Σιντοϊσμός. Η αυτόχθονη Θρησκεία της Ιαπωνίας. Στην ιαπωνική γλώσσα ονομάζεται Κάμι νο μίτσι, δηλ. Δρόμος του Κάμι. Το Κάμι νοείται ως θεϊκή ουσία, διάχυτη στο σύμπαν και αποκαλυπτόμενη μέσα στη φύση, στα νερά, στα βουνά, σε θαυμαστά αντικείμενα, σε ζώα και στον άνθρωπο, ιδιαίτερα στο πρόσωπο του αυτοκράτορα. Έτσι ο Σιντοϊσμός χαρακτηρίζεται από τη λατρεία της φύσης και, καθώς κυριαρχείται από την εδωκοσμική αντίληψη, συνδυάζεται με τις αρχές της πολιτικής οργάνωσης και εξελίχθηκε σε κρατική Θρησκεία. Σήμερα η Ιαπωνία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο, που εναρμονίζει στον εθνικό βίο της έναν πολιτισμό υψηλής τεχνολογίας με μια πανάρχαια φυσική Θρησκεία.
Διδασκαλία. Με τη λατρεία της φύσης, των προγόνων και των τοπικών προστατευτικών πνευμάτων ο Σιντοϊσμός εκφράζεται ως Ανιμισμός και ως Πολυθεΐα. Σχετικά αναφέρεται η πίστη σε περίπου 800.000 πνεύματα συνολικά που όμως αποτελούν την ενότητα της θείας ουσίας του Κάμι. Από την παλαιότερη γενιά των ιαπωνικών θεών διακρίνονται ο Ιζανάγκι και η Ιζανάμι, που θεωρούνται και ως δημιουργοί του κόσμου. Οι σπουδαιότεροι θεοί του Σιντοϊσμού έχουν μυθολογηθεί σαν παιδιά ή απόγονοι αυτού του αρχαιότερου θεϊκού ζεύγους. Με τη σημασία που έχει για τη χώρα η καλλιέργεια του ρυζιού, εύλογο είναι ο Ινάρι, θεός αρμόδιος γι' αυτό το προϊόν, να κατέχει υψηλή θέση στο ιαπωνικό πάνθεο. Ιδιαίτερα αγαπητοί στο λαό είναι οι Σίχι-Φουκούτζιν, δηλ. οι «Επτά θεοί της ευτυχίας», και ο Κομπίρα, θεός της ναυσιπλοΐας και της μετάξης. Σύμφωνα με τη σιντοϊκή μυθική παράδοση, ο Ιζανάγκι, ως κύριος του ουρανού, όρισε την Αματεράσου θεά του ηλίου, τον Τσουκιγιόμι θεό της σελήνης και τον Σουσα-νό-ο θεό της θάλασσας, ενώ η Αματεράσου όρισε τον εγγονό της Νινίγκι κύριο της Ιαπωνίας και ιδρυτή της δυναστείας της. Άλλοι θεοί είναι ο Σαρουταχίτο, θεός των δρόμων, ο Χατσιμάν, θεός του πολέμου, και ο Σουγκαβάρα Μιτσιζάνε, θεός της καλλιγραφίας. Οι δύο τελευταίοι είναι ιστορικά πρόσωπα: ο πρώτος είναι ο αυτοκράτορας Ότζιν (270-312 μ.Χ.) και ο δεύτερος υπουργός του αυτοκράτορα (845-903 μ.Χ.). Για τις πηγές του Σιντοϊσμού βλ.λ. Κοτζίκι και Νιχόνγκι.
