(Οι Θρησκείες, Εκδοτική Αθηνών,τόμος Α΄ σελ. 67-75,Αναστασίου Γιαννουλάτου αρχιεπισκόπου Αλβανίας).
Βουδδισμός. Πολύμορφη ασιατική θρησκευτική παράδοση, της οποίας ο πυρήνας πρωτοεμφανίστηκε πριν από 2.500 χρόνια στη ΒΑ. Ινδία. Ο όρος διαμορφώθηκε από Ευρωπαίους μελετητές, για να προσδιοριστεί ένα ευρύτατο φάσμα από θρησκευτικές πεποιθήσεις, φιλοσοφικές αρχές, έθιμα, θεσμούς και ηθικούς κανόνες, που αποδίδονται στον Βούδδα, και να συμπυκνωθεί σε μια ενότητα ή θρησκευτική ανέλιξη, που ακολούθησε στο πέρασμα των αιώνων, καθώς το βουδδιστικό κήρυγμα αφομοιωνόταν από διάφορους ασιατικούς λαούς. Οι βουδδιστές ονομάζουν το θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα, το οποίο ακολουθούν, «Μπούντα βατσάνα» (Buddhavacana), δηλ. λόγο του Βούδδα, ή «Μπούντα σάσανα» (Buddhasasana), μήνυμα, σύστημα του Βούδδα, και κυρίως Ντάρμα (dharma), Σανσκριτικά, ή Ντάμμα (dhamma), στη γλώσσα Πάλι, που σημαίνει διδασκαλία, απόλυτος νόμος, υπέρτατο και αιώνιο πρότυπο ζωής και κατ' επέκταση θρησκεία (Στο άρθρο αυτό οι όροι σημειώνονται πρώτα στη σανσκριτική και ύστερα στη γλώσσα Πάλι).
Στο Βουδδισμό, όπως και σε κάθε άλλη θρησκεία, διακρίνονται διάφορες κατευθύνσεις, σχολές και αιρέσεις. Οι κυριότερες από αυτές είναι: 1. ο Τεραβάντα (Theravada), όπως ονομάζεται από τους οπαδούς του, διότι μένει πιστός στην αρχική βουδδιστική διδασκαλία (thera-vada – διδασκαλία των πρεσβυτέρων) ή Χιναγιάνα (Hinayana = «Μικρό όχημα»), όπως αποκαλείται από τους οπαδούς άλλων κατευθύνσεων. 2. Ο Μαχαγιάνα (Mahayana = «Μεγάλο όχημα»), όπου το επίθετο μεγάλος, κατά τους οπαδούς της βουδδιστικής αυτής κατεύθυνσης, τονίζει τον ευρύτερο και ανώτερο χαρακτήρα της διαδασκαλίας, που αυτοί ασπάζονται. 3. Ο Βατζραγιάνα (Vajrayana = «Όχημα του διαμαντιού») ή Μαντραγιάνα (Mantrayana = «Όχημα των ιερών ήχων»), που είναι επίσης γνωστός ως μυστικός, Εσωτερικός ή Ταντρικός Βουδδισμός (βλ.λ. Ταντρισμός). Οι τρεις αυτοί κλάδοι του Βουδδισμού θα μπορούσαν ακόμη να προσδιοριστούν, περισσότερο ουδέτερα, ο πρώτος ως Νότιος Βουδδισμός, διότι επικρατεί στις χώρες της Ν. Ασίας, Σρι Λάνκα (Κεϋλάνη), Βιρμανία, Ταϋλάνδη (Σιάμ), Καμπότζη και Λάος, με μειονότητες στο Βιετνάμ, στο Μπαγκλαντές και στην Ινδία, ο δεύτερος ως Ανατολικός Βουδδισμός, διότι έχει εξαπλωθεί κυρίως στην Κίνα, στην Κορέα, στην Ιαπωνία, και εν μέρει στο Βιετνάμ και ο τρίτος ως Βόρειος Βουδδισμός, διότι οι οπαδοί του βρίσκονται στο Θιβέτ, στη Μογγολία και σε ορισμένες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας. Βουδδιστικές κοινότητες, που ακολουθούν μια από τις παραπάνω κατευθύνσεις βρίσκονται σήμερα εγκατεσπαρμένες σε διάφορες άλλες χώρες.
Διδασκαλία. Πηγή της βουδδιστικής διδασκαλίας θεωρείται ο Σιντάρτα Γκαουτάμα (Siddhartha Gautama/Siddhattha Gotama), ο οποίος επονομάστηκε Βούδδας (Buddha), δηλ. Φωτισμένος. Έζησε πιθανότατα από το 563 ως το 483 π.Χ. στη ΒΑ. Ινδία, που σήμερα βρίσκεται στη συνοριακή περιοχή Νεπάλ-Ινδίας (βλ.λ. Βούδδας στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό). Ο Βούδδας υιοθέτησε τα βασικά αξιώματα της ινδικής θρησκείας της εποχής του: το νόμο της Σαμσάρα (Samsara), δηλ. της ατέρμονης εναλλαγής γεννήσεων και θανάτων, το νόμο του Κάρμα, ο οποίος προσδιορίζει την εξέλιξη κάθε όντος προς το καλύτερο ή το χειρότερο, και τη βεβαιότητα ότι η λύση βρίσκεται στη Νιρβάνα (Nirvana). Από την άλλη πλευρά ο Βούδδας αρνήθηκε θεμελιακές ινδικές ιδέες, όπως την ύπαρξη της ψυχής, του
Άτμαν, και τις κάστες, τις κοινωνικές τάξεις, και καθόρισε μια διδασκαλία με αυτόνομη λογική συνοχή, διακηρύσσοντας ότι ο ίδιος είχε κατορθώσει να φτάσει στο επιθυμητό τέρμα.
Οι βουδδιστικές σχολές, που αναπτύχθηκαν αργότερα στα πλαίσια των κλάδων Μαχαγιάνα και Βατζραγιάνα, εισήγαγαν και επεξεργάστηκαν διάφορες αντιλήψεις για τον Βούδδα. Συνήθως τον δέχονται ως υπερκόσμιο ον και μιλούν για πολυάριθμους Βούδδες, προγενέστερους του ιστορικού, τον οποίο προτιμούν να ονομάζουν Σακυαμούνι (Sakyamuni = ο σοφός των Σάκυας). Ενώ στον Τεραβάντα Βουδδισμό ο αριθμός των Βουδδών σχετίζεται με τις μορφές προηγούμενων βίων του ιστορικού Βούδδα, στο Μαχαγιάνα γίνεται λόγος για αμέτρητους Βούδδες και αναπτύσσονται ιδέες, όπως η διδασκαλία για Βούδδες ως απόλυτη αρχή, η θεωρία για τρία σώματα του Βούδδα κ.ά.
Οι πληροφορίες για την αφετηρία και την αρχική διδασκαλία του Βουδδισμού δεν είναι τόσο βέβαιες, όσο συνήθως νομίζεται. Τα πρώτα κείμενα για τη ζωή του Βούδδα γράφτηκαν πολλούς αιώνες μετά την εποχή, στην οποία υπολογίζεται ότι έζησε, και η μυθολογική διάθεση των Ασιατών έχει προσθέσει νέες συνθέσεις και οράματα.
Πηγές. Οι διάφοροι κλάδοι του Βουδδισμού δεν έχουν ένα κοινά παραδεκτό ιερό βιβλίο. Ο Τεραβάντα Βουδδισμός δέχεται τον «Κανόνα Πάλι», που ονομάστηκε έτσι από τη γλώσσα, στην οποία έχει συνταχθεί. Ονομάζεται επίσης «Τιπίτακα» (Tipitaka) ή Σανσκριτικά, «Τριπίτακα» (Tripitaka) (πρβλ. τον ελληνικό όρο «τρίπτυχο»), που σημαίνει «Τρεις Κάλαθοι» και αποτελείται από τις συλλογές «Βινάγια Πίτακα» (Vinaya Pitaka), το μοναχικό κανόνα, που περιέχει τις αρχές και τις υποχρεώσεις της βουδδιστικής μοναχικής ζωής, τη «Σούττα Πίτακα» (Sutta Pitaka), που εκθέτει τη βουδδιστική διδασκαλία, απηχώντας το κήρυγμα του Βούδδα, και την «Αμπιντάμμα Πίτακα» (Abhidhamma Pitaka), συλλογή που περιέχει αναλύσεις, ερμηνείες και ταξινομήσεις φιλοσοφικών και ψυχολογικών θεωριών. Ο κανόνας αυτός οριστικοποιήθηκε τον 1ο αι.π.Χ. στη Σρι Λάνκα με βάση προγενέστερο κανόνα (στη γλώσσα Μαγκάντι) που είχε διαμορφωθεί στην 3η βουδδιστική Σύνοδο.
