Του Αββά Δανιήλ.
α. Έλεγαν για τον Αββά Δανιήλ, ότι, όταν ήλθαν οι βάρβαροι σε Σκήτη, έφυγαν οι πατέρες. Και λέγει ο γέρων : «Αν δεν φροντίζη για μένα ο Θεός, γιατί και να ζώ;». Και πέρασε ανάμεσα στους βαρβάρους και δεν τον είδαν. Λέγει τότε στον εαυτό του : «Να, φρόντισε για μένα ο Θεός και δεν πέθανα. Κάμε λοιπόν και συ το ανθρώπινο και φύγε σαν τους πατέρες».
β. Ένας αδελφός παρακάλεσε τον Αββά Δανιήλ, λέγοντας : «Δος μου μια εντολή και θα την εφαρμόσω». Και του άπαντά : «Ποτέ μη απλώσης το χέρι σου μαζί με γυναίκα σε πιάτο και φας μαζί της. Έτσι, θα καταφέρης να ξεφύγης κάπως τον δαίμονα της σαρκικής αμαρτίας».
γ. Είπε ο Αββάς Δανιήλ ότι ήταν στη Βαβυλώνα μια κόρη άρχοντος, η οποία είχε δαιμόνιο. Ο δε πατέρας της είχε κάποιον - μοναχό αγαπητό του. Και του λέγει: «Κανείς δεν μπορεί να θεραπεύση την κόρη μου, παρά οι αναχωρητές οπού ξέρω. Αλλά αν τους παρακαλέσης, δεν θα τολμήσουν να το κάμουν, εξ αιτίας της ταπεινοφροσύνης τους. Ας κάμουμε λοιπόν το εξής : Όταν έλθουν στην αγορά, υποκριθήτε ότι θέλετε να αγοράσετε απ’ αυτούς εργόχειρα. Και όταν έλθουν να πληρωθούν την τιμή τους, τους λέμε να κάμουμε προσευχή και πιστεύω ότι η κόρη μου θα θεραπεύση ». Βγήκαν λοιπόν στην αγορά και βρίσκουν εκεί ένα μαθητή των γερόντων, όπου καθόταν για να πουλήση τα εργόχειρά του. Τον πήραν λοιπόν μαζί με τα ζεμπίλια του, για να τον πληρώσουν. Και όταν έφτασε ο μονάχος στο σπίτι, πάει η δαιμονισμένη και του δίνει ένα ράπισμα. Αυτός όμως έστρεψε και το άλλο σαγόνι, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Τότε ο δαίμων, χτυπημένος από εκείνο το γεγονός, φώναξε, λέγοντας : «με βία η εντολή του Ιησού με διώχνει». Και ευθύς καθαρίστηκε η κόρη. Και σαν ήλθαν οι γέροντες, τους ανακοίνωσαν τι συνέβη. Και δόξασαν τον Θεό και είπαν: «Συμβαίνει στην υπερηφάνεια του διαβόλου να πέφτη μπροστά στην ταπείνωση της εντολής του Χριστού».
δ. Έλεγε πάλι ο Αββάς Δανιήλ, ότι όσο το σώμα ακμάζει, τόσο η ψυχή αδυνατίζει. Και όσο το σώμα αδυνατίζει, τόσο η ψυχή ακμάζει.
ε. Οδοιπορούσαν κάποτε δ Αββάς Δανιήλ και ο Αββάς Αμώης. Και λέγει ο Αββάς Αμώης : «Πότε θα καθίσουμε και εμείς στο κελλί, πάτερ ; ». Και του αποκρίνεται ο Αββάς Δανιήλ : « Ποιος μπορεί να μας απομακρύνη τον Θεό τώρα ; Ο Θεός είναι στο κελλί και επίσης ο Θεός έξω απ’ αυτό ».
στ. Διηγήθηκε ο Αββάς Δανιήλ, ότι, όταν ήταν σε Σκήτη ο Αββάς Αντώνιος, υπήρχε εκεί κάποιος μοναχός όπου έκλεβε τα σκεύη των γερόντων. Και τον πήρε ο Αββάς Αρσένιος στο κελλί του, θέλοντας και αυτόν να κερδίση και τους γέροντες να αναπαύση. Και του λέγει : «Ό,τι θέλεις, εγώ θα σου το δίνω. Μονάχα να μη κλέψης». Και του έδωσε χρυσάφι και νομίσματα και Ιματισμό και όλα όσα χρειαζόταν. Αλλά εκείνος πήγαινε πάλι και έκλεβε. Οι γέροντες λοιπόν, βλέποντας ότι δεν σταμάτησε, τον έδιωξαν. Και έλεγαν, ότι, αν βρεθή αδελφός να έχη μια αδυναμία σαν ελάττωμα, πρέπει να τον υπομένουμε. Αν όμως κλέβη και παρά τις νουθεσίες δεν κόβη τη συνήθεια του αύτη, πρέπει να τον διώχνουμε. Γιατί και την ψυχή του ζημιώνει και όλους αναστατώνει όσους ζουν εδώ.
