δ'. Έλεγαν για τον Αββά Γελάσιο, όχι μονάχα οι μαθητές του, αλλά το ιστορούσαν και πολλοί οπού συχνά τον είχαν επισκεφθη. Ότι στον καιρό της Οικουμενικής Συνόδου, οπού συνήλθε στη Χαλκηδόνα, ο Θεοδόσιος, ο πρωτοπόρος του σχίσματος του Διοσκόρου στην Παλαιστίνη, προλαμβάνοντας τους επισκόπους, οπού έμελλαν να γυρίσουν στις επαρχίες τους - γιατί βρισκόταν και ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη, διωγμένος από την πατρίδα του σαν ταραχοποιός αμετανόητος πάντα - έτρεξε στον Αββά Γελάσιο, στο Μοναστήρι του, μιλώντας εναντίον της Συνόδου, οτι δήθεν είχε επικυρώσει την πλάνη του Νεστορίου. Έτσι, πίστευε ότι θα παρέσυρε τον άγιο και θα τον έκανε σύμμαχο της ραδιουργίας του και του σχίσματός του. Αλλά εκείνος, ψυχολογώντας τον άνθρωπο και με τη σύνεση οπού του έδωσε ο Θεός φωτισμένος, κατάλαβε τη χαλασμένη του γνώμη και δεν παρασύρθηκε στην αποστασία του, όπως συνέβη σχεδόν με όλους τότε. Αλλά αφού τον στηλίτευσε όπως του άξιζε, τον έδιωξε. Ήγουν, έφερε στη μέση το καλογαιροπαίδι, οπού είχε αναστήσει όταν πέθανε, και έλεγε με αυστηρό ύφος τα εξής : « Αν για ζητήματα πίστεως θέλης να συζητήσης, έχεις αυτόν εδώ να σε ακούη και να συνομιλή μαζί σου. Γιατί εγώ δεν ευκαιρώ να ακούω τα λόγια σου ». Ύστερα, ο Θεοδόσιος σηκώθηκε, έφυγε και πήγε στην Αγία Πόλη, οπού παρέσυρε όλο το μοναχικό σώμα, υπό το πρόσχημα θείου ζήλου, παρέσυρε δε και την Αυγούστα, οπού ήταν τότε εκεί παρούσα. Και έτσι, έχοντας πια σύμμαχο, κατέλαβε με βία τον θρόνο των Ιεροσολύμων. Με φόνους πρόλαβε και τον άρπαξε και με άλλες αθέμιτες και μη σύμφωνες με τους κανόνες πράξεις, οπού εως τώρα πολλοί τις μνημονεύουν. Τότε, λοιπόν, αφού πήρε την εξουσία και πέτυχε τον σκοπό του, χειροτόνησε πάρα πολλούς επισκοπούς και πρόφθασε και κυρίευσε τους θρόνους των επισκόπων, οπού δεν γύρισαν ποτέ πια. Μετά απ’ αυτά, στέλνει και προσκαλεί και τον Αββά Γελάσιο. Και τον προτρέπει μέσα στην εκκλησία, καλοπιάνοντάς τον αντάμα και προσπαθώντας να τον φοβίση. Και σαν εισήλθε λοιπόν εκείνος στην εκκλησία, του έλεγε ο Θεοδόσιος : « Αναθεμάτισε τον Ιουβενάλιο». Αλλά εκείνος καθόλου δεν πτοήθηκε και του απαντά : « Δεν ξέρω άλλον επίσκοπο των Ιεροσολύμων παρά τον Ιουβενάλιο ». Τότε ο Θεοδόσιος φοβήθηκε μήπως και άλλοι μιμηθούν τον ορθόδοξο ζήλο του και προστάζει να τον βγάλουν με τρόπο από την εκκλησία. Τον παρέλαβαν λοιπόν οι οπαδοί του ίδιου σχίσματος και του σώριασαν γύρω ξύλα, απειλώντας ότι θα τον κάψουν. Βλέποντας δε ότι αυτός ούτε και έτσι δεν λύγιζε και δεν ζάρωνε από τον φόβο, φοβούμενοι δε και μήπως ο λαός ξεσηκωθή, επειδή ο άνθρωπος αυτός είχε μεγάλη φήμη, - και όλα συνέβησαν κατα την άνωθεν πρόνοια - άφησαν τον ομολογητή χωρίς να τον πειράξουν, οπού ωστόσο ο ίδιος είχε προσφέρει τον εαυτό του σαν ολοκαύτωμα στον Χριστό.