Ο Μαχαγιάνα Βουδδισμός δεν διαθέτει κανόνα, που να διαμορφώθηκε με απόφαση βουδδιστικής Συνόδου. Ο πιστός, ανάλογα με τη σχολή, στην οποία ανήκει, δίνει ιδιαίτερη έμφαση και σημασία σε ορισμένα από τα πολλά ιερά κείμενα του Μαχαγιάνα Βουδδισμού. Αυτά αποτελούν ογκωδέστατη γραμματεία της οποίας η δημιουργία άρχισε πριν από 2.000 χρόνια. Ελάχιστο μέρος της διατηρείται στα Σανσκριτικά, ενώ το μεγαλύτερο είναι μεταφράσεις σε διάφορες ασιατικές γλώσσες, κυρίως στα Κινεζικά. Τη σημαντικότερη ιερή συλλογή αποτελεί η κινεζική «Τριπίτακα», που η διάταξή της είναι παρόμοια με του «Κανόνα Πάλι»: Μοναχικός κανόνας («Λυ»-Lu), Διδασκαλία («Τσινγκ»-Ching), Σχολαστική φιλοσοφία («Λουν»-Lun). Πρόκειται ουσιαστικά για ολόκληρη βιβλιοθήκη από ιερά και θύραθεν κείμενα. Ο παλαιότερος κατάλογος της κινεζικής «Τριπίτακα», από τις αρχές του 6ου αι. μ.Χ., αναφέρει 2.113 έργα. Η τελευταία, ιαπωνική έκδοση (Taisho, 1924-1929) εκτείνεται σε 55 τόμους, καθένας από τους οποίους έχει περίπου 1.000 σελίδες•αργότερα δημοσιεύτηκε και συμπληρώθηκε από 35 τόμους.
Η θιβετιανή βουδδιστική γραμματεία, στην οποία ουσιαστικά στηρίζεται ο Ταντρικός Βουδδισμός, αναπτύσσεται από τον 8ο αι. μ.Χ. και συνίσταται από μεταφράσεις σανσκριτικών πρωτοτύπων. Αποτελείται από την «Κα-τζιούρ» (bka- ‘gyur), συλλογή 100 τόμων περίπου, με περιεχόμενα το μοναχικό κανόνα, διάφορες Σούτρες και ταντρικά κείμενα, και την «Ταν-τζιούρ» (bs Tan-‘gyur), που αποτελείται από 225 τόμους και περιλαμβάνει υπομνήματα και ποικίλες θρησκευτικές πραγματείες. Η ιερή φιλολογία του Βουδδισμού είναι μια απέραντη και δύσβατη περιοχή, προϊόν επίμονου και διεισδυτικού στοχασμού.
Περιεχόμενο. Ο πυρήνας της διδασκαλίας του Βούδδα, όπως αναπτύσσεται στον Τεραβάντα Βουδδισμό, συμπυκνώνεται στις 4 «ευγενικές» αλήθειες: 1. Όλη η ύπαρξη είναι πόνος. Η λέξη «ντούκκα» (dukkha), που συνήθως μεταφράζεται ως πόνος, περικλείει ένα βαθύτερο φιλοσοφικό νόημα και σημαίνει δοκιμασία, σωματική και πνευματική θλίψη, ατέλεια, δυσαρμονία, υπαρξιακή αγωνία κλπ. 2. Η αιτία του πόνου βρίσκεται στην επιθυμία, την «τάνχα» (tanha). Εφόσον η φύση των πάντων είναι πρόσκαιρη και μεταβλητή, ο άνθρωπος επιθυμεί μόνο επειδή δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας. Η άγνοια λοιπόν, η «αβίτζα» (avijja), που εκδηλώνεται με την επιθυμία και την προσκόλληση σε πράγματα, είναι η αιτία του πόνου. 3. Ο άνθρωπος μπορεί να υπερβεί την τραγικότητα της ζωής, εφόσον υπάρχει μια κατάσταση λύτρωσης από τον πόνο, η Νιρβάνα. 4 Ο δρόμος που φέρνει στη Νιρβάνα εντοπίζεται ανάμεσα στην εγωιστική ικανοποίηση των παθών και στην υπερβολική άσκηση, γι' αυτό ονομάζεται και «μέση οδός». Αυτή, η «ευγενική οδός», είναι οκταπλή και καθορίζεται ως ορθή κατανόηση της βουδδιστικής διδασκαλίας, ορθή σκέψη, ορθή ομιλία, ορθή πράξη, ορθός βιοπορισμός, ορθή προσπάθεια, ορθή μνήμη και νοητική συγκέντρωση, ορθός αυτοβυθισμός. Οι δύο πρώτες σχετίζονται με τη σοφία («πάνυα»-panna), οι τρεις επόμενες με την ηθικότητα («σίλα»-sila) και οι τρεις τελευταίες με τον τρόπο περισυλλογής και αυτοβυθισμού («σαμάντι»-samadhi). Η οδός αυτή οδηγεί στην επίγνωση, που διαλύει την άγνοια, στο φωτισμό, σε μια κατάσταση απόλυτης γαλήνης και μακαριότητας.
Σύμφωνα με την παραπάνω διδασκαλία, η ανθρώπινη ζωή δεν τελειώνει με το θάνατο, αλλά συνεχίζεται σε νέες μορφές ύπαρξης, εφόσον υπάρχει η τάνχα. Η βουδδιστική αντίληψη για το σύμπαν, μέσα στο οποίο συνεχίζεται η περιπέτεια των μεταβιώσεων είναι εξαιρετικά σύνθετη. Ο κόσμος στο σύνολό του έχει πολλά επίπεδα, κατώτερα από το ανθρώπινο και ανώτερα από αυτό. Συγκεκριμένα αναφέρονται 4 υποχθόνια και 21 ουρανοί. Εκείνο που δίνει κίνηση και διατηρεί τη διαδικασία των αλλεπάλληλων γεννήσεων είναι το Κάρμα, λέξη που αρχικά σημαίνει πράξη ή έργο. Ανάλογα με τις πράξεις του, κάθε ον θα γεννηθεί στην επόμενη ζωή σε ανώτερη ή κατώτερη μορφή ύπαρξης. Το παρόν νοείται ως αποτέλεσμα του παρελθόντος και θα έχει τις συνέπειές του στο μέλλον. Τελικά, Κάρμα καταλήγει να σημαίνει το ποσόν της ενέργειας, που συσσωρεύει μια ύπαρξη, καθώς ενεργεί και δρα. Ο νόμος του Κάρμα είναι νοητός ως απρόσωπος και αυτόνομος, δηλ. ως νόμος παγκόσμιος και αδυσώπητος, που ρυθμίζει τα πάντα. Η ατέλειωτη σειρά των γεννήσεων, που χάνεται στην καταχνιά του παρελθόντος και υφίσταται εν δυνάμει λόγω του υπάρχοντος Κάρμα, στην ομίχλη του μέλλοντος, συνιστά την ανακύκληση των μεταβιώσεων, τη Σαμσάρα, στης οποίας το πλαίσιο ένα ον είναι δυνατόν να γεννηθεί ως ζώο, άνθρωπος, πνεύμα, θεός και, ανάλογα με τις πράξεις της πρότερης ζωής του, να ταλαιπωρείται ή να ευφραίνεται.