Λατρεία. Όπως υποδηλώθηκε ήδη, λατρεία αποδίδεται σε φυσικά φαινόμενα και αντικείμενα, σε προγόνους και σε ορισμένα τοπικά προστατευτικά πνεύματα. Η Λατρεία έχει οικογενειακό και δημόσιο χαρακτήρα. Σε κάθε σπίτι υπάρχει ορισμένος ιερός χώρος για την προσευχή και για τις προσφορές καρπών, λουλουδιών, παρασκευασμάτων με ρύζι κ.ά. Η δημόσια Λατρεία γίνεται σε δημόσιους φυσικούς χώρους, κυρίως λίμνες, ποταμούς, πηγές και βουνά σε οικοδομήματα από ξύλο, με 2 χώρους, τον πρώτο για τις προσευχές και για τις προσφορές και το δεύτερο για τη φύλαξη των Συμβόλων της λατρευόμενης θεότητας. Σπουδαιότατο είναι το Ιερό της Αματεράσου στην Ίζε, όπου φυλάσσεται ένας πανάρχαιος καθρέφτης, σύμβολο του ηλιακού δίσκου και γι' αυτό έμβλημα της ιαπωνικής δυναστείας. Ο αρχιερέας του ναού της Αματεράσου προέρχεται πάντα από το αριστοκρατικό γένος και ειδικά από την αυτοκρατορική οικογένεια. Οι ιερείς είναι έγγαμοι και κληροδοτούν το αξίωμά τους στους απογόνους τους. Κατά τις τελετουργίες φορούν λευκό χιτώνα και μαύρο κάλυμμα της κεφαλής. Η μουσική, ο χορός και οι πράξεις παντομίμας αποτελούν βασικά στοιχεία της Λατρείας. Οι κυριότερες Εορτές είναι της αρχής του έτους, της ικεσίας για την ευτυχία του παλατιού και η Εορτή του ρυζιού. Προσκυνήματα γίνονται, κυρίως σε ιερά βουνά.
Η συμμετοχή στις λατρευτικές πράξεις προϋποθέτει τελετουργικούς καθαρμούς. Η πειθαρχία, η αυτοκυριαρχία, η αφοσίωση στο καθήκον, η ειλικρίνεια η εμπιστοσύνη και η αυταπάρνηση συνθέτουν τον ηθικό κώδικα των Σαμουράι, της αριστοκρατικής τάξης της Ιαπωνίας. Αυτές οι ηθικές αρχές τονίζουν τον ενδοκοσμικό χαρακτήρα του Σιντοϊσμού.
Ιστορική διαδρομή. Ο Σιντοϊσμός περιέλαβε βαθμιαία όλες τις αυτόχθονες θρησκευτικές ιδέες και τελετουργικές πράξεις, που ίσχυαν στην Ιαπωνία ως την εισαγωγή του Βουδδισμού σ' αυτή τη χώρα (552 μ.Χ.). Από τότε ο Σιντοϊσμός ήταν υποχρεωμένος να αντιπαρατεθεί και να συμβιώσει με τον Βουδδισμό, τον Ταοϊσμό, τον Κομφουκιανισμό και τον Χριστιανισμό. Κατά τον περασμένο αιώνα η επίσημη ιαπωνική πολιτική στράφηκε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον Σιντοϊσμό, για να διασφαλίσει την κρατική ενότητα με την προοπτική ενός εθνικιστικού προγραμματισμού. Το 1871 ορίστηκε με νόμο η υποχρέωση κάθε πολίτη της Ιαπωνίας να ανήκει σε μια από τις σιντοϊστικές κοινότητες. Αυτό έγινε παρά τις αντιδράσεις των Βουδδιστών και τις πιέσεις από το εξωτερικό για θρησκευτική ελευθερία. Ο έλεγχος του κράτους στα θρησκευτικά πράγματα καταργήθηκε το 1945 με την ήττα της Ιαπωνίας στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε ματαιώθηκαν όλα τα εθνικιστικά προγράμματα. Σήμερα ο Σιντοϊσμός αριθμεί περίπου 100 εκατομμύρια οπαδούς, με 80 αιρέσεις, 80.000 κοινότητες με Ιερά και 20.000 ιερείς.
Ε.Ν. ΡΟΥΣΣΟΣ
(Οι Θρησκείες, Εκδοτική Αθηνων)