Στη Σιγκαπούρη άκουσα μια ιστορία που δείχνει τί υπάρχει πίσω από τον [μαντικό] πίνακα Quija. Έδινα διαλέξεις σ’ ένα σχολείο διδασκαλίας της Βίβλου. Στη συζήτησι που ακολούθησε μια ομιλία μου ένα κορίτσι μου είπε την εξής ιστορία:
Έχω λίγους μήνες που έγινα Χριστιανή. Λίγο μετά που έγινα Χριστιανή, προσκλήθηκα από τρία κορίτσια, φίλες μου, να πάρω μέρος σ’ ένα παιχνίδι. Δέχτηκα την πρόσκλησι και είδα να έχουν ένα στρογγυλό πίνακα με γράμματα και αριθμούς. Μια από τις φίλες είπε ότι θα καλούσε το πνεύμα ενός νεκρού που θα απαντούσε στις ερωτήσεις τους. Ένιωσα δυσφορία και άρχισα να προσεύχωμαι. Ένα από τα κορίτσια έβαλε τα δύο δάκτυλα του σε ένα μικρό ποτήρι στη μέση του πίνακα. Κανείς δεν απάντησε στις ερωτήσεις της.
Τότε ρώτησε:
—Υπάρχει κάτι που σε ενοχλεί;
—Ναι, ήλθε η απάντησι.
Δεν μπόρεσα να υποφέρω τα άσχημα αισθήματα και βγήκα από το δωμάτιο. Αργότερα μου είπαν τη συνέχεια. Όταν βγήκα από το δωμάτιο, οι ερωτήσεις συνεχίσθηκαν:
—Ποιος σε ενοχλεί;
Το κορίτσι που βγήκε από το δωμάτιο. Γιατί σε ενοχλεί, ρώτησε το άλλο κορίτσι.
—Γιατί ο Θεός είναι μαζί της, ήλθε η απάντησι.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η πίστι στο Χριστό και η χρήσι του πίνακα Quija είναι τελείως αντίθετα μεταξύ τους. Η δύναμι του Θεού κι εδώ νικά τη δύναμι του Σατανά» (ΚΟ, 127)
(αρχ. Ιωάννου Κωστώφ. Λαμπτήρες θρησκευτικου φθορισμού... σελ. 191-192)