Κατά την κλασική ινδική σκέψη, σ' όλη αυτή την περιπέτεια υπάρχει κάτι σταθερό, το Άτμαν. Η λέξη αυτή αρχικά σήμαινε την αναπνοή, τη ζωή, ακολούθως την ψυχή, τη συνείδηση, το ιδιαίτερο εγώ, που διακρίνεται από τα άλλα, τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου. Ο Βουδδισμός όμως απορρίπτει την ύπαρξη αθάνατης ψυχής και τονίζει επίμονα τη θέση του για «μη ψυχή», «ανάτμαν» (anatman) ή «ανάττα» (anatta). Σύμφωνα με αυτή τη θέση, ό,τι ονομάζουμε «εγώ», είναι ένας συνεχώς μεταβαλλόμενος συνδυασμός φυσικών και διανοητικών δυνάμεων ή ενεργειών, οι οποίες αποτελούνται από πέντε σύνολα («παντσακκάντα»-pancakkhanda). Ένα ον έρχεται στην ύπαρξη, όταν αυτά τα σύνολα συναρτηθούν, η ψευδαίσθηση του εγώ γεννά την επιθυμία, η τάνχα προκαλεί εγωισμό, υπερηφάνεια, προσκόλληση στα πράγματα, τελικά πόνο, η αποδέσμευση από την ψευδαίσθηση του εαυτού μας φέρνει τη θεραπεία, και αυτή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για το φωτισμό, τον τερματισμό της ανακύκλησης της ζωής, τη Νιρβάνα.
Κατά το Βουδδισμό, η φωτιά των επιθυμιών προκαλεί τις φλόγες, μέσα στις οποίες βρίσκεται ο κόσμος, η Σαμσάρα είναι πέρασμα από τη μια φλόγα στην άλλη. Η σωτηρία λοιπόν βρίσκεται στο σβήσιμο της φλόγας της επιθυμίας και, σαν συνέπεια. στη Νιρβάνα, που πρωταρχικά σημαίνει σβήσιμο φωτιάς. Για τους Βουδδιστές η Νιρβάνα δεν δηλώνει εκμηδενισμό, σβήσιμο του εαυτού, εφόσον δεν υπάρχει εαυτός. Πρόκειται για το σβήσιμο της αυταπάτης του εαυτού και συγχρόνως τη διάλυση των συνόλων, τα οποία σχετίζονται με αυτή την ψευδαίσθηση.
Σ' αυτό το θεωρητικό πλαίσιο έχουν διαμορφωθεί οι πρακτικές ηθικές κατευθύνσεις του Βουδδισμού, που καθορίζουν τη συμπεριφορά των οπαδών του. Οι λαϊκοί υποχρεούνται: 1. Να σέβονται κάθε μορφή ζωής και να αποφεύγουν οποιαδήποτε καταστροφή της (βλ.λ. Αχίμσα). 2. Να μην παίρνουν ό,τι δεν τους προσφέρεται 3. Να αποφεύγουν κάθε μορφή ασέλγειας. 4 Να αποφεύγουν το ψέμα. 5. Να μην πίνουν οινοπνευματώδη ποτά οποιασδήποτε μορφής. Οι μοναχοί οφείλουν να τηρούν ακόμη πέντε υποχρεώσεις: 6. Να τρώνε με μέτρο, και όχι ύστερα από τις μεσημβρινές ώρες. 7. Να μη γίνονται θεατές χορών, τραγουδιών ή θεατρικών παραστάσεων. 8. Να μη χρησιμοποιούν στεφάνια, μυρωδιές, κρέμες ή στολίδια 9. Να αποφεύγουν τα υψηλά ή πλατιά κρεββάτια. 10. Να μη δέχονται χρυσό ή άργυρο.
Τα κείμενα του Μαχαγιάνα εισάγουν στη φιλοσοφικο-θρησκευτική αναζήτηση του Βουδδισμού νέα, αποφασιστικά στοιχεία. Εν πρώτοις, η αναφερόμενη στον Βούδδα διδασκαλία γίνεται συνθετότερη με τη θεωρία για τα «τρία σώματα». Σύμφωνα με αυτήν, το «σώμα του Βούδδα» («Μπούντα-κάγια»-Βυddha-kaya) ή η φύση του Βούδδα είναι τριπλή. Αυτή είναι η «ντάρμα-κάγια» (dharma-kaya), που συνιστά την καθαρή ουσία, την απόλυτη άποψη της βουδδικότητας, η «σαμπόγκα-κάγια» (sambhoga-kaya), το δοξασμένο σώμα, η ακτινοβολία της βουδδικότητας, και η «νιρμάνα-κάγια» (nirmana-kaya), η μορφή την οποία προσέλαβε η απόλυτη φύση του Βούδδα, όταν εισήλθε στην ανθρώπινη ιστορία• και τέτοια περίπτωση, κατά τους Μαχαγιάνα, υπήρξε ο Σακυαμούνι Βούδδας, ο Σιντάρτα Γκαουτάμα, που έζησε στην Ινδία.
Επίσης κατά τους Μαχαγιάνα, εκτός από τον ιστορικό, υπάρχουν ακόμη πλήθος Βούδδες, έτοιμοι να βοηθήσουν τους ανθρώπους στην υπέρβαση της δοκιμασίας τους. Βούδδες που ακτινοβολούν ελπίδα και αισιοδοξία, όπως ο ουράνιος Βούδδας, ο Αμιτάβα, που το ονομά του σημαίνει το άπειρο φως. Κατοικεί στον ουράνιο χώρο Σουκάβατι (Sukhavati) και στην επικράτειά του ξαναγεννιούνται μετά το θάνατό τους όσοι προσκολλούν τη σκέψη τους σ' αυτόν και καλλιεργούν την καλοσύνη.
Τη σημαντικότερη καινοτομία της Μαχαγιάνα Σωτηριολογίας αποτελεί η διδασκαλία για τους Μποντισάττβες. Σύμφωνα με αυτήν, ο Μποντισάττβα, όπως δηλώνει το όνομα του, είναι ένα ολοφώτεινο ον, που προχωρεί στον πλήρη φωτισμό, στο να γίνει δηλ Βούδδας. Ενώ όμως έχει τη δυνατότητα να επιτύχει τη Νιρβάνα, εξακολουθεί, με τη θέλησή του, να μένει στην περιοχή της Σαμσάρα από συμπόνια για τα άλλα όντα για να τους συμπαρασταθεί και να συμβάλει στη σωτηρία τους. Έτσι, ο Μποντισάττβα γίνεται τελικά, ένας ουράνιος σωτήρας, για τον οποίο πιστεύεται ότι ζει στον ουρανό Τουσίτα. Αναφέρονται πλήθος Μποντισάττβες, από τους οποίους σημαντικότεροι είναι ο Αβαλοκιτεσβάρα, στα Κινεζικά Κουάν-γιν (Kuan-yin), ο Μαντζουσρί, ο Μαχασταμαπράπτα και ο Μαϊτρέγια που το όνομα του σημαίνει τον φιλικό και που πιστεύεται ως ο μελλοντικός Βούδδας, που περιμένει τον κατάλληλο χρόνο, για να κατεβεί στη Γη. Το κύριο χαρακτηριστικό κάθε Μποντισάττβα είναι η συμπάθεια προς όλα τα όντα και η διάθεση βοήθειας. Με τον τονισμό του ρόλου τους παραμερίζεται η διδασκαλία του Τεραβάντα Βουδδισμού για ατομική σωτηρία και αντικαθίσταται με την πίστη σε υπεργήινη συμπαράσταση και ευρύτερη, καθολική σωτηρία. Συγχρόνως η διδασκαλία για τους Μποντισάττβες προσφέρει μια υπόσχεση και ένα υψηλό ιδανικό. Ενώ το ιδεώδες που καλλιέργησε ο Τεραβάντα Βουδδισμός είναι ο «αραχάτ» (arahat) ή «αρχάτ» (arhat), ο άξιος, αυτός που με δική του προσπάθεια και ικανότητα προχώρησε στη γνώση και επέτυχε να λυτρωθεί από τη Σαμσάρα, για τον Μαχαγιάνα Βουδδισμό είναι ο Μποντισάττβα. Όλοι οι άνθρωποι φορούν και πρέπει να προχωρήσουν προς τη λύτρωση με τη βοήθεια κάποιου Μποντισάττβα.
