(Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία τόμος Β, σελ.603-626).
Η ενωτική σύνοδος Φερράρας Φλωρεντίας (1438-1439) Κανονικά κριτήρια συγκλήσεως και συγκροτήσεως της συνόδου
Η σημαντικότερη ενωτική προσπάθεια έγινε με τη επίσημη συμμετοχή των Ορθοδόξων στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Μέχρι τη σύγκληση της ενωτικής αυτής συνόδου οι ποικίλες ενωτικές πρωτοβουλίες είχαν αποδείξει, ότι δύο ήσαν οι μόνοι αποδεκτοί και από την Εκκλησία της Ανατολής τρόποι για την κίνηση της διαδικασίας προς αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας. Ο πρώτος τρόπος συνδεόταν με την ενεργοποίηση των καθιερωμένων διαδικασιών για την ορθή λειτουργία του εκκλησιαστικού θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών, στον οποίο ο πάπας ήταν ο "πρώτος μεταξύ ίσων’’ [primus inter pares]'. Ο δεύτερος τρόπος συνδεόταν με την ενεργοποίηση της συνοδικής συνειδήσεως της Εκκλησίας για τη σύγκληση μιας νέας Οικουμενικής συνόδου, η οποία θα αντιμετώπιζε όλες τις υφιστάμενες θεολογικές διαφορές των εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως. Ωστόσο, ο πρώτος τρόπος προϋπέθετε τη μονομερή από τον παπικό θρόνο απάλειψη της προσθήκης του filioque από το Σύμβολο της πίστεως και την αποστολή από τον πάπα Ρώμης προς τους πατριάρχες της Ανατολής του καθιερωμένου στις σχέσεις τους Συνοδικού η Κοινωνικού γράμματος, οπότε οι πατριάρχες της Ανατολής θα μπορούσαν να αναγράψουν στα Δίπτυχα των θρόνων τους το όνομα του πάπα για να δηλώσουν την αποδοχή του στην εκκλησιαστική κοινωνία και κατά συνεπείαν την άρση του σχίσματος. Όλες όμως οι σχετικές προτάσεις των πατριαρχών Κπόλεως ήδη από την εποχή του σχίσματος (1054) δεν είχαν γίνει αποδεκτές από τους εκάστοτε πάπες της Ρώμης, οι όποιοι είχαν εγκλωβισθεί στο πνεύμα της αντιπαραθέσεώς τους προς τον βασιλιά της Γερμανίας κατά την περίοδο του περί "περιβολής" αγώνα (ΙΑ-ΙΓ' αιώνες) και δεν μπορούσαν πλέον να επιστρέψουν στην παραδοσιακή βάση των σχέσεων των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως.
Ο δεύτερος τρόπος ήταν η σύγκληση μιας Οικουμενικής συνόδου, η οποία αποτελούσε και τη μόνιμη σχεδόν πρόταση των πατριαρχών Κπόλεως τόσο προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα, όσο και προς τον παπικό θρόνο για τη συνοδική αντιμετώπιση όλων των θεολογικών διαφορών. Εν τούτοις, ενώ ο πρώτος τρόπος μπορούσε να καταλήξει σε μία άμεση άρση του σχίσματος με την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας, ο δεύτερος τρόπος δεν ήταν βέβαιο ότι θα κατέληγε οπωσδήποτε σε συμφωνία των δύο Εκκλησιών, η οποία ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση της ενότητας.
