η. Ο ίδιος Αββάς Δανιήλ διηγήθηκε για κάποιον άλλο γέροντα μεγάλον, οπού καθόταν στα κάτω μέρη της Αιγύπτου, ότι έλεγε με αφελότητα πώς ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού. Και πληροφόρησαν, γι’ αυτόν, τον μακάριο Κύριλλο τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας. Και έστειλε ανθρώπους σ’ αυτόν. Ξέροντας δε πώς - θαυματουργός ήταν ο γέρων και ό,τι ζητούσε από τον Θεό, του το φανέρωνε, και ότι από αφελότητα έλεγε εκείνα τα λόγια, χρησιμοποίησε ανάλογο τέχνασμα, λέγοντας : « Αββά, σε παρακαλώ, επειδή ο λογισμός μου λέγει, ότι ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού και άλλος λογισμός λέγει ότι όχι, άλλα άνθρωπος είναι αρχιερεύς του Θεού, και εγώ δεν ξέρω τι από τα δυο να διαλέξω, σου παραγγέλλω να δεηθής στον Θεό, για να σου φανέρωση την αλήθεια πάνω σ’ αυτό το ζήτημα». Ο δε γέρων, βασιζόμενος στον τρόπο της ζωής του, είπε θαρρετά : « Δος μου καιρό τριών ημερών και εγώ ρωτώ τον Θεό γι’ αυτό και θα σου ανακοινώσω τί είναι ο Μελχισεδέκ ». Πήγε λοιπόν και δεόταν στον Θεό γι’ αυτό το ζήτημα. Και έρχεται μετά τρεις μέρες και λέγει στον μακάριο Κύριλλο, ότι άνθρωπος είναι ο Μελχισεδέκ. Και του είπε ο Αρχιεπίσκοπος : « Πώς το ξέρεις, Αββά ; ». Και εκείνος του αποκρίνεται : « Ο Θεός μου φανέρωσε όλους τους πατριάρχες, έναν - ένα να περνά μπροστά μου, από τον Αδάμ έως τον Μελχισεδέκ. Και ο Άγγελος Κυρίου μου είπε, ότι αυτός είναι ο Μελχισεδέκ. Έχε λοιπόν τη βεβαιότητα ότι έτσι είναι». Φεύγοντας δε κήρυττε μόνος του ότι άνθρωπος είναι ο Μελχισεδέκ. Και χάρηκε πολύ ο μακάριος Κύριλλος.
Του Αββά Διοσκόρου
α. Διηγήθηκαν για τον Αββά Διόσκορο της Ναχιάστεως, ότι το ψωμί του κριθαρένιο ήταν και από φακή. Και κάθε έτος, έβαζε αρχή ενός τρόπου ζωής, λέγοντας : «Δεν συναντώ κανέναν αυτή τη χρονιά » ή « δεν μιλώ » ή « δεν τρώγω μαγειρευτό φαΐ » ή « δεν τρώγω φρούτο ή λαχανικό ». Και σε κάθε υπόσχεσή του, έτσι έκανε. Και τελειώνοντας το ένα, επιχειρούσε το άλλο. Και αυτό έκανε κάθε έτος.
β. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Ποιμένα : « Οι λογισμοί μου με ταράζουν, σπρώχνοντάς με να παραμερίσω τίς αμαρτίες μου και να προσέχω στις ελλείψεις του αδελφού μου ». Και του λέγει ο γέρων για τον Αββά Διόσκορο, ότι έκλαιγε μέσα στο κελλί του, ο δε μαθητής του καθόταν σε άλλο κελλί. Όταν λοιπόν πήγε στον γέροντα, τον βρήκε να κλαίη και του είπε : « Τί κλαις, πάτερ ; ». Και ο γέρων του αποκρίθηκε : «Τίς αμαρτίες μου κλαίω ». Του λέγει λοιπόν ο μαθητής του : « Δεν έχεις αμαρτίες, πάτερ ». Και ο γέρων του άπαντά : «Μάθε, τέκνο μου, ότι, αν αφήσω τον εαυτό μου να δη τις αμαρτίες μου, δεν αρκούν άλλοι τρεις η τέσσερις για να τις κλάψουν ».