Στο φιλοσοφικό πεδίο η κύρια διαφοροποίηση του Μαχαγιάνα Βουδδισμού από τους άλλους κλάδους του συντελέστηκε με τη διδασκαλία για την «κενότητα» («σουvυάτα»-sunyata). Τον πυρήνα της αντίληψης αυτής πρόσφεραν οι πρώιμες Μαχαγιάνα πραγματείες, η «Πράτζνια Παραμίτα Σούτρα» (Prajna Paramita Sutra = Το πλήρωμα της σοφίας). Την επεξεργάστηκε θεωρητικά ο διάσημος φιλόσοφος Ναγκαρτζούνα (Nagarjuna) προς το τέλος του 2ου αι. μ.Χ. και τη συστηματοποίησε η σχολή Μαντυαμίκα (Madhyamika-Μέση οδός), που αυτός ίδρυσε. Η θεωρία αυτή ωθεί τη βασική αρχή του Βουδδισμού για «μη ψυχή» στα άκρα, στην αυτοκατάργησή της. Κατά τη θεωρία της κενότητας όχι μόνο δεν υπάρχουν τα σύνολα, τα συμπλέγματα, που συνθέτουν την ορατή πραγματικότητα, αλλά ούτε και τα στοιχεία τους υφίστανται ως ουσίες. Τα πάντα βρίσκονται σε σχέσεις αλληλεξάρτησης• είναι κενά («σούνυα»-sunya), και το σύνολο της πραγματικότητας είναι κενότητα («σουνυάτα»). Η φιλοσοφική αυτή βουδδιστική έννοια της κενότητας δεν σημαίνει χάος, μηδέν, αλλά κυρίως υπογραμμίζει ότι η πραγματικότητα είναι πλέγμα σχέσεων και εξαρτήσεων, από όπου λείπει μια αυθύπαρκτη και αυτόνομη ουσία. Η κενότητα υπερβαίνει όλες τις απόψεις, που στηρίζονται στις έννοιες του «είναι» ή του «μη είναι», καθώς και στις παραγωγές τους. Σ αυτό το πλαίσιο καμιά αρχή, θετική ή αρνητική, δεν είναι δυνατό να διατυπωθεί. Έτσι, έχουμε και μια λογική κενότητα, που συμβαδίζει με την οντολογική. Αυτή η διδασκαλία κινείται με πρόθεση σωτηριολογική αποβλέποντας τελικά στο να ξερριζώσει πλήρως τη δυνατότητα επιθυμίας.
Ο Βατζραγιάνα ή Εσωτερικός Βουδδισμός στο φιλοσοφικο-θρησκευτικό πεδίο ακολουθεί βασικά τις Μαχαγιάνα απόψεις, επιδιώκοντας τη βίωσή τους μέσα στην ταντρική συμβολική πράξη και ένταση. Η τυπικότερη σήμερα εκπροσώπηση του κλάδου είναι ο Θιβετιανός Βουδδισμός, ο οποίος, συμβιώνοντας με την αυτόχθονη θρησκεία Μπον, διαμόρφωσε ιδιόμορφο πάνθεο θεοτήτων, που περιλαμβάνει θεούς και θεές. Οι τελευταίες συχνά θεωρούνται εκφράσεις, ή «σύζυγοι» κάποιου Βούδδα ή Μποντισάττβα. Ο Βατζραγιάνα Βουδδισμός προσδιόρισε με πολλή φροντίδα αντιστοιχίες ανάμεσα στο πάνθεο αυτό και το ανθρώπινο σώμα, τις εμπειρίες της περισυλλογής και γενικότερα του κόσμου και εξελίχθηκε σε περίπλοκο σύστημα Αποκρυφισμού και Μυστικισμού, τόνισε τη δυνατότητα φωτισμού σ' αυτή τη ζωή, υποστηρίζοντας ότι οι μέθοδοί του ανοίγουν συντομότερο μονοπάτι προς τη Νιρβάνα, και υιοθέτησε γι' αυτό το σκοπό μαγικές μεθόδους, μυήσεις, ερωτικούς συμβολισμούς, τρόπους εκστασιασμού, κινητοποίηση της εμπειρίας των αισθήσεων και της φαντασίας, με επιδίωξη την προσωπική μεταμόρφωση. Οι σχετικές πραγματείες, τάντρας (tantras) καθοδηγούν στο πώς πρέπει να γίνονται οι επικλήσεις στις θεότητες, πώς αποκτάται υπερφυσική μαγική δύναμη και πώς επιτυγχάνεται ο φωτισμός μέσω περισυλλογής και ασκήσεων Γιόγκα.
Η ταντρική πράξη βασίζεται εν μέρει στη μαχαγιανική αρχή ότι η Σαμσάρα και η Νιρβάνα τελικά δεν διαφέρουν μεταξύ τους. Αναπτύσσοντας τη θεωρία της «ταυτόχρονης προέλευσης», οι οπαδοί της υποστήριξαν ότι, εφόσον όλα τα φαινόμενα είναι ουσιαστικώς «κενά», είναι επίσης εσωτερικά καθαρά. Σκοπός της βουδδιστικής τάντρα είναι, με την καθοδήγηση κάποιου πεπειραμένου δασκάλου (Θιβετιανά «μπλάμα»-bLama), να καταστρέψει τα πάθη μέσω των παθών. Η τάντρα, στη θεωρία, στην περισυλλογή, στην τελετουργική πράξη, συγχωνεύει συχνά το πνευματικά με το ερωτικό-γενετήσιο στοιχείο.
Λατρεία. Από χώρα σε χώρα και κυρίως από σχολή σε σχολή, εμφανίζονται πολλές ιδιοτυπίες στη λατρευτική ζωή του Βουδδισμού. Ο Βουδδιστικός κόσμος έχει αναπτύξει πλούσια και σύνθετη λατρεία με κέντρα τα μοναστήρια.
Μοναχισμός. Ο Μοναχισμός αποτελεί το βασικό ιδανικό και χαρακτηριστικό γνώρισμα του Βουδδισμού. Ο ιδρυτής του υπήρξε ασκητής. Ίδρυσε τη μοναχική αδελφότητα, τη Σάνγκα (Sangha),η οποία μαζί με τον Βούδδα και την Ντάρμα, αποτελεί τα «τρία πολύτιμα κοσμήματα» του Βουδδισμού. Η μοναχική οργάνωση έδωσε στο Βουδδισμό δυναμικότητα και αντοχή. Ο αριθμός των μοναχών στις βουδδιστικές χώρες ήταν πάντα μεγάλος. Στο Θιβέτ μάλιστα υπήρξαν εποχές, κατά τις οποίες το 1/4 του πληθυσμού ζούσε σε μοναστήρια. Οι κανόνες που ρυθμίζουν τη βουδδιστική μοναχική ζωή διατυπώνονται με λεπτομέρειες στη «Βινάγια Πίτακα» και κυμαίνονται, ανάλογα με τις διάφορες σχολές, μεταξύ 227 και 253. Το βασικά ιδανικά του βουδδιστή μοναχού είναι η φτώχεια, η απόλυτη εγκράτεια και η αποφυγή πρόκλησης βλάβης σε ζωντανό πλάσμα Ο μοναχός ονομάζεται «μπίξου» (bhiksu) ή «μπίκκου» (bhikkhu), δηλ επαίτης, ζητιάνος. Οφείλει να ζει πολύ απλά, να μην κατέχει χρήματα και να επαιτεί κάθε μέρα την τροφή του. Η αγαμία θεωρείται βασικό χαρακτηριστικό της μοναχικής ζωής, αλλά στο Μαχαγιάνα Βουδδισμό ο κανόνας αυτός δεν είναι αυστηρός. Πολλές βουδδιστικές σχολές στην Κίνα, στην Κορέα και στην Ιαπωνία επέτρεψαν στους μοναχούς το γάμο. Ο Βούδδας, ύστερα από μεγάλες αντιρρήσεις, δέχτηκε την ίδρυση γυναικείου μοναχικού τάγματος. Οι μοναχές, οι «μπικκούνι» (bhikkhuni), είναι υποχρεωμένες να υπακούουν στους μοναχούς. Γενικά η Σάνγκα, η βουδδιστική μοναχική κοινότητα, παραμένει ο πυρήνας του βουδδιστικού κόσμου και τα μοναστήρια οι πνεύμονες του Βουδδισμού.