ε'. Έλεγαν γι’ αυτόν ότι, νέος άκόμη, τον χωρίς υλικά αγαθά και αναχωρητικό βίο ακολουθούσε. Υπήρχαν δε τον ίδιο καιρό και άλλοι παρα πολλοί στους ίδιους τόπους, τον ίδιο μαζί του βίο ολόκαρδα ακολουθώντας. Ανάμεσά τους δε ήταν και ένας γέρων στο έπακρο απλός και χωρίς κανένα υλικό αγαθό, σε ξεχωριστό κελλί οπού κατοίκησε έως την τελευτή του, και είχε αποχτήσει μαθητές κατά τα γηρατειά του. Αυτός αγωνίστηκε να φύλαξη την εντολή δύο χιτώνες να μη αποχτήση, μήτε να μεριμνήση για την αύριο μαζί με τους συμμοναστές του μέχρι θανάτου. Όταν λοιπόν συνέβη, από θεία συνεργία, να συγκροτήση το Κοινόβιο ο Αββάς Γελάσιος, του προσφέρονταν και πολλά χτήματα. Απόχτησε δε και τα αναγκαία για το Κοινόβιο υποζύγια και βόδια. Γιατί ο Αββάς είχε κάμει μαζί με τον θείο Παχώμιο, οπού πρώτος συγκρότησε Κοινόβιο, και τον βοηθούσε σε όλη του Μοναστηριού την οργάνωση. Βλέποντάς τον λοιπόν σ’ αυτές τις ασχολίες ο παρά πάνω γέρων και γνησία άγάπη διατηρώντας απέναντί του, του έλεγε : « Φοβάμαι, Αββά Γελάσιε, μη προσκολληθή ο λογισμός σου στη γη και στην υπόλοιπη περιουσία του Κοινοβίου ». Και εκείνος του απαντά : « Περισσότερο είναι δεμένος ο δικός σου λογισμός στο σουβλί, οπού χρησιμοποιείς στο εργόχειρό σου, παρά ο λογισμός του Γελασίου στα χτήματα ».
στ'. Έλεγαν για τον Αββά Γελάσιο, ότι πολλές φορές είχε ενοχληθή από τους λογισμούς να φύγη στην έρημο. Μια μέρα λοιπόν λέγει στον μαθητή του : « Κάμε μου τη χάρη, αδελφέ, ό,τι και αν με δής να κάνω, να το υπομείνης και καθόλου να μη μου μιλήσης αυτή την εβδομάδα». Και αφού πήρε ένα βάγινο ραβδί, άρχισε να περπατά στη μικρή του αυλή. Και σαν κουράστηκε, κάθισε για λίγο και ύστερα πάλι σηκώθηκε και περπατούσε. Σαν βράδιασε δε, λέγει στον λογισμό του : « Όποιος περπατά στην έρημο, ψωμί δεν τρώγει, αλλά βότανα. Συ, επειδή είσαι αδύνατος, φάγε λίγο λάχανο ». Και αφού έκαμε έτσι, πάλι λέγει στον λογισμό του : « Όποιος είναι στην έρημο, κάτω από στέγη δεν κοιμάται, αλλά στον ανοιχτό άέρα. Κάμε λοιπόν και συ έτσι». Και πλαγιάζοντας, κοιμάται στη μικρή αυλή. Αφού λοιπόν έκαμε τρεις μέρες περπατώντας στο Μοναστήρι, τρώγοντας κάθε βράδι λίγες πικραλίδες και τη νύχτα πλαγιάζοντας στο ύπαιθρο, κουράσθηκε. Και μαλώνοντας τον λογισμό, οπού τον βασάνιζε, στηλίτευε τον εαυτό του, λέγοντας : « Αφού δεν μπορείς να κάνης τα έργα της ερημικής ζωής, κάθισε στο κελλί σου με υπομονή, κλαίοντας τις αμαρτίες σου. Και μη γυρνάς εδώ και εκεί. Γιατί παντού το μάτι του Θεού βλέπει τα έργα των ανθρώπων και τίποτε δεν του ξεφεύγει και καταλαβαίνει αύτους οπού εργάζονται το καλό ».
Του Αββά Γεροντίου
Είπε ο Αββάς Γερόντιος της Πέτρας : « Πολλοί οπούπειράζονται από σαρκικές ηδονές, χωρίς να πλησιάσουν ανθρώπινο σώμα, κατά νου αμάρτησαν σαρκικά και ενώ τα σώματα φυλάγονται παρθένα, στην ψυχή αμαρτάνουν σαρκικά. Καλό είναι λοιπόν, αγαπητοί, να κάνουμε ό,τι είναι γραμμένο και ο καθένας μας με μεγάλη προσοχή να φυλάμε την καρδιά μας ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 63-66)