Η Ανάληψη του Χριστού αποτελεί μία ακόμη εμφατική αποκάλυψη της δόξας του και σταθμό κορυφαίας σημασίας στο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου. Αφού από τη μεγάλη του αγάπη για τον άνθρωπο ο Λόγος ακολούθησε την κενωτική του πορεία και από τα ύψη της Θεότητας προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα, πέρασε μέσα από το Πάθος και τον πλέον ατιμωτικό θάνατο και έφτασε μέχρι των «ταμείων» του Άδη, επιστρέφει πλέον στον ουράνιο θρόνο, «συγκαθεζόμενος» του συναϊδίου Πατρός. Η βαρύτητα και οι λοιποί νόμοι της φύσης καταργούνται. Ο Κύριος της κτίσης θα συνεχίσει το απολυτρωτικό του έργο από τον ουρανό: «ο καταβάς αυτός εστιν και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφεσ. 4, 10). O Αρχιερέας Χριστός διήλθε τους ουρανούς (βλ. Εβρ. 4, 14), εισέδυσε στα Άγια των Αγίων, εισέδυσε στα αχειροποίητα Άγια των Αγίων, έγινε πρόδρομος της σωτηρίας μας και από τα δεξιά του Πατέρα του μεσιτεύει για μας (βλ. Ρωμ. 8, 34, Εφεσ. 2, 7, Εβρ. 6, 20).
Κατά την επίγεια παρουσία του, ο Χριστός κήρυττε διαρκώς τη λύτρωση από τη φθορά και το θάνατο τόσο με το λόγο όσο και με τα έργα του. Έτσι, αφού έδειξε με την Ανάστασή του στους μαθητές την επικράτησή του επί του θανάτου, με τη συναναστροφή του κατόπιν μαζί τους τούς έπεισε ότι ήταν εκείνος που αναστήθηκε, τελικά με την Ανάληψη τούς έκανε μάρτυρες της επιστροφής του στους κόλπους της θεότητος. Χωρίς αμφιβολία, η Ανάληψη συνιστά τη θριαμβευτική ολοκλήρωση του απολυτρωτικού του έργου του Χριστού στη Γη.
Από τον αναγνώστη του κειμένου των Πράξεων δε θα πρέπει να διαφύγει το γεγονός ότι προηγείται του γεγονότος της Ανάληψης (στ. 9-11) το ερώτημα των μαθητών του σχετικά με το χρόνο αποκατάστασης της βασιλείας του Ισραήλ (στ. 6). Αφού ο Ιησούς τούς εξήγησε ότι δεν ανήκει στην αρμοδιότητά τους η γνώση των μελλόντων, με την άνοδο στους ουρανούς τονίζει την πνευματική διάσταση του μηνύματός του. Αφού, δηλαδή, εκείνοι δεν μπορούσαν – ακόμη και μετά το υπερφυές γεγονός της Ανάστασης – να καταλάβουν τον πραγματικό χαρακτήρα της αποστολής του, ο Κύριος επιλέγει να αναληφθεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή μέσα σε μία νεφέλη για να υπογραμμίσει την ουράνια προέλευσή του. Η παρουσία των δύο αγγέλων στο γεγονός εμφαίνει τη θεία ιδιότητα του αναληφθέντος Λόγου.
Αυτή η αγγελική παρουσία δε θα πρέπει όμως να θεωρηθεί «διακοσμητική» ούτε μόνο για να επισημανθεί η κυριότητα του Χριστού σε όλη την κτίση. Δηλώνουν στους παριστάμενους μαθητές ότι ο αναληφθείς Κύριος πρόκειται να επανέλθει στη Γη, και συγκεκριμένα με τον ίδιο τρόπο. Δίνεται έτσι μία απάντηση στο προηγούμενο ερώτημά τους και επιπλέον παρέχεται μια υπόσχεση για τη μελλοντική πορεία του σώματος των πιστών. Επιπλέον, ο τρόπος της «αρπαγής» από νεφέλη αποτελεί ένα καθαρά εσχατολογικό σημείο (πρβλ. «έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα», Α΄ Θεσσ. 4, 17). Εξάλλου, το εσχατολογικό μήνυμα της επανόδου του σύντομα θα ενισχυθεί και θα συμπληρωθεί με την αποστολή του Παρακλήτου κατά την Πεντηκοστή.
Είναι δηλαδή γεγονός ότι τόσο με την απάντηση του Ιησού όσο και με τη διαβεβαίωση των αγγέλων εγκαινιάζεται η περίοδος της εσχατολογικής αναμονής της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και η κίνηση της Εκκλησίας είναι έκτοτε «αναληπτική». Τίθεται πλέον με βεβαιότητα ο προσανατολισμός της προς την ουράνια πατρίδα.