γ. Είπε ο Αββάς Διόσκορος : «Αν φορέσουμε το ουράνιο ένδυμά μας, δεν θα βρεθούμε γυμνοί. Άλλα αν βρεθούμε να μη φορούμε το ένδυμα εκείνο, τί θα κάμουμε, αδελφοί ; Θα πρέπει τότε να ακούσουμε και εμείς τη φωνή εκείνη όπου λέγει : Βγάλε τον στο σκότος το εξώτερο• εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. Λοιπόν, αδελφοί, μεγάλη ντροπή για μας θα είναι, ενώ φορούμε τόσο καιρό το σχήμα αυτό, να βρεθούμε κατόπιν, στην ώρα της ανάγκης, χωρίς ένδυμα γάμου. Ω, τί μεταμέλεια θα είναι τότε για μας ! Ω, τι σκοτάδι θα μας κάλυψη μπροστά στους πατέρες και αδελφούς μας, όπου θα μας βλέπουν να μας τιμωρούν οι ’Άγγελοι της τιμωρίας ! ».
Του Αββά Δουλά
α. Είπε ο Αββάς Δούλας : « Αν ο εχθρός μας εξωθή να παρατήσουμε τον ησυχαστικό τρόπο ζωής, ας μη τον ακούσουμε. Γιατί τίποτε δε είναι όμοιο με την ησυχία και τη νηστεία σε βοήθειά μας εναντίον του. Επειδή αυτά τα δυο κάνουν να γίνεται δυνατότερη η εσωτερική όραση ».
β. Είπε πάλι : « Κόβε τις σχέσεις με τους πολλούς, μήπως δοθούν ευκαιρίες στον πειρασμό και σου ταράξη τον νου».
Του αγίου Επιφανίου,
επισκόπου Κύπρου
α. Διηγήθηκε ο άγιος Επιφάνιος, ο επίσκοπος Κύπρου, ότι τον καιρό του μακαρίου Αντωνίου του μεγάλου, κουρούνες πετώντας γύρω από το ιερό του Σέραπη, έκρωζαν ακατάπαυστα : Κράς, κράς. Πήγαν λοιπόν οι ειδωλολάτρες στον μακάριο Αθανάσιο και του φώναξαν : « Κακόγερε, πες μας τί κρώζουν οι κουρούνες; » . Και τους αποκρίθηκε και είπε : « Οι κουρούνες κρώζουν : Κράς, κράς. Και κράς, στη γλώσσα των Αυσωνίων, σημαίνει : Αύριο ». Και πρόσδεσε : « Αύριο θα δήτε τη δόξα του Θεού ». Και κατόπιν αναγγέλθηκε ο θάνατος του βασιλέως Ιουλιανού. Και σαν συνέβη αυτό, έτρεξαν όλοι μαζί και κατηγορούσαν τον Σέραπη, φωνάζοντας : « Αν δεν τον ήθελες αυτόν, γιατί έπαιρνες τα δικά του; ».
β. Ο ίδιος διηγήθηκε, ότι ζούσε στην Αλεξάνδρεια ένας ηνίοχος, όπου τη μητέρα του την έλεγαν Μαρία. Αυτός, σε κάτι ιπποδρομίες, έπεσε χάμω. Ύστερα όμως σηκώθηκε, ξεπέρασε τον αίτιο της πτώσεώς του και νίκησε. Και το πλήθος φώναξε δυνατά : « Ο γυιός της Μαρίας έπεσε, σηκώθηκε και νίκησε ». Αυτή η κραυγή ενώ ακόμη ακουόταν, διαδόθηκε στο πλήθος η είδηση για το ιερό του Σέραπη, ότι ο μεγάλος Θεόφιλος ανέβηκε εκεί, κατέστρεψε το είδωλο του Σέραπη και έγινε κύριος του ναού.
γ. Ανεκοίνωσε στον μακάριο Επιφάνιο, τον επίσκοπο Κύπρου, ο Αββάς της Μονής όπου ο άγιος είχε στην Παλαιστίνη : « Με τις ευχές σου, δεν αμελήσαμε τον κανόνα μας, άλλα με ζήλο και την πρώτη και την τρίτη και την έκτη και την ενάτη ώρα, καθώς και το λυχνικό επιτελούμε». Αλλά αυτός, μη ικανοποιημένος, τους κάκισε, λέγοντας : « Είναι φανερό ότι αμελείτε τις άλλες ώρες της μέρας, σταματώντας την προσευχή. Γιατί ο αληθινός μοναχός πρέπει ακατάπαυστα να έχη την προσευχή και την ψαλμωδία στην καρδιά του ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.70-74)