«ήν η μήτηρ του Ιησού εκεί» (Ιωαν. β’ 1).
Η Θεοτόκος εμφανίζεται στο πρώτο και το τελευταίο επεισόδιο της ζωής του Ιησού. Στην Κανά και τον Γολγοθά. Και τις δύο αυτές εμφανίσεις τις περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Στην Κανά, η Θεοτόκος συμμετέχει σ’ ένα χαρμόσυνο γεγονός: στο γάμο φιλικών ή συγγενικών προσώπων. Στο Γολγοθά, συμπαρίσταται στο μαρτύριο, τον εξευτελισμό και τον θάνατο του Μονογενούς της. Από τα δύο αυτά περιστατικά μπορούμε να συμπεράνωμε ότι η Θεοτόκος συμμετείχε στην κοινωνική ζωή και μάλιστα με τον τρόπο που υποδεικνύει ο απόστολος Παύλος: «Χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. ιβ' 15) .
Η συμμετοχή της Παρθένου στο μυστήριο της Ενσαρκώσεως και η σχέσις της με τον Ιησού δεν την απέκοψε από την κοινωνική ζωή. Το υπόδειγμα άλλωστε της ευρυτάτης κοινωνικότητος του Ιησού την ενεθάρρυνε να συμμετέχη και αυτή στην κοινωνική ζωή κατά ένα θετικό και ουσιαστικό τρόπο.
Στους κύκλους των ευσεβών ανθρώπων γίνεται ένα λάθος. Την ευσέβεια την συνδυάζουν με κάποια κοινωνική απομόνωσι. Νομίζουν δηλαδή, ότι η συμμετοχή στις εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής δεν συμβιβάζεται με τη συμμετοχή στις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Και αυτό, είναι μεν ορθό, όταν με τον όρο «κοινωνική ζωή» εννοούμε την «κοσμική ζωή». Η κοινωνική όμως ζωή, υπό τη συνήθη έννοια του όρου αναφέρεται στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, στη συμμετοχή σε κοινωνικές και πολιτιστικές. εκδηλώσεις του τόπου κλπ. Υπό την έννοια αυτή, η ευσέβεια όχι μόνο δεν είναι αντικοινωνική, αλλά κατ’ εξοχήν κοινωνική.
Η ευσέβεια δεν είναι μολυσματική ασθένεια, ώστε να συνεπάγεται κοινωνική «καραντίνα» για να μη μεταδοθή και στους άλλους ανθρώπους. Η ευσέβεια, αντίθετα, είναι η καλή «ζύμη», που πρέπει να μπαίνει μέσα στο κοινωνικό σύνολο, «έως ου ζυμωθή όλον», όπως είπε ο Κύριος (Ματθ. ιγ' 33). Η φυγή εκ του κόσμου (fuga mundi) είναι ιδανικό του Μοναχισμού. Αλλ’ αυτό είναι άλλο θέμα. Είναι κλήσις των ολίγων. Η κλήσις των πολλών είναι η κλήσις του Ιησού και της Θεοτόκου: Κλήσις υγιούς κοινωνικότητας.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.177 )