Αντικείμενα και τρόποι λατρείας. Η ευσέβεια και η λατρεία των Βουδδιστών στρέφεται κυρίως σε τρία πράγματα: Τα ιερά λείψανα, το ιερό δένδρο «μπόντι» (bodhi) και το άγαλμα του Βούδδα. Και τα τρία δεσπόζουν σε κάθε βουδδιστικό μοναστήρι. Σύμφωνα με την Τεραβάντα παράδοση, ο ίδιος ο Βούδδας καθοδήγησε τον αγαπημένο του μαθητή Ανάντα Τέρα για το πώς θα έπρεπε να φυλάξουν τα λείψανά του σε «στούπα» (stupa, ή «τούπα»-thupa ή «ντάγκαμπα»-dagaba). Αργότερα ανάλογα μνημεία χτίστηκαν για να δεχτούν λείψανα μαθητών του Βούδδα ή αλλά ιερά αντικείμενα. Οι κλασικές στούπες είναι ογκώδη μνημειακά κτίσματα στο Νότιο Βουδδισμό συνήθως σε σχήμα καμπάνας, λωτού ή χρυσαλλίδας, και στον Ανατολικό με πολλούς ορόφους, οι γνωστές παγόδες. Το δέντρο «μπόντι», που αναπτύσσεται στον περίβολο των βουδδιστικών μοναστηριών, συνδέεται με το φωτισμό του Βούδδα. Κατά την πρώτη βουδδιστική περίοδο δεν υπήρχαν αγάλματα και εικόνες του Φωτισμένου. Συνήθως χρησιμοποιούσαν σύμβολα, όπως ο τροχός, αποτύπωμα του ποδιού του Βούδδα, το δέντρο μπόντι κ.ά. Τα πρώτα αγάλματα του Βούδδα στην Ινδία εμφανίστηκαν τον 1ο αι. μ.Χ. Σήμερα σε όλες τις βουδδιστικές χώρες αγάλματα διαφόρων μεγεθών βρίσκονται στο κέντρο της λατρευτικής ζωής.
Ανεξάρτητα από τις φιλοσοφικές διαβεβαιώσεις των διανοουμένων Τεραβάντα σχετικά με την ανθρώπινη φύση του Βούδδα και το μη θεΐστικό χαρακτήρα της θρησκείας που φέρει το όνομά του, για τους περισσότερους Βουδδιστές ο Φωτισμένος είναι ο «ντεβάντι ντέβα», «ο θεός πάνω από τους θεούς». Ιδιαίτερα για το λαό, ο Βούδδας εκπροσωπεί ό,τι πολυτιμότερο και δυνατότερο υπάρχει στο σύμπαν. Η δοξολογική αναφορά του ονόματός του αποτελεί την αφετηρία κάθε λατρευτικής εκδήλωσης. Ακολουθεί η «καταφυγή στα τρία πολύτιμα κοσμήματα», τον Βούδδα, την Ντάρμα και τη Σάνγκα, και δίνεται η υπόσχεση τήρησης των βασικών υποχρεώσεων του Βουδδιστή, που σημειώθηκαν πιο πάνω. Εκτός από τις πέντε βασικές προστίθενται και άλλες τρεις, ως ειδική άσκηση και συμμετοχή στη ζωή της Σάνγκα. Ως έκφραση ευλάβειας προσφέρονται λουλούδια φώτα — καντήλια κεριά — τροφές, ποτά και άλλα χρήσιμα πράγματα για τους μοναχούς. Βασικό στοιχείο της βουδδιστικής ευσέβειας είναι η απαγγελία ιερών κειμένων και η προσεκτική παρακολούθηση κηρυγμάτων. Η ακρόαση αυτή θεωρείται αξιόμισθη πράξη, σπουδαιότερη και από τις προσφορές και την ατομική μελέτη. Συχνά επίσης τελείται ειδική ακολουθία προς τιμήν του Βούδδα, η «Μπούντα-πούτζα» (Buddha-puja).
Η αντιπροσωπευτικότερη μορφή της βουδδιστικής θρησκευτικότητας βρίσκεται στην περισυλλογή, στον αυτοβυθισμό («μπάβανα»-bhavana), μέθοδος, που ο Βουδδισμός κληρονόμησε από τη μακραίωνη ινδική παράδοση και την έχει αναπτύξει ιδιαίτερα. Δεν πρόκειται τόσο για διανοητική σκέψη και ανάλυση, όσο για τη συγκέντρωση με ένταση σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή αντικείμενο. Ο βουδδιστικός κανόνας αναφέρει 40 βασικά πράγματα, τα οποία μπορούν να γίνουν αντικείμενα αυτής της επίμονης περισυλλογής. π.χ. ένα νεκρό σώμα, καθώς αποσυντίθεται, ή οι υπέροχες καταστάσεις της ύπαρξης, όπως είναι η συμπάθεια, η καλοσύνη, η χαρά και η αταραξία.
Εορτές. Προσκυνήματα. Ο ρυθμός του βουδδιστικού εορτολογίου καθορίζεται από τις φάσεις της Σελήνης, εκτός της εορτής του Νέου Έτους, που συνδέεται με τον Ήλιο. Πρόκειται για ένα σύνθετο εορτολόγιο, που σε κάθε βουδδιστική χώρα έχει αναπτυχθεί με ιδιαίτερο τρόπο και πολυδαίδαλες λεπτομέρειες. Οι εορτές διακρίνονται σε καθορισμένες και περιστασιακές. Στις χώρες όπου επικρατεί ο Τεραβάντα Βουδδισμός, ο κάθε μήνας — 30 ή 29 ημερών διαδοχικά — καταλήγει σε πανσέληνο. Οι περισσότερες μέρες που συμπίπτουν με πανσέληνο, έχουν οριστεί ως βουδδιστικές εορτές και είναι αφιερωμένες στην ανάμνηση ενός γεγονότος της ζωής του Βούδδα ή της ιστορίας του Βουδδισμού. π.χ. στην πανσέληνο του δεύτερου μήνα, που συμπίπτει συνήθως με την πανσέληνο του Απριλίου ή του Μαΐου, εορτάζεται η «Βεσάκ» (Vesak) ή «Βεσάκα» (Vesakha), η γέννηση, ο φωτισμός και η τελική είσοδος του Βούδδα στη Νιρβάνα. Είναι η σημαντικότερη βουδδιστική εορτή και έχει παμβουδδιστικό χαρακτήρα. Στην επόμενη πανσέληνο, τέλος του τρίτου μήνα γίνεται η εορτή «Ποσόν» (Poson), σε ανάμνηση της άφιξης στη Σρι Λάνκα του βουδδιστή ιεραπόστολου Μαχίντα γιου του βασιλιά Ασόκα. Στην πανσέληνο του 8ου μήνα, εορτάζεται η αποστολή των πρώτων βουδδιστών μοναχών, και σε ορισμένη τελετή («κατίνα»-kathina) προσφέρονται στους μοναχούς ενδύματα και αλλά δώρα.
Προσφιλείς στους Βουδδιστές είναι οι αποδημίες σε ιερούς τόπους, οι οποίες θεωρούνται ότι επιφέρουν πολλές αξιομισθίες. Κατά την παράδοση, ο ίδιος ο Βούδδας καθόρισε ως προσκυνήματα των οπαδών του το Λουμπίνι στο Νεπάλ, όπου γεννήθηκε, την Μπούντα-γκάγια, όπου φωτίστηκε κάτω από το δέντρο «μπόντι», τη Σάρανατ, στο ήρεμο πάρκο των ελαφιών κοντά στο Μπενάρες, όπου για πρώτη φορά κήρυξε, και την Κουσινάρα, όπου τελείωσε την πορεία του και πέρασε στη Νιρβάνα. Μετά την κατάληψη της Β. Ινδίας από τους Μουσουλμάνους διακόπηκαν οι επισκέψεις σ' αυτούς τους τόπους, τον τελευταίο όμως αιώνα επαναβίωσαν. Εκτός από τα προσκυνήματα στην Ινδία, στις διάφορες χώρες όπου επικρατεί ο Βουδδισμός υπάρχουν φημισμένα μοναστήρια, που έχουν ιερά λείψανα και προσελκύουν χιλιάδες πιστούς.
Πολλά Μαχαγιάνα μοναστήρια είχαν περίπου 35 ως 40 μεγάλες ή μικρότερες εορτές. Εκτός από το Νέο Έτος, που πάνδημα εορταζόταν στην Κίνα, οι σημαντικότερες εορτές για τους Βουδδιστές ήταν η γέννηση της Κουάν-γιν (πρόκειται για τον Μποντισσάττβα Αβαλοκιτεσβάρα, που στα Κινεζικά είναι θηλυκού γένους) στις 19 του δεύτερου σεληνιακού μήνα, η γέννηοη του Βούδδα στις 8 του τέταρτου μήνα, ο φωτισμός της Κουάν-γιν στις 19 του έκτου μήνα κ.ά.