ζ. Διηγήθηκε ο Αββάς Δανιήλ, οπού προερχόταν από τη Φαράν : «Είπε ο πατέρας μας ο Αββάς Αρσένιος για κάποιον Σκητιώτη, ότι στην έμπρακτη αρετή ήταν μεγάλος, άλλα αφελής στην πίστη. Έπεφτε λοιπόν σε σφάλματα εξ αιτίας του αδυνάτου μυαλού του. Έτσι, έλεγε : Ο άρτος όπου μεταλαμβάνουμε, δεν είναι το πραγματικό σώμα του Χρίστου άλλα το σύμβολο του. Τον άκουσαν δυο γέροντες να μιλά έτσι και ξέροντας ότι ήταν μεγάλος στην ενεργό αρετή, σκέφθηκαν ότι μιλούσε έτσι με ακακία και αφελότητα. Πηγαίνουν λοιπόν και του λέγουν : Αββά, ακούσαμε για κάποιον ότι λέγει πράγματα ανορθόδοξα. Ήγουν λέγει ότι ο άρτος όπου μεταλαμβάνουμε, δεν είναι το πραγματικό σώμα του Χριστού άλλα σύμβολο του. Τους λέγει ο γέρων : Εγώ είμαι όπου το λέγω αυτό. Και εκείνοι ζητούσαν να τον μεταπείσουν, λέγοντας : Μη μένεις σε τέτοια γνώμη, Αββά, άλλα στην ορθόδοξη παράδοση. Εμείς οι ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι αυτός ο άρτος είναι σώμα του Χριστού και αυτός ο οίνος είναι το αίμα του Χριστού αληθινά και όχι συμβολικά. Άλλα καθώς αρχικά παίρνοντας χώμα από τη γη, έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του και κανείς δε μπορεί να πη ότι δεν είναι εικόνα του θεού, έστω και αν είναι αυτό μυστήριο όπου δεν το χωρά ο νους, έτσι και ο άρτος όπου είπε γι’ αυτόν ότι είναι σώμα μου, αυτός πιστεύουμε ότι είναι πραγματικά σώμα Χριστού. Και ο γέρων λέγει : Αν δεν πειστώ με τα ίδια μου τα μάτια, δεν μπορώ να είμαι μέσα μου βέβαιος. Τότε εκείνοι του είπαν : Ας δεηθούμε στον Θεό γι’ αυτό το μυστήριο, ετούτη την εβδομάδα, και πιστεύουμε ότι ο Θεός θα μας το φανέρωση. Και ο γέρων μετά χαράς δέχθηκε τα λόγια τους. Και δεόταν στον Θεό και έλεγε : Κύριε, συ γνωρίζεις ότι δεν δυσπιστώ από κακή διάθεση. Αλλά, για να μη πλανηθώ σε αγνωσία, φανέρωσε μου, Κύριε Ιησού Χριστέ, την αλήθεια. Πήγαν και οι γέροντες στα δικά τους κελλιά και παρακαλούσαν τον Θεό και αυτοί, λέγοντας: Κύριε Ιησού Χριστέ, φανέρωσε στον γέροντα το μυστήριο αυτό, για να πιστέψη και να μη χάση τον κόπο του. Και εισάκουσε ο Θεός και τους τρεις. Σαν τελείωσε λοιπόν η εβδομάδα, ήλθαν την Κυριακή στην εκκλησία και στάθηκαν μαζί και οι τρεις, μονοί τους, σε ένα μαξιλαράκι, έχοντας στη μέση τους τον γέροντα. Και ανοίχθηκαν τα μάτια τους. Και όταν αποτέθηκε ο άρτος στην αγία τράπεζα, φαινόταν σε μόνους αυτούς τους τρεις σαν παιδί. Και καθώς άπλωσε ο πρεσβύτερος το χέρι, για να κόψη τον άρτο, ιδού Άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό έχοντας μάχαιρα και θυσίασε το παιδί και άδειασε το αίμα του στο ποτήριο. Και καθώς ο πρεσβύτερος έκοψε τον άρτο σε μικρά μέρη, έκοβε και ο Άγγελος από το παιδί μικρά μέρη. Και όταν προσήλθαν για να μεταλάβουν, δόθηκε σε μόνο τον γέροντα κρέας ματωμένο. Και βλέποντάς το, φοβήθηκε και φώναξε, λέγοντας : Πιστεύω, Κύριε, ότι ο άρτος σώμα σου είναι και το ποτήριο έχει μέσα το αίμα σου. Και ευθύς, το κρέας όπου βρισκόταν στην παλάμη του έγινε άρτος, σύμφωνα με το μυστήριο. Και μετέλαβε ευχαριστώντας τον Θεό. Και του λέγουν οι γέροντες : Ο Θεός ξέρει την ανθρώπινη φύση, ότι δεν μπορεί να τρώγη ωμά κρέατα και γι’ αυτό μετέβαλε το σώμα του σε άρτο και το αίμα του σε οίνο, για όσους με πίστη τα δέχονται. Και ευχαρίστησαν τον Θεό για τον γέροντα, όπου δεν αφέθηκε να πάνε χαμένοι οι κόποι του. Και έφυγαν και οι τρεις μετά χαράς στα κελλιά τους».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.67-70)