κάνοντας τον δρόμο πεζή. Σαν έφθασε στην Αντιόχεια, άκουσε για τον άγιο Συμεών, οπού έλαμπε τότε σαν μεγάλος φωστήρας, με την υπεράνθρωπη αρετή του και θέλησε, σαν χριστιανός, να δη τον άγιο. Βλέποντάς τον δε από τον στύλο ο άγιος Συμεών, μόλις έμπαινε στη Μονή, τον ρώτησε : « Από που είσαι; Και που πας ; ». Και εκείνος αποκρίνεται: « Από την Παλαιστίνη είμαι και στην Κωνσταντινούπολη πηγαίνω ». Και ο άγιος τον ξαναρωτά : « Και για ποιόν λόγο;». Του απαντά ο Βακάτος : «Για πολλές υποθέσεις. Και ελπίζω, με τις ευχές της αγιωσύνης σου, να ξαναγυρίσω και να προσκυνήσω τα άγια πόδια σου». Και του λέγει ο άγιος Συμεών: «Δεν θέλεις, αμαρτωλότατε άνθρωπε, να πης ότι εναντίον του ανθρώπου του Θεού πηγαίνεις ; Αλλά δεν θα ευοδωθή η πορεία σου. Ούτε θα ξαναδής το σπίτι σου. Αν λοιπόν θέλης να με άκούσης, τρέχα πίσω σ' αυτόν και βάλε του μετάνοια, αν βέβαια προφθάσης να είσαι ζωντανός ». Και ευθύς τον πιάνει πυρετός, τον βάζουν σε ενα κλειστό φορείο οι συνοδοί του και βιάζεται να γυρίση πίσω και να βάλη μετάνοια μπροστά στον Αββά Γελάσιο, όπως του είχε πη ο άγιος Συμεών. Αλλά φθάνοντας στη Βηρυτό πέθανε, χωρίς να ξαναδή το σπίτι του, κατά την προφητεία του αγίου. Αυτά, ο γυιός του, οπού τον έλεγαν επίσης Βακάτο, μετά το τέλος του πατέρα του, σε πολλούς και αξιοπίστους άνδρες τα διηγήθηκε.
γ'. Και αυτό επίσης πολλοί από τους μαθητές του το διηγήθηκαν. Κάποτε, οπού τους έφεραν ένα ψάρι, το τηγάνησε ο μάγειρος και το έφερε στον κελλαρίτη. Αλλά ο κελλαρίτης, επειδή του ετυχε μια βιαστική δουλειά, βγήκε από το κελλάρι, άφησε το ψάρι χάμω, μέσα στην απλάδα, και παρήγγειλε σ’ ένα καλογεροπαίδι μικρό να το φυλάξη προς ώρας για τον μακάριο Γελάσιο, οπού θα επέστρεφε. Αλλά το παιδί, λαίμαργο καθώς ήταν, άρχισε να τρώη με βουλιμία το ψάρι. Μπαίνοντας δε κατόπιν ο κελλαρίτης και βρίσκοντάς το να καταβροχθίζη το ψάρι, θύμωσε με το παιδί οπού καθόταν χάμω. Και χωρίς να το καλοσκεφθή, του έδωσε μια με το πόδι. Αλλά το χτύπημα ήταν καίριο, το παιδί έχασε τις αισθήσεις του και πέθανε. Τότε έπιασε φόβος τον κελλαρίτη. Πλάγιασε τον νεκρό στο ίδιο του στρωσίδι, τον σκέπασε και πήγε και έπεσε στα πόδια του Αββά Γελασίου, λέγοντάς του τί είχε συμβή. Εκείνος τότε του παρήγγειλε να μη το πη σε κανέναν άλλο και τον πρόσταξε, αφού όλοι θα αποσύρονταν στα κελλιά τους το βράδι, να μεταφέρη το πεθαμένο παιδί στο διακονικό, να το αποθέση μπροστά στο θυσιαστήριο και να φύγη. Πήγε ο γέρων στο διακονικό και στάθηκε να προσευχηθή. Και κατά την ώρα της νυχτερινής ψαλμωδίας, οπού συνάχτηκαν οι αδελφοί, βγήκε ο γέρων εχοντάς το παιδόπουλο να τον ακολουθή από πίσω, χωρίς κανείς να μάθη τί είχε συμβή, παρά μονάχα το ήζεραν αυτός και ο κελλαρίτης, έως την κοίμηση του.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.60-63 )