Στις διάφορες Μαχαγιάνα σχολές (βλ πιο κάτω), και από χώρα σε χώρα υπάρχουν πολλές ιδιοτυπίες στη λατρεία π.χ. η βασικότερη λατρευτική έκφραση στον Αμιδισμό είναι η επανάληψη της επίκλησης «Νόμου Αμίντα Μπούτσου» (Namu Amida Butsu), δηλ Δόξα στον Βούδδα Αμίντα, που κατέληξε στη σύγκραση «Νεμπούτσου» (Nembutsu). Η λέξη ή φράση αυτή, σύμφωνα με την παράδοση της Κίνας, όπου πρωτοεμφανίστηκε η σχολή, καθώς και με το θεμελιωτή της στην Ιαπωνία τον Χόνεν (Honen), έπρεπε να επαναλαμβάνεται συνεχώς, αργότερα όμως υποστηρίχτηκε από τους μαθητές του τελευταίου ότι και μία μόνο επίκληση αρκεί για τη σωτηρία. Στο Βουδδιστικό κλάδο Ζεν η αληθινή γνώση, που αποσκοπεί στο φωτισμό, δεν μεταδίδεται με γραφές ή μακρές διδασκαλίες, αλλά με συμβολικές πράξεις του δάσκαλου-γέροντα που φαίνονται χωρίς νόημα. Μια κατεύθυνση Ζεν καλλιέργησε σαν μέσο για την επίτευξη του φωτισμού τον παρατεταμένο διαλογισμό, ενώ άλλη τόνισε τη μέθοδο των «κοάν» (koan), δηλ τη χρήση παράδοξων φράσεων, με τις οποίες ο δάσκαλος προκαλεί το μαθητή σε κρίση της λογικής, σε έξοδο από τη συμβατική πραγματικότητα, με τελικό ζητούμενο την άμεση εμπειρία.
Ιδιαίτερα πολύπλοκη είναι η λατρεία στον Ταντρικό Βουδδισμό. Σ’ αυτόν οι τελετουργίες είναι μακρές και σύνθετες, με αμέτρητες συμβολικές συναρτήσεις, απόκρυφες πλευρές και ψυχοσωματική διέγερση. Από τις κλασικότερες μορφές είναι η χρήση κατά την περισυλλογή των «μάνταλα» (mandala), πολυσύνθετων σχημάτων, που συμβολίζουν συνήθως ουράνιους κόσμους, καθώς επίσης τυποποιημένων ιερών φράσεων «μάντρα» (mantra), που συμπυκνώνουν μια αλήθεια, κάποτε μια ολόκληρη θεωρία. Σημαντικό τμήμα των ταντρικών τελετουργιών περιλαμβάνει συμβολισμούς γενετήσιου χαρακτήρα. Για την ορθή άσκηση της τάντρα απαιτείται η υπακοή σ' ένα πεπειραμένο δάσκαλο-γέροντα (Γκουρού ή Λάμα), που έχει παραλάβει τη μυστική αυτή γνώση από άλλους γέροντες.
Στο Θιβέτ οι εορτές ρυθμίζονται επίσης από το σεληνιακό ημερολόγιο, το οποίο μοιάζει βασικά με το κινεζικό, παρουσιάζει όμως και ορισμένες διαφορές. Κάθε μήνας αρχίζει με τη νέα Σελήνη και η πανσέληνος συμπίπτει με τη 15η του μήνα. Βασικές εορτές είναι του Νέου Έτους, των ιδρυτών των διαφόρων σχολών και αιρέσεων, των θεοτήτων που προστατεύουν τα μοναστήρια. Η γέννηση του Βούδδα εορτάζεται στις 7 του τέταρτου μήνα, ο φωτισμός και η είσοδός του στη Νιρβάνα στις 15 του τέταρτου μήνα, η ανάμνηση του πρώτου κηρύγματος του Βούδδα στις 4 του έκτου μήνα κ.ά.
Ιστορική διαδρομή. Εξάπλωση. Ο Βουδδισμός διαδόθηκε σε μια ευρύτατη περιοχή της ασιατικής ηπείρου, που εκτείνεται από το Αφγανιστάν ως την Ιαπωνία και την Ινδονησία. Τους πρώτους αιώνες της ανάπτυξής του εξαπλώθηκε κυρίως στην ινδική χερσόνησο. Στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. ο Ινδός αυτοκράτορας Ασόκα (περ. 270-232 π.Χ.) αναγνώρισε και επέβαλε το Βουδδισμό στην επικράτειά του, όμως 15 χρόνια μετά το θάνατό του ήρθε στην εξουσία η δυναστεία των Σούνγκα (Sunga), που υποστήριξε τη βραχμανική παράδοση. Ο Βουδδισμός εν τούτοις συνέχισε να ακμάζει, δεσπόζοντας κυρίως σε περιοχές εκτός της ΒΑ. Ινδίας. Από το 2ο αι π.Χ. ως τον 1ο αι. μ.Χ. εξελίχθηκε σε σπουδαία θρησκευτική δύναμη, που επηρέασε πλήθη ανθρώπων, από τις ελληνιστικές επαρχίες της ΒΔ. Ινδίας ως τη νότια άκρη της ινδικής χερσονήσου, τη Σρι Λάνκα, και ανατολικά πολλές περιοχές της Κεντρικής Ασίας. Ηγεμόνες, όπως ο Ντουτταγκάμανι (Duttagamani) στη Σρι Λάνκα και ο Κανίσκα (Kaniska), βασιλιάς του Κουσάν (2ος αι.μ.Χ.). που εκτεινόταν από τη βόρεια Ινδία ως την καρδιά της Κεντρικής Ασίας, μιμήθηκαν τη φιλοβουδδιστική στάση του Ασόκα και υιοθέτησαν το Βουδδισμό ως ενοποιητική θρησκεία των βασιλείων τους.
Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ο Βουδδισμός άρχισε να διεισδύει από τη ΒΔ. Ινδία, μέσω των αραιοκατοικημένων περιοχών της Κεντρικής Ασίας, προς τα εμπορικά κέντρα της Β. Κίνας και από τις ανατολικές ακτές της Ινδίας, κατά μήκος των εμπορικών οδών, θαλασσίων και χερσαίων, διαδόθηκε (2ος - 5ος αι. μ.Χ.) στη ΝΑ. Ασία, στη Ν. Κίνα, στη Σουμάτρα και στην Ιάβα. Τέλος, από το λεκανοπέδιο του Γάγγη, δια μέσου των Ιμαλαΐων, εξαπλώθηκε στο Θιβέτ (7ος αι. μ.Χ.).
Ενώ ο Βουδδισμός. με την εξωτερική πίεση του Ισλάμ και την εσωτερική του Ινδουισμού, εξασθένησε στην Ινδία μέχρις αφανισμού (12ος αι. μ.Χ), η ανάπτυξη και η επικράτησή του σε άλλες χώρες συνεχίστηκε. Νέα κέντρα βουδδιστικής ακτινοβολίας αναδείχτηκαν: 1. Η Κίνα, από όπου ο Βουδδισμός, στη Μαχαγιάνα μορφή του, επηρέασε την Κορέα (4ος αι. μ.Χ.) και την Ιαπωνία (6ος αι. μ.Χ). 2. Η Σρι Λάνκα, η οποία εξελίχθηκε σε ορμητήριο διάδοσης του Τεραβάντα Βουδδισμού στη ΝΑ. ζώνη της Ασίας. Στη δράση των μοναχών της οφείλεται το ότι αυτή η μορφή του παραδοσιακού Βουδδισμού έγινε κρατική θρησκεία στη Βιρμανία, στην Ταϋλάνδη, στο Λάος και στην Καμπότζη (μεταξύ 12ου και 14ου αι. μ.Χ.). 3. Το Θιβέτ, από όπου το 16ο αι. ο Ταντρικός Βουδδισμός διαδόθηκε στη Μογγολία.
