Έγιναν και οι καρδιές σιδερένιες...
Επειδή οι ανθρώπινες ευκολίες ξεπέρασαν τα όρια, έγιναν δυσκολίες. Πλήθυναν οι μηχανές, πλήθυνε ο περισπασμός, έκαναν και τον άνθρωπο μηχανή, και τώρα οι μηχανές και τα σίδερα κάνουν κουμάντο και τον άνθρωπο. Γι' αυτό έγιναν και οι καρδιές των ανθρώπων σιδερένιες. Με όλα αυτά τα μέσα που υπάρχουν, δεν καλλιεργείται η συνείδηση των ανθρώπων. Παλιότερα οι άνθρωποι δούλευαν με τα ζώα και ήταν σπλαγχνικοί. Αν φόρτωνες το ζώο λίγο περισσότερο και το κακόμοιρο γονάτιζε, το λυπόσουν. Αν ήταν νηστικό και κοίταζε με παράπονο, σού ράγιζε την καρδιά. Θυμάμαι, όταν αρρώσταινε η αγελάδα μας, υποφέραμε και εμείς, γιατί την θεωρούσαμε μέλος της οικογενείας μας. Σήμερα οι άνθρωποι έχουν τα σίδερα και έχουν καρδιές σιδερένιες. Έσπασε ένα σίδερο; οξυγονοκόλληση. Χάλασε το αυτοκίνητο; το πάνε στο γκαράζ. Αν δεν γίνεται, το πετάνε, δεν το πονάνε. Σού λέει: «Σίδερο είναι!». Δεν δουλεύει καθόλου η καρδιά. Έτσι όμως καλλιεργείται η φιλαυτία, ο εγωισμός.
Δεν σκέφτεται τον άλλον σήμερα ο άνθρωπος. Παλιά, αν έμενε το φαγητό για την άλλη μέρα, θα χαλούσε, και σκέφτονταν οι άνθρωποι και κανέναν φτωχό. «Προκειμένου να χαλάση, έλεγαν, ας το δώσω στον φτωχό». Ένας που είχε πνευματική κατάσταση έλεγε: «Να φάη πρώτα ο φτωχός και ύστερα εγώ». Τώρα το βάζουν στο ψυγείο και δεν θυμούνται τον άλλον που έχει ανάγκη. Θυμάμαι, όταν είχαμε καλή σοδειά από λαχανικά κ.λπ., δίναμε και στους γείτονές μας, τα μοιράζαμε. Τί να τα κάναμε τόσα; Έπειτα θα χαλούσαν κιόλας. Τώρα έχουν τα ψυγεία. «Γιατί να δώσουμε στους άλλους; σού λέει. Τα βάζουμε στο ψυγείο και τάχουμε για μας». Αφησε που τόννους ολόκληρους πετούν ή θάβουν στην χωματερή και εκατομμύρια άνθρωποι αλλού πεινούν.
Παλάβωσαν οι άνθρωποι με τις μηχανές
Δεν έχουν τελειωμό τα σύγχρονα μέσα. Τρέχουν πιο πολύ από τον νού του ανθρώπου, γιατί βοηθάει και ο διάβολος. Παλιά οι άνθρωποι που δεν είχαν αυτά τα μέσα, τηλέφωνα, φάξ, μηχανήματα ένα σωρό , είχαν την γαλήνη του, την απλότητά τους.
- Χαίρονταν, Γέροντα, την ζωή τους!
- Ναί, τώρα παλάβωσαν οι άνθρωποι με τις μηχανές! Βασανίζονται από τις πολλές ευκολίες, τους πνίγει το άγχος. Θυμάμαι, οι Βεδουΐνοι, τότε που ήμουν στο
Σινά , πόσο χαρούμενοι ήταν. Είχαν μία σκηνή και ζούσαν απλά. Δεν μπορούσαν να ζήσουν στην Αλεξάνδρεια ή στο Κάιρο, αναπαύονταν στην ερημιά μέσα στις σκηνές. Λίγο τσάι αν είχαν, ήταν όλο χαρά και δοξολογούσαν τον Θεό. Αλλά τώρα με τον πολιτισμό άρχισαν και αυτοί να ξεχνούν τον Θεό. Μπήκαν και αυτοί στο ευρωπαϊκό πνεύμα! Τους εφτίαξαν οι Εβραίοι πρώτα καλύβια. Μετά τους πούλησαν όλα τα παλιά αυτοκίνητά του Ισραήλ . Έ, τους Εβραίους! Κάθε Βεδουΐνος είναι τώρα με ένα καλύβι και ένα χαλασμένο αυτοκίνητο απ' έξω, και έχουν και άγχος. Χαλάει το αυτοκίνητο, να παιδεύωνται να το φτιάξουν... Και αν εξετάση κανείς, τί βγάζουν από όλα αυτά; Ίσα-ίσα έχουν πονοκέφαλο.
Παλιά εφτίαχναν τουλάχιστον γερά πράγματα και κρατούσαν. Τώρα δίνεις του κόσμου τα χρήματα να πάρης κάτι και αμέσως χαλάει. Όποτε τα εργοστάσια δωσ' του βγάζουν νέα πράγματα και μαζεύουν τα χρήματα του κόσμου. Σκοτώνονται στην δουλειά οι άλλοι, για να τα βγάλουν πέρα. Τα μηχανήματα είναι επιστήμη των Ευρωπαίων που ασχολούνται με τα κατσαβίδια. Πρώτα φτιάχνουν, ας υποθέσουμε, ένα καπάκι, μετά το κάνουν βιδωτό, μετά με κουμπί, πιο τέλειο, πιο τέλειο... Συνέχεια δηλαδή νέα μηχανήματα τελειότερα και ο καημένος ο κόσμος ζητάει να πάρη το τελειότερο. Δεν προλαβαίνουν να ξεχρεώσουν το πρώτο, παίρνουν δεύτερο και είναι χρεωμένοι και κουρασμένοι. Πάει και ο φτωχός να πάρη ένα αυτοκίνητο από τα πιο φθηνά. Πουλάει ό,τι έχει, τα βόδια, τα άλογα - σε λίγο, όπως πάνε, θα βάζουν τα γαϊδουράκια στην βιτρίνα και θα πληρώνουν, για να βλέπουν γαϊδουράκια! - και αγοράζει το αυτοκίνητο. Μετά του χαλάει. «Δεν υπάρχουν ανταλλακτικά», του λένε. Αναγκάζεται ο καημένος να πάρη άλλο. Να πάρη όμως τέλειο δεν μπορεί. Θα πάρη καλύτερο από το προηγούμενο και εκείνο θα πάη στην άκρη κ.ο.κ. Θέλει προσοχή! Να μην μπούμε και εμείς σ' αυτό το κανάλι, άλλη μόδα πιο τελειοποιημένη.
(Λόγοι τόμος Α, σελ. 143-146)