Γύναι τι κλαίεις; (Ιωάννου κ' 15).
Ο αναστημένος Ιησούς στη θρηνούσα Μαγδαληνή λέγει «τι κλαίεις;» και στις μυροφόραις γυναίκες απευθύνει το «χαίρετε». Η χαρά της γυναικός ήταν ένα από τα πρώτα δώρα, που επήγασαν από τον κενό τάφο του Ιησού.
Ολόκληρη η ιστορία του ανθρωπίνου γένους, μετά την πτώσι, ήταν ζυμωμένη με τα δάκρυα της γυναικός. Η ζωή του ανθρώπου ήταν μία τραγωδία, που επαίζετο υπό τους ελεγειακούς ρυθμούς των γυναικείων θρήνων. Η γη είχε μεταβληθή σε μια φιάλη, που βάσταζε τα δάκρυα των γυναικών. Sunt Lacrimae Rerum …
O Ιησούς ήταν Εκείνος, που επρόκειτο να σταματήση την πηγή αυτή των δακρύων. Ήταν Εκείνος, που δέχθηκε και ικανοποίησε την ικεσία των γυναικείων δακρύων: «Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων ο νεφέλας διεξάγων της θαλάσσης τo ύδωρ». Η παράδοσις λέγει, ότι και o Αδάμ έκλαυσεν «απέναντι του Παραδείσου, την ιδίαν γύμνωσιν θρήνων». Όμως η γυναίκα ήταν εκείνη, που θα συνέχιζε το θρήνο της μέχρι τον τάφο του Ιησού, για να δεχθή απ’ εκεί, από τον δεύτερο αυτόν Παράδεισο - σαν εκπρόσωπος της ανθρωπότητας - το αναστάσιμο μήνυμα του Ιησού: «Γύναι, τι κλαίεις;» Η χαρά της γυναικός, που είναι χαρά και ολόκληρης της ανθρωπότητος, ανέτειλε μέσα απ’ τις φυλλωσιές του κήπου, όπου το «καινόν μνημείον» του Ιησού.
«Εις το μνήμα σε επεζήτησεν, ελθούσα τη μιά των Σαββάτων, Μαρία η Μαγδαληνή. Μη ευρούσα δε ωλοφύρετο, κλαυθμώ βοώσα. Οίμοι Σωτήρ μου! Πώς εκλάπης πάντων Βασιλεύ; Ζεύγος δε ζωηφόρων Αγγέλων, ένδοθεν του μνημείου εβόα. Τί κλαίεις, ώ γύναι; Κλαίω, φησίν, ότι ήραν τον Κύριον μου του τάφου, και ουκ οίδα που έθηκαν αυτόν. Αυτή δε στραφείσα οπίσω, ως κατείδε σε, ευθέως εβόα. Ο κύριος μου και ο Θεός μου, δόξα σοι» (Πεντηκοστάριον, 89)
Μη μου άπτου (Ιωάννου κ' 17)
Ο αναστημένος Ιησούς αποκαλύπτει στην Μαγδαληνή μια πραγματικότητα. Δεν υπάρχει ακόμη απόλυτη επικοινωνία ανάμεσα στον Ιησού και τον άνθρωπο, όπως υπήρχε προ του θανάτου του και όπως θα υπάρχη στην αιωνιότητα. Μεταξύ του αναστημένου Ιησού και του ανθρώπου υπάρχει κάποιο πέπλο, που τους κρατάει σε απόστασι. Τον βλέπομε τον Ιησού δια της πίστεως, ακούμε το λόγο του, όμως δεν μπορούμε να τον πλησιάσωμε περισσότερο. Ανάμεσα σ’ Εκείνον κι’ εμάς υπάρχει μια απόστασις.
Ο κόσμος στον οποίον ανήκει πια ο αναστημένος Ιησούς είναι ένας άλλος κόσμος. Τον πλησιάζομε κι’ εμείς δια της προσευχής. Δια της λατρείας. Όμως δεν μπορούμε να επικοινωνήσωμε απόλυτα. Ο Ιησούς στους Εμμαούς, μόλις αναγνωρίσθηκε από τους Μαθητάς, «άφαντος εγένετο». Η ψηλάφησις του Θωμά είναι μια παραχώρησις για την πιστοποίησι της Αναστάσεως (και είναι ζήτημα, αν ο Θωμάς τελικά ψηλάφησε τον Ιησού). Ο αναστημένος Ιησούς ανήκε πια στον κόσμο της αιωνιότητος. ένα κόσμο τελείως άλλο, απόλυτα διαφορετικό απ’ τον δικό μας.
Όποιος αγαπά τον Ιησού, σαν την Μαγδαληνή, θα δοκιμάζη σ’ ολόκληρη τη ζωή του τη δοκιμασία και το δράμα της Νύμφης του Άσματος των Ασμάτων: θα θέλη ν’ αγκαλιάση το Νυμφίο της κι’ αυτός θα χάνεται μέσα από τα χέρια της: «ήνοιξα εγώ τω αδελφιδώ μου. Αδελφιδός μου παρήλθε... εζήτησα αυτόν και ουχ εύρον αυτόν» (ε' 6).
«Δύο Αγγέλους βλέψασα, ένδοθεν του μνημείου, Μαρία εξεπλήττετο και Χριστόν αγνοούσα, ως Κηπουρόν επηρώτα. Κύριε που το σώμα του Ιησού μου τέθεικας; κλήσει δε τούτον γνούσα είναι αυτόν, τον Σωτήρα ήκουσε, Μη μου άπτου. Προς τον Πατέρα άπειμι, είπε τοις αδελφοίς μου» (Παρακλητική, 467).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, «Εκείνος», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002, σελ. )