Σε όλες τις παραπάνω χώρες ο Βουδδισμός ήρθε σε στενότατη σχέση με τον αυτόχθονα πολιτισμό, επηρέασε τις τοπικές θρησκευτικές αντιλήψεις και λατρείες και επηρεάστηκε σημαντικά από αυτές, άλλοτε απορροφώντας και εντάσσοντάς τις στο δικό του σύστημα, άλλοτε απλώς συμβιώνοντας με αυτές. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνάντησε σοβαρότερη αντίσταση, π.χ. στην Κίνα προσέκρουσε σε κοινωνικές παραδόσεις, που είχαν χαλκευτεί επί αιώνες από κομφουκιανικές αρχές αντίθετες στο βουδδιστικό ιδεώδες και ταοϊστικές αντιλήψεις, που έμοιαζαν να το επικαλύπτουν, και στην Ιαπωνία αντιμετώπισε τη φυσιοκρατική λαϊκή θρησκευτικότητα του Σιντοϊσμού. Εκεί Βούδδες και Μποντισάττβες ταυτίστηκαν σε πολλές περιπτώσεις με αυτόχθονα υπερφυσικά πνεύματα («κάμι» - kami). Ποικίλες διασυνδέσεις βουδδιστικών παραστάσεων και λατρείας τοπικών πνευμάτων έγιναν επίσης στις χώρες της ΝΑ. Ασίας, όπως των «νατ» (nat) στη Βιρμανία και των «πι» (phi) στην Ταϋλάνδη. Στη Μογγολία ο Βουδδισμός συμβίωσε με την επιτόπια σαμανιστική παράδοση και παντού, ιδιαίτερα κατά την προσέλκυση των λαϊκών στρωμάτων, απορρόφησε ή συγχωνεύτηκε με μη βουδδιστικές αντιλήψεις, δημιουργώντας νέες συνθέσεις και φιλοσοφικο-θρησκευτικά αμαλγάματα.
Ο Βουδδισμός στην Τεραβάντα μορφή του διαδόθηκε ήδη το 19ο αι. στη Δ. Ευρώπη και τη Β. Αμερική. Στην εποχή μας το ενδιαφέρον για όλους τους βουδδιστικούς κλάδους συνεχίζεται αυξανόμενο, κυρίως στην Αγγλία, στη Γερμανία και στις Η.ΠΑ, και βουδδιστικές κοινότητες διαμορφώνονται σε διάφορες δυτικές χώρες. Τέλος, ο Βουδδισμός παρουσιάζει νέα ζωτικότητα στη γενέτειρά του, την Ινδία.
Σήμερα οι οπαδοί του Τεραβάντα ανέρχονται σε 100 περίπου εκατομμύρια και του Βατζραγιάνα σε 10. Λόγω της κομμουνιστικής κυριαρχίας στην Κίνα και σε άλλες περιοχές, όπου επικρατούσε ο Μαχαγιάνα Βουδδισμός, αλλά επίσης και λόγω του ότι πολλοί Βουδδιστές ακολουθούν συγχρόνως διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις (π.χ. Κομφουκιανισμό, Ταοϊσμό ή Σιντοϊσμό), δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο αριθμός των Μαχαγιάνα Βουδδιστών. Πάντως, στον ευρύτερο χώρο της Α. Ασίας, όπου ζουν πάνω από 1.200 εκατομμύρια άνθρωποι, ο Μαχαγιάνα είναι από τις σημαντικές θρησκευτικές παραδόσεις και επηρεάζει το βίο εκατομμυρίων Ασιατών. Με πολλές επιφυλάξεις, σύγχρονες στατιστικές (1987) υπολογίζουν τους Βουδδιστές σε 350 εκατομμύρια ή σε ποσοστό 6-7% του συνολικού πληθυσμού της Γης.
Σχολές. Τρεις αιώνες μετά το θάνατο του Βούδδα αναφέρεται ότι υπήρχαν 18 σχολές ή αιρέσεις, που τα ιδεολογικά και οργανωτικά σύνορα μεταξύ τους ήταν μάλλον ρευστά. Κατά τους οπαδούς του Τεραβάντα, λίγες εβδομάδες μετά το θάνατο του Φωτισμένου συνήλθε η πρώτη Σύνοδος των μαθητών του στη Ρατζαγκάχα (Rajagaha), προκειμένου να καθορίσει το βουδδιστικό μοναχικό κανόνα. Η δεύτερη Σύνοδος πραγματοποιήθηκε στην πόλη Βεσάλι (Vesali), τον 4ο αι π.X. και σχετίζεται με ένα βασικό ρήγμα στη βουδδιστική κοινότητα. Οι αυστηροί ακόλουθοι του αρχικού Βουδδισμού συσπειρώθηκαν στην ομάδα των Σταβιραβάντιν (Sthaviravadin), ή Τεραβάντιν (Theravadin), την «οδό των πρεσβυτέρων», ενώ, όσοι έβλεπαν στον αρχικό Βουδδισμό μια δημοκρατικότερη λαϊκή κίνηση, σχημάτισαν την ομάδα των Μαχασανγκίκα (Mahasanghika), «των μελών της μεγάλης συνέλευσης». Ο Κανόνας του Τεραβάντα κλάδου, όπως ήδη σημειώθηκε, διαπλάστηκε στην τρίτη βουδδιστική Σύνοδο της Παταλιπούτρα (Pataliputra), επί βασιλείας του Ασόκα για να αποκρυσταλλωθεί τον 1ο αι π.Χ. στη γλώσσα Πάλι.
Μεταξύ 1ου αι. π.Χ. και 1ου αι. μ.Χ. εμφανίζεται ένας νέος βουδδιστικός προσανατολισμός, ο γνωστός Μαχαγιάνα. Καθώς η μορφή αυτή του βουδδιστικού συστήματος εισέδυε στην κεντρική και ανατολική περιοχή της ασιατικής ηπείρου, διαμορφώθηκαν διάφορες σχολές και τάσεις. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες υπήρχε σημαντική εμπορική και πολιτιστική επικοινωνία μεταξύ Ινδικού και Ρωμαϊκού κόσμου, και είναι πιθανό να υπήρξαν έμμεσες ή και άμεσες χριστιανικές επιδράσεις στη νέα βουδδιστική πνευματική ζύμωση, ιδιαίτερα σχετικά με έννοιες όπως πίστη, αγάπη, χάρη.
Τον 5ο και 6ο αι. μ.Χ., με τη χαλάρωση των δεσμών Ινδίας και Κίνας, αναπτύχθηκαν στην Κίνα βουδδιστικές σχολές, που διακρίθηκαν για ένα νέο, ανεξάρτητο πνεύμα. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε αργότερα και στην Ιαπωνία. Ο ανταγωνισμός μεταξύ ινδικού και κινεζικού πνεύματος φάνηκε χαρακτηριστικότερα στην προσπάθειά τους να επιδράσουν στο Θιβέτ. Τελικά ο θιβετιανός Βουδδισμός, αναζητώντας τις πρώτες πηγές, υιοθέτησε τα ταντρικά ινδικά στοιχεία και τα συγκέρασε με εντόπια λατρευτικά δεδομένα. Από τις κινεζικές σχολές, που έμειναν πιστές στην αρχαία παράδοση, διακρίνεται η Λυ Τσουνγκ (Lu Tsung), η οποία βασίστηκε στη Βινάγια και έδωσε την περισσότερη σημασία στην ηθικότητα και την πειθαρχία. Τη Βατζραγιάνα κατεύθυνση του Εσωτερικού Βουδδισμού ακολούθησαν στην Κίνα η σχολή Τσεν-γιεν (Chen-yen) και στην Ιαπωνία η Σινγκόν (Shingon) ή Μίκκυο (Mikkyo).