Άλλωστε, η μετά το σχίσμα του 1054 εξέλιξη της θεωρίας του παπικού πρωτείου απέρριπτε την κανονική αρχή της υπεροχής της αυθεντίας της Οικουμενικής συνόδου έναντι της αυθεντίας οποιουδήποτε τοπικού επισκόπου της Εκκλησίας, αφού στη θεωρία του παπικού πρωτείου ο επίσκοπος Ρώμης διεκδικούσε την αυθεντία του οικουμενικού επισκόπου της όλης Εκκλησίας. Υπό το πνεύμα αυτό, οι μεν πάπες δεν θεωρούσαν αναγκαία τη σύγκληση μιας Οικουμενικής συνόδου, ενώ ο βυζαντινός αυτοκράτορας εφοβείτο τη σύγκλησή της, αφού τα κριτήρια του σώματος των επισκόπων της Ανατολής θα περιόριζαν τα πλαίσια των διπλωματικών του ελιγμών στό ζήτημα των σχέσεων Ανατολής και Δύσεως. Η κρίση του παπισμού κατά την περίοδο της "Βαβυλωνίας αιχμαλωσίας" του στην Αβινιόν (1309-1378) και οι τραγικές συνέπειες του μεγάλου παπικού σχίσματος (1378-1414) διευκόλυναν την αφύπνιση της συνοδικής συνειδήσεως της Εκκλησίας της Δύσεως, η οποία αναζητούσε την αποδυνάμωση της υπερτροφικής αυθεντίας του παπικού θεσμού και την επανένταξή του στη συνοδική λειτουργία του σώματος της Εκκλησίας. Η συνοδική αφύπνιση είχε ήδη κυριαρχήσει, όπως είδαμε, στις μεταρρυθμιστικές συνόδους της Πίζας (1409), της Κωνσταντίας (1414-1418) και της Βασιλείας (1431-1449). Η παπική αυθεντία είχε ενταχθεί στη συνοδική λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος της Δύσεως με τις αποφάσεις της συνόδου της Βασιλείας, οι όποιες δεν ήταν δυνατόν να απορριφτούν από τον εμπερίστατο πάπα Ευγένιο Δ΄. Οι εξελίξεις αυτές στη Δύση διευκόλυναν την προσέγγιση των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως στην ιδέα της συγκλήσεως μιας Οικουμενικής συνόδου για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ενότητας, αφού και στην Ανατολή είχε περιορισθεί η αυθεντία του εμπεριστάτου βυζαντινού αυτοκράτορα κατά την αντιμετώπιση ζητημάτων πίστεως. Ήταν πράγματι η κατάλληλη στιγμή για την ανάληψη πραγματικών ενωτικών πρωτοβουλιών.
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β' Παλαιολόγος, όπως και οι προκάτοχοί του, είχε στραμμένο το βλέμμα του προς τη Δύση και είχε αντιληφθεί την αφύπνιση της συνοδικής συνειδήσεως της Δύσεως, γι’ αυτό και υποστήριζε κάθε ειλικρινή προσπάθεια για την ένωση. Το παράδειγμά του ακολούθησε και ο διάδοχός του Ιωάννης Η' Παλαιολόγος ( 1425-1448), ο οποίος στράφηκε πάλιν προς τη Δύση και ζήτησε βοήθεια για τη σωτηρία της αυτοκρατορίας. Προσέφερε, όπως και οι προκάτοχοί του, ως αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως. Την ένωση όμως των Εκκλησιών επιθυμούσε πλέον για διαφορετικούς λόγους και ο πάπας Ρώμης Ευγένιος Δ' (1431-1447), αφού θα αποκτούσε ένα σημαντικό έρεισμα στον αγώνα του για την εξουδετέρωση ή τουλάχιστον για τη μετάθεση της μεταρρυθμιστικής συνόδου της Βασιλείας (1431-1449). Η δύσκολη θέση του πάπα θα μπορούσε να διευκολυνθεί σημαντικά με την υλοποίηση του σχεδίου του να μεταφέρει τη μεταρρυθμιστική σύνοδο στην Ιταλία. Οι προτάσεις του όμως προς τη μεταρρυθμιστική σύνοδο είχαν απορριφθεί, αφού ο πάπας δεν διέθετε πλέον τα αναγκαία εκκλησιαστικά η και πολιτικά ερείσματα στη Δύση. Η μόνη ελπίδα του πάπα να σωθεί από τη μεταρρυθμιστική σύνοδο ήταν πράγματι η στροφή του προς την Ανατολή, η οποία θα μπορούσε να υποστηρίξει τα κανονικά τουλάχιστον προνόμια του "πρώτου" θρόνου μεταξύ των πέντε πατριαρχικών θρόνων. Ο πάπας Ευγένιος Δ' και ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η' Παλαιολόγος ευρίσκοντο σε απελπιστική θέση και συνέδεσαν τις ελπίδες τους σε μία αμοιβαία εξυπηρέτηση των αναγκών τους. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας μπορούσε να τον υποστηρίξει με την ιδέα μιας ενωτικής συνόδου μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, η οποία θα αποδιοργάνωνε την πιεστική μεταρρυθμιστική σύνοδο της Βασιλείας, ενώ ο εμπερίστατος πάπας μπορούσε να του προσφέρει μόνο υποσχέσεις για μια μελλοντική πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη από τη Δύση στον αγώνα εναντίον των Τούρκων. Υπό το πνεύμα αυτό ανταλλάχτηκαν αλλεπάλληλες πρεσβείες του βυζαντινού αυτοκράτορα τόσο με τον πάπα Ευγένιο Δ', όσο και με την σύνοδο της Βασιλείας. Οι διαπραγματεύσεις για τη σύγκληση μιας Οικουμενικής συνόδου είχαν ήδη αρχίσει κατά την περίοδο της βασιλείας του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, αλλά κατέστησαν πυκνότερες και πιεστικότερες από την πλευρά του παπικού θρόνου μετά τη σύγκληση της μεταρρυθμιστικής συνόδου της Βασιλείας, οι αποφάσεις της οποίας επέβαλλαν την υποταγή της παπικής αυθεντίας στην αυθεντία της Οικουμενικής συνόδου .