Tο γεγονός της Ανάληψης σημαίνει και επιστέφει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο το όλο σχέδιο της Θείας Οικονομίας: ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο, οδηγήθηκε στο πάθος και το θάνατο, αναστήθηκε και πλέον επιστρέφει δίπλα στον Πατέρα. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι διακόπτεται το έργο της Θείας Οικονομίας σ’ αυτό το σημείο: το έργο της λύτρωσης του ανθρώπου θα συνεχιστεί με την έλευση του Αγίου Πνεύματος και την αποστολή του σώματος της Εκκλησίας σε όλα τα έθνη.
Με την Ανάληψη η ανθρώπινη φύση επιστρέφει στον ουρανό, εν Χριστώ άφθαρτη, αθάνατη και ένδοξη: «και ημάς … συνήγειρεν και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις», (Εφεσ. 2, 5-6). Μέσω του Χριστού η σάρκα μας ανέβηκε στην ύψιστη βασιλεία, έγινε συγκληρονόμος του και της δωρήθηκε η αθανασία (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την Ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Λόγος β΄, PG 52, 794). Μάλιστα, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τονίζει ότι η τιμή αυτή δεν ανήκει απρόσωπα στην ανθρώπινη φύση, αλλά στον καθέναν από εμάς ξεχωριστά (Ομιλία ΚΑ΄, Εις την Ανάληψιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, PG 151, 277A). Σύμφωνα με την Πατερική Θεολογία, εξάλλου, οι εξωτριαδικές κινήσεις της Θεότητας δεν είναι εσωστρεφείς αλλά χαρακτηρίζονται από τη θεία αγάπη. Γι’ αυτό και η επιστροφή στους κόλπους της Τριάδας φέρει μαζί της την ανθρωπινότητα.
Η δόξα του Κυρίου (της οποίας έγιναν αυτόπτες μάρτυρες) και οι επαγγελίες των δύο αγγέλων έκαναν τους μαθητές να υπερβούν τη λύπη τους για τον αποχωρισμό και να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ πλήρεις χαράς (Λουκ. 24, 52). Γι’ αυτό και την ημέρα αυτή δε γιορτάζεται ο αποχωρισμός από τον Κύριο – εξάλλου, ο ίδιος είχε διαβεβαιώσει για τη διηνεκή παρουσία του (βλ. Ματθ. 18, 20. 28, 20) – αλλά το άνοιγμα του ουρανού στην ανθρωπότητα. Γιορτάζουμε «την της φύσεως ημών ανίδρυσιν, την καταρχήν της εκάστου των πιστευόντων αναλήψεως» (Γρηγορίου Παλαμά, ό.π., 277CD).
Η Ανάληψη συνδέεται τόσο με τη βασιλική όσο και με την ιερατική (λόγω της ουράνιας μεσολάβησης) ιδιότητα του Χριστού. Η σημασία της τη συγκαταλέγει, εξάλλου, και στο Σύμβολο της Πίστεως ενώ περιλαμβανόταν ακόμη και στις πρώτες προβαπτισματικές Κατηχήσεις.
Ο Απ. Παύλος τονίζει το γεγονός της Ανάληψης και της επουράνιας δόξας του Χριστού, για να αντιμετωπίσει δοξασίες, όπως αυτή της αγγελολατρικής αίρεσης των Κολοσσών, που ήθελε τους αγγέλους να υπερέχουν του Ιησού (βλ. Κολ. 1, 15. 2, 15, 18).
Η Ανάληψη συνδέεται στενά με την Πεντηκοστή. Οι μαρτυρίες της αρχαίας Εκκλησίας μάς πληροφορούν ότι μέχρι τα τέλη του 4ου αι. υπήρχε κοινός εορτασμός των δύο γεγονότων. Γιορταζόταν, συγκεκριμένα, η ολοκλήρωση της εν σαρκί παρουσίας του Χριστού στον κόσμο Εξάλλου, μεταξύ Ανάληψης και Πεντηκοστής υπήρχε έντονη αναμονή των μαθητών για την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Ιησού.
Τέλος, με έναν έμμεσο αλλά σαφή τρόπο, στην άνοδο του Χριστού στους ουρανούς βλέπουμε να εξαίρεται και η θεμελιώδης χριστιανική αρετή της ταπείνωσης. Όπως προαναφέραμε, η κενωτική αγάπη του Θεού για το δημιούργημά του και η μέσω «αδοξίας» υπακοή του Υιού στο θέλημα του Πατέρα – χωρίς να επιβουλευθεί την εξίσωση μαζί του – τον οδήγησε «μέχρι θανάτου,θανάτου δε σταυρού». Γι’ αυτό και τελικά ο Πατέρας τον «υπερύψωσε και εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ παν όνομα» (Φιλιπ. 2, 6-11). Εκπληρώνεται, παράλληλα, και η διδασκαλία του Ιησού ότι οι «έσχατοι έσονται πρώτοι» (Ματθ. 19, 30).
Πέτρος Παναγιωτόπουλος, Επ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