Περισσότερο διαφοροποιημένος παρουσιάζεται ο Μαχαγιάνα Βουδδισμός. Δύο σχολές του εξελίχθηκαν με βάση την παλαιά ινδική Μαχαγιάνα θεωρία: Η Μαντυαμίκα (Μadhyamika), Κινεζικά Σαν-λουν (San-lun), Ιαπωνικά Σανρόν (Sanron), γνωστή και ως Σουνυαταβάντα (Sunyatavada), που τονίζει τη σχετικότητα και την «κενότητα», και η Γιογκατσάρα (Yogacara), Κινεζικά Φα-χσιάν (Fah-siang), Ιαπωνικά Χοσσό (Hosso), που συνήθως χαρακτηρίζεται ως «ιδεαλιστική». Η Σουνυαταβάντα είναι προσανατολισμένη προς τη διόραση και τη σοφία, ενώ η Γιογκατσάρα την ηρεμία και την αυτοσυγκέντρωση. Η επόμενη ομάδα εκπροσωπεί τις τυπικά κινεζικές και αργότερα ιαπωνικές σχολές, όπως είναι η Αβατάμσακα (Avatamsaka), στην Κίνα Χουά-Γιεν (Hua-yen) και στην Ιαπωνία Κεγκόν (Kegon), γνωστή και ως «φιλοσοφία της ολότητας», και η Σανταρμαπουνταρίκα (Saddarmapundarika). «Λωτός του αληθινού νόμου», στην Κίνα Τ' ιεν-Τάι (Ti'en-tai) και στην Ιαπωνία Τεντάι (Τendai), που θεωρείται ιδιαίτερα διανοητική, αλλά συγχρόνως τονίζει παραδοσιακές πρακτικές της περισυλλογής.
Η τελευταία ομάδα περιλαμβάνει σχολές, που ακολούθησαν νέες μορφές ευσέβειας: Η σχολή της «Αγνής Γης» ή Σουκάβατι (Sukhavati), που τονίζει την αφοσίωση και τη σωτηρία με τη χάρη του Αμιτάβα.
Στην Κίνα έγινε γνωστή ως Σινγκ-τ 'ου (Ching-t'u), ενώ στην Ιαπωνία διακλαδώθηκε σε τρεις κοινότητες: την Τζόντο (Jodo), τη Σιν (Shin) και τη Τζι (JI). Η σχολή του Νιτσίρεν (Nichiren, 1222-82 μ.Χ.), καθαρά ιαπωνική, συνδύασε τη διδασκαλία της Σούτρας του «Λωτού του αληθινού νόμου», την οποία έθεσε ως κέντρο, με τις ιδέες της «Αγνής Γης» για πίστη και χάρη. Τέλος η σχολή Ντυάνα (Dyana), Κινεζικά Τσ'αν (Ch’an) και Ιαπωνικά Ζεν (Ζen), έγινε ονομαστή για την εικονοκλαστική διάθεση, την έμφαση που έδωσε στον αυθορμητισμό και στο αιφνίδιο της πραγματοποίησης του φωτισμού.
Γράμματα Τέχνες. Ο Βουδδισμός από τον 5ο ως τον 3ο αι. π.Χ. ήταν ενθουσιώδης θρησκευτική μειονότητα, που κυρίως προπαγάνδιζε ένα νέο μήνυμα λύτρωσης. Με την ενέργεια του Ασόκα, να τον ανυψώσει σε κρατική θρησκεία, άρχισε νέα φάση στην πορεία του, που τον ανέδειξε διαμορφωτή νέου πολιτισμού. Στη δεύτερη αυτή περίοδο, που εκτείνεται από τα μέσα του 3ου αι π.Χ. ως τα μέσα του 9ου αι. μ.Χ., ο Βουδδισμός εξελίχθηκε σε πανασιατική θρησκεία, σε υπερεθνική πολιτιστική δύναμη. Μεγάλα μοναστήρια αναδείχθηκαν σε πανεπιστημιακά κέντρα με πανασιατική ακτινοβολία, στα οποία καλλιεργήθηκαν η φιλολογία και διάφορες επιστήμες. Γενικότερα σ' αυτή την περίοδο ο Βουδδισμός καθόρισε τα κριτήρια της φιλοσοφικής, καλλιτεχνικής και γενικότερα πολιτιστικής ανάπτυξης της Ασίας και επηρέασε ευρύτερα τη λογική, τη φιλολογία, την ιατρική και την τέχνη. Στην ακόλουθη, τρίτη περίοδο, από το 10ο αι μ.Χ. και εξής, τονίστηκε περισσότερο η ιδιοτυπία των διαφόρων λαών και η ιδιαιτερότητα των τοπικών πολιτισμών, που γονιμοποιήθηκαν από τα βουδδιστική ιδεώδη. Οι δύο μεγάλοι βουδδιστικοί πολιτιστικοί άξονες, ο ινδικός και ο κινεζικός, χτυπημένοι από το εσωτερικό και το εξωτερικό, λύγισαν και υποχώρησαν. Έτσι από το 10ο αι. μ.Χ., συναντούμε διακεκριμένες πολιτιστικές μορφές Βουδδισμού στην Ιαπωνία, στην Κορέα, στο Θιβέτ, στη Σρι Λάνκα, στην Ταϋλάνδη, στη Βιρμανία, στο Λάος, στο Βιετνάμ. Σ' αυτά τα πλαίσια αναπτύχθηκε πολύμορφα η τοπική τέχνη, πλούσια σε ιδιοτυπίες, επιτεύγματα, πρωτοτυπία κα αξία, και η καλλιτεχνική δημιουργία προσέλαβε περισσότερο εθνικά χαρακτήρα.
Μεγάλη ήταν η συμβολή των μοναχών στα γράμματα ενώ τις τέχνες υπηρέτησαν κυρίως οι λαϊκοί. Οι βασικότεροι τομείς που καλλιεργήθηκαν είναι η γλυπτική, η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική και οι διάφορες ειδικότητες της μικροτεχνίας. Η μουσική δεν αναπτύχθηκε στο Βουδδιστικό κόσμο, διότι στη λατρεία δεν κατέλαβε βασική θέση. Εκεί δέσποσε η μονότονη εμμελής απαγγελία των ιερών κειμένων.
Η καθιέρωση των αγαλμάτων του Βούδδα έδωσε εκπληκτική ώθηση στη γλυπτική. Τα πρώτα αγάλματα παρουσιάστηκαν στην Γκαντάρα, στο βορειοδυτικό άκρο της Ινδίας, τον 1ο αι μ.Χ., με σαφείς ελληνικές επιδράσεις• επίσης στη Ματούρα, νότια του Δελχί, με περισσότερο ινδικά χαρακτηριστικά. Κατά τη διάδοση του Βουδδισμού στις διάφορες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας η τεχνοτροπία διαφοροποιήθηκε, προσλαμβάνοντας τοπικά χαρακτηριστικά. Δημιουργήθηκαν αναρίθμητα αγάλματα όλων των μεγεθών, από τις μινιατούρες που κοσμούν τα δωμάτια ως τα τεράστια γλυπτά που στήθηκαν σε περίοπτα μέρη ή λαξεύτηκαν σε βράχους και βουνά. Γι αυτό το σκοπό χρησιμοποιήθηκαν όλα σχεδόν τα υλικά ξύλο, πηλός, μάρμαρο, πολύτιμοι λίθος, ορείχαλκος. Στη γλυπτική παράδοση διαμορφώθηκαν διάφοροι τύποι απεικόνισης του Βούδδα. Στο Μαχαγιάνα Βουδδισμό η θεωρία για τους πολλούς Βούδδες και Μποντισάττβες παρακίνησε σε νέες γλυππκές και ζωγραφικές απεικονίσεις και συνθέσεις. Τα βασικά θέματα της βουδδιστικής ζωγραφικής στους τοίχους των μοναστηριών και των ναών είναι σκηνές από τη ζωή του Βούδδα και από τους προβεβιωμένους βίους του. Η συνεχώς αναπτυσσόμενη μυθολογία των διαφόρων σχολών άνοιξε τεράστιους ορίζοντες στη καλλιτεχνική φαντασία.
Έτσι σε όλη την κεντρική και ανατολική Ασία δεσπόζουν, σε ποικίλους ρυθμούς, εντυπωσιακές παγόδες, χαρακτηριστικοί βουδδιστικοί ναοί και μοναστηριακά συγκροτήματα.
Οι ανάγκες του πλούσιου βουδδιστικού τελετουργικού, καθώς και η βεβαιότητα για την αξιομισθία, που έχουν η ανέγερση βουδδιστικών μνημείων και οι προσφορές σε μονές και ναούς, όπως επίσης η άρτια εκτέλεση των έργων τέχνης παρακίνησαν χορηγούς και τεχνίτες σε αδιάκοπη καλλιτεχνική προσφορά και δημιουργία. Γενικά ο Βουδδισμός κατέχει εξέχουσα θέση στην παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΤΟΣ Επίσκοπος Ανδρούσης