Ο ανταγωνισμός του παπικού Θρόνου και της συνόδου της Βασιλείας για την εκπροσώπηση της Εκκλησίας της Ανατολής στις ετερόκεντρες συνοδικές τους αναζητήσεις διευκόλυνε τους εκπροσώπους της Εκκλησίας της Ανατολής να επιβάλουν τους όρους τους για μία κανονική σύγκληση και συγκρότηση της προτεινόμενης Οικουμενικής συνόδου. Το θέμα αυτό συζητήθηκε διεξοδικώς κατά τις διμερείς συναντήσεις τους τόσο με τους παπικούς αντιπροσώπους, όσο και με τους εκπροσώπους της συνόδου της Βασιλείας στην Κπόλη. Βεβαίως, η συνοδική συνείδηση της Ανατολής βρισκόταν εγγυτέρα στο πνεύμα της συνόδου της Βασιλείας, η οποία είχε ήδη διακηρύξει την υπεροχή της αυθεντίας της Οικουμενικής συνόδου έναντι του πάπα. Αλλά και ο πάπας Ευγένιος Δ' δεν επέμενε πλέον στις γνωστές ακραίες θέσεις των προκατόχων του για τη σχέση πάπα και Οικουμενικής συνόδου. Μία καθαρώς ιστορική αξιολόγηση της επιλογής των Βυζαντινών να προτιμήσουν τη συμμετοχή στην παπική σύνοδο της Φερράρας αντί στη μεταρρυθμιστική σύνοδο της Βασιλείας δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραθεωρήσει την αυστηρή προσήλωση της Ανατολής στη συνοδική παράδοση της πρώτης χιλιετίας του ιστορικού βίου της Εκκλησίας. Το δίλημμα των εκκλησιαστικών εκπροσώπων της Ανατολής συνδεόταν όχι βεβαίως με την επιλογή της μιας από τις δύο δυνατότητες, όπως εισηγούντο οι εκπρόσωποι των δύο δυτικών τάσεων, αλλά με τη συνένωση και των δύο δυτικών τάσεων στο πλαίσιο της προτεινόμενης Οικουμενικής συνόδου. Πράγματι, κατά την ορθόδοξη συνοδική παράδοση, ούτε ο πάπας χωρίς το φρόνημα της Εκκλησίας της Δύσεως, ούτε ένα μέρος των επισκόπων της Δύσεως χωρίς τον πάπα θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν το αυθεντικό φρόνημα της Εκκλησίας της Δύσεως σε μία Οικουμενική σύνοδο. Κατά τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις οι Ανατολικοί επέβαλαν τις θέσεις τους για την κανονική σύγκληση και συγκρότηση της προτεινόμενης Οικουμενικής συνόδου, ήτοι συμφώνως προς τα κανονικά κριτήρια συγκλήσεως και συγκροτήσεως των αναγνωρισμένων επτά Οικουμενικών συνόδων. Οι εκπρόσωποι του πάπα αποδέχθηκαν τους όρους αυτούς των Ανατολικών και ανέλαβαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τη συγκρότηση της συνόδου (Περί των προκαταρκτικών διαπραγματεύσεων έστω και υπό διαφορετική αξιολόγηση βλέπε J.Gill. The Council of Florence 46 κεξ ). Κατά τις διαπραγματεύσεις αυτές αντιμετωπίσθηκαν όλα σχεδόν τα σοβαρά ζητήματα για τη σύγκληση, τη συγκρότηση και τη λειτουργία της συζητουμένης συνόδου, ήτοι:
Πρώτον, έγινε παραδεκτή από τους παπικούς αντιπροσώπους και τον ίδιο τον πάπα η θεμελιώδης αρχή της συνοδικής συνειδήσεως της προσχισματικής περιόδου για την αστασίαστη υπεροχή της αυθεντίας της Οικουμενικής συνόδου έναντι της παπικής ή και οποιοσδήποτε άλλης τοπικής αυθεντίας. Η ίδια η συμφωνία για τη σύγκληση της συνόδου αποτελεί απτή απόδειξη της κοινής παραδοχής της υπερέχουσας αυθεντίας της Οικουμενικής συνόδου. Ο φιλενωτικός μητροπολίτης Νίκαιας Βησσαρίων διακήρυσσε στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ότι η παράταση της διαιρέσεως Ανατολής και Δύσεως οφείλετο κυρίως στην άρνηση της Δύσεως να δεχθεί την κρίση της Οικουμενικής συνόδου για τις υφιστάμενες θεολογικές διαφορές: "Εικότως της των Λατίνων απέστημεν κοινωνίας, μη ανεχόμενοι προς ένωσιν συνελθείν, πριν υποπεσείν Οικουμενική κρίσει το παρ’ αυτών εισαχθέν. Και διχή διετελούμεν εγκαλούντες αυτοίς το μεν της δίχα της και ημών αυτών γνώμης εισαγαγούσιν εις την κοινήν Εκκλησίαν, το δε μηδ’ ανεχομένοις συστήσασθαι Σύνοδον κατά τας αρχαίας εκείνας τας προ ημών...” (Μansi, XXXI, 898-900). Η φράση “κατά τας αρχαίας εκείνας τας προ ημών” Οικουμενικάς συνόδους επιβεβαιώνει, ότι η παλαιότερη άρνηση των παπών να συγκληθεί κανονική Οικουμενική σύνοδος για την αυθεντική απόφανση επί των θεολογικών διαφορών είχε εγκαταλειφθεί πλέον κατά την προετοιμασία και τη σύγκληση της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. Εν τούτοις, όπως η άρνηση απέρρεε από την έμφαση στη θεωρία του παπικού πρωτείου, έτσι και η επιθυμία του παπικού θρόνου για τη σύγκληση μιας Οικουμενικής συνόδου σήμαινε, όπως είδαμε, ύφεση της θεωρίας του παπικού πρωτείου και πλήρη παραδοχή της υπεροχώτερης αυθεντίας της Οικουμενικής συνόδου έναντι της αυθεντίας του πάπα. Πράγματι, κατά τη συζήτηση στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας του δικαιώματος του πάπα να εισαγάγει προσθήκες σε αποφάσεις Οικουμενικών συνόδων, το οποίο υποστήριξε περιστασιακά και με διακριτικότητα ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Ρόδου Ανδρέας Χρυσοβέργης, ο μητροπολίτης Νίκαιας Βησσαρίων απάντησε κατά τρόπο χαρακτηριστικό για την ορθόδοξη συνοδική συνείδηση: ΄΄Eιδέναι βουλόμεθα την αιδεσιμότητα υμών,ότι ταύτην ημείς την άδειαν από πάσης αφαιρούμεν εκκλησίας τε και συνόδου (= τοπικής), και αυτής της Οικουμενικής (=συνόδου). Επειδή ούν, καν οπόσα ισχύη η Ρωμαϊκή εκκλησία, ήττον όμως ισχύει Οικουμενικής συνόδου και της καθόλου Εκκλησίας, ημείς δε από πάσης Εκκλησίας τούτο αφαιρούμεν, πολλώ γε μάλλον από της Ρωμαϊκής εκκλησίας τούτ’ αφαιρήσομεν. Αφαιρούμεν δε ουκ αφ’ εαυτών, αλλά νομίζομεν τούτο τοις όροις των Πατέρων κεκωλύσθαι..." (Μansi, XXXI, 625). Η αποφυγή των εκπροσώπων της Δυτικής Εκκλησίας να απαντήσουν στον Βησσαρίωνα σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα υποδηλώνει ότι το θέμα είχε ήδη συζητηθεί και είχε αντιμετωπισθεί στις προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις με κοινή αποδοχή της υπεροχής της αυθεντίας της Οικουμενικής συνόδου έναντι της αυθεντίας του πάπα. Τούτο άλλωστε είχε ήδη γίνει αποδεκτό από τον πάπα Ευγένιο Δ' και έναντι της σύγχρονης μεταρρυθμιστικής συνόδου της Βασιλείας.
Δεύτερον, η σύγκληση της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας εξουδετέρωνε όχι μόνο τις νέες, αλλά και τις παλαιότερες διεκδικήσεις για την αποδοχή της θεωρίας του παπικού πρωτείου. Η κοινή παραδοχή της υπεροχής της αυθεντίας της Οικουμενικής συνόδου συμπαρέσυρε και τη θεωρία περί του παπικού πρωτείου, είχε δε προφανώς συμφωνηθεί να μη γίνει σχετική συζήτηση στη σύνοδο. Υπό την έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθούν οι λόγοι του μητροπολίτη Εφέσου Μάρκου του Ευγενικού στη σύνοδο για την αντίκρουση της δηλώσεως του καρδιναλίου Ιουλιανού Καισαρίνι, ότι ο επίσκοπος Ρώμης ως "άκρος αρχιερεύς" έχει το δικαίωμα "μεταποιείν το κοινόν σύμβολον". Ο μητροπολίτης Εφέσου παρατήρησε σχετικώς: "Επειδή δε και νύν εν τοις λόγοις είρηκας, την καθολικήν Εκκλησίαν και τον προεστώτα ταύτης δύνασθαι μεταποιείν το κοινόν σύμβολον, και πολλάκις άλλοτε πρότερον είρηται τούτο, δήλον δε ότι προς την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν αποβλέπων και τον άκρον αρχιερέα τούτον είρηκας, ημείς τούτο καταλιπείν ανεξέταστον, ειρημένον ούτω πολλάκις, ουκ ανεχόμεθα... Έχομεν γαρ πολλά και γενναία ειπείν εις ημέτερον δίκαιον συμβαλλόμενα. Υποπτεύομεν δε μήποτε οι περί τούτων λόγοι σκάνδαλόν τι εισενέγκωσιν..." (Μansi XXXI,684-685). Συνεπώς, ο μητροπολίτης Εφέσου δεν έκρινε αναγκαία τη συζήτηση του θέματος του πρωτείου, καίτοι ήταν έτοιμος "πολλά και γενναία ειπείν εις ημέτερον δίκαιον συμβαλλόμενα", επειδή εφοβείτο ότι υπήρχε κίνδυνος "μήποτε οι περί τούτων λόγοι σκάνδαλον τι εισενέγκωσι" στις εργασίες της συνόδου. Ωστόσο, εάν η πλευρά των Λατίνων συνέχιζε να αναφέρεται αμέσως ή εμμέσως στα διεκδικούμενα παπικά δικαιώματα (‘’ειρημένον ούτω πολλάκις ‘’), τότε και οι Ορθόδοξοι δεν θα ήταν δυνατόν να αποφύγουν την αντιπαράθεση των επιχειρημάτων τους. Η όλη συζήτηση υποδηλώνει προγενέστερη συμφωνία για την αποφυγή οποιασδήποτε προβολής ή αναιρέσεως του παπικού πρωτείου, το οποίο όμως, "ειρημένον ούτω πολλάκις" από την πλευρά των Λατίνων, δεν ήταν δυνατόν να μην προκαλεί τους Ορθοδόξους. Το ζήτημα όμως του παπικού πρωτείου ήταν βασική διαφορά μεταξύ των δύο Εκκλησιών, η οποία δεν ήταν δυνατόν να παρακαμφθεί χωρίς συζήτηση. Η διαμαρτυρία του Μάρκου Ευγενικού για την επανειλημμένη αναφορά των Λατίνων στην αυθεντία του πάπα θα ήταν αδιανόητη, αν δεν υπήρχε μία προηγούμενη συμφωνία για την κανονική θέση του πάπα ως "πρώτου μεταξύ ίσων" [ primus inter pares] στον θεσμό της Πενταρχίας των πατριαρχών. Η σιγή των Ορθοδόξων ως προς το παπικό πρωτείο ήταν προφανής συνέπεια της κοινής συμφωνίας, την οποία παραθεωρούσαν έμμεσα κατά τις συζητήσεις οι εκπρόσωποι της Δυτικής Εκκλησίας. Υπό την έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί και η απάντηση του ενωτικού μητροπολίτη Νίκαιας Βησσαρίωνα προς τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Ρόδου Ανδρέα, κατά την οποία ο Βησσαρίων δήλωσε, ότι "περί της εξουσίας της Δυτικής Εκκλησίας είχομεν πολλά λέγειν, ει μη άλλο ημίν το προκείμενον, ειδότες μεν και τα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας δίκαια και πρωτεία, ουδέν ