«Οίνον ουκ έχουσι» (Ιω. β' 3).
Γιατί η Θεοτόκος απευθύνεται στον Ιησού, όταν τελείωσε το κρασί των συνδαιτημόνων στο γαμήλιο δείπνο της Κανά; Ο Ιησούς ούτε «αρχιτρίκλινος» (= οινοχόος, Butler στ. 8) του σπιτιού ήταν ούτε οινοπώλης. Τί σημασία είχε λοιπόν η πληροφόρησις του Ιησού ότι «οίνον ουκ έχουσι»;
Εδώ φαίνεται καθαρά ότι «η Μαρία ζητεί την δια θαύματος προμήθειαν οίνου» (ΥΙ, 87). Όλα όσα Εκείνη εγνώριζε από τα τριάντα χρόνια συμβιώσεως της με τον Ιησού (και μεις δεν γνωρίζομε) την είχαν πείσει ότι ο Ιησούς μπορούσε να θαυματουργήση. Ακόμα, η πρώτη δημόσια παρουσία των μαθητών Του Ιησού ίσως να ενεθάρρυνε την Θεοτόκο να ζητήση ένα έκτακτο σημείο, το οποίο θα ενίσχυε και αυτούς: «Εβούλετο και εκείνοις (τοις μαθηταίς) χάριν καταθέσθαι», σημειώνει ο ι. Χρυσόστομος. «Η Παναγία δεν κάμνει θαύματα, αλλά τα παρακινεί» (Ε, 318).
Το γεγονός πάντως είναι ότι η Θεοτόκος το πρόβλημα της οικογένειας το κάνει δικό της και το παρουσιάζει αμέσως στον Ιησού. Αυτό που έκανε η Θεοτόκος για πρώτη φορά στο γάμο της Κανά θα το κάνη έκτοτε σ’ ολόκληρη την επίγεια ζωή της και σ' όλη την ουράνια δόξα της, μέχρι συντέλειας των αιώνων σαν Μεσίτρια (βλ. πιο κάτω).
Είναι καλό, τα προβλήματα των άλλων να τα κάνωμε δικά μας και να τα παρουσιάζωμε στον Κύριο σαν δικά μας. Η προσευχή πρέπει να είναι και μεσιτεία υπέρ των αδελφών μας. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος συνιστά: «Εύχεσθε υπέρ αλλήλων» (ε' 16) και ο απόστολος Παύλος παρακαλούσε τους παραλήπτες των Επιστολών του να προσεύχωνται γι’ αυτόν: «Αδελφοί, προσεύχεσθε περί ημών» (Α' Θεσ. ε' 25) .
Η πίστις στην αγάπη του Θεού πρέπει να ανοίγη την καρδιά του ανθρώπου. Να την κάνη ευρύχωρη και μεγάλη σαν την καρδιά του Θεού. Η καρδιά του πιστού πρέπει να χωράει πολλούς ανθρώπους μαζί με όλα τα προβλήματα τους. Ένας Άγγλος πατέρας τετραμελούς οικογενείας παρακαλούσε τον Θεό: «For us four, no more”! (= για μας τους τέσσερους• όχι για περισσότερους) ! Και όμως η προσευχή δεν μπορεί να είναι αποκλειστική. Σε μια καρδιά που «πιστεύει σε Θεό πατέρα» χωρούν όλο και περισσότεροι. «Εν τη οικία το πατρός μου μοναί (= τόπος διαμονής) πολλαί εισίν» (Ιω. ιδ΄ 2).
«τί εμοί και σοί, γύναι;» (Ίω. β' 4).
Ο Ιησούς έχει ήδη αρχίσει τη δημοσία δράσι του. Έχει ήδη καλέσει και τους πρώτους μαθητάς του. Θέλοντας να δείξη τη θετική του στάσι έναντι του γάμου, δέχεται την πρόσκλησι και συμμετέχει στο γαμήλιο δείπνο της Κανά. Εκεί συναντάται με τη Θεοτόκο. Αν και δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Κύριος άρχισε το έργο Του, ωστόσο, μέσα του έχει δημιουργηθή μια εντελώς νέα κατάστασις. Δεν ήταν πια ο υιός της Μαρίας, αλλά ο Διδάσκαλος του Ισραήλ, ο Μεσσίας και Λυτρωτής των ανθρώπων. Την ουσιαστική αυτή μεταβολή δεν ήταν δυνατόν να την είχε συνειδητοποιήση η Θεοτόκος. Ούτε ίσως την εγνώριζε. Η αφορμή να την γνωρίση δόθηκε την ίδια εκείνη βραδυά...
Η Θεοτόκος απευθύνεται στον Ιησού με τον αέρα της μητέρας. Αλλ’ Εκείνος της απαντάει με το κύρος της νέας Του θέσεως: «τι εμοί και σοι γύναι»; «Δια του γύναι δεικνύει ο Ιησούς ότι παρήλθε πλέον ο καιρός του να ασκή επ’ αυτού η Μαρία οιονδήποτε μητρικόν κύρος» (ΓΙ, 88). Είχαν πια δημιουργηθή δύο κόσμοι: Ο ένας ήταν το «εμοί» του Ιησού, η θεία του δηλαδή υιότης και το θεανδρικό του έργο στη γη. Ο άλλος κόσμος ήταν το «σοι» της Θεοτόκου, η γυναίκα δηλαδή που του έδωσε την ανθρώπινη φύσι: Η σχέσις ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους ήταν πια διαφορετική. Ο Ιησούς και για τη Θεοτόκο θα ήταν ο Διδάσκαλος και ο Λυτρωτής της. Και η Θεοτόκος για τον Ιησού θα ήταν η Κυρία, η πρώτη Γυναίκα του κόσμου και αργότερα η πρώτη θεωμένη ύπαρξις, δίπλα στο θρόνο της δόξας Του.
Ό,τι πιστεύομε για τη θέσι της Θεοτόκου έναντι του Ιησού περιλαμβάνεται μέσα στις λίγες αυτές λέξεις. Και τη θέσι αυτή την καθώρισε ο ίδιος ο Κύριος. Η Θεοτόκος δέχτηκε με απόλυτη ευγνωμοσύνη την καινούργια της θέσι. Έφυγε απ’ το προσκήνιο της ζωής και της δράσεως του Χριστού και δεν εμφανίσθηκε ξανά παρά όταν είχεν έλθη η ώρα του Ιησού που κατά την προφητεία του Συμεών ήταν και δική της ώρα. Πόσο ωραίο είναι όχι μόνο να δεχώμαστε ευχαρίστως τη θέσι που μας καθορίζει ο Χριστός στη ζωή, αλλά και να την διατηρούμε με πιστότητα και αφοσίωσι μέχρι τέλους...
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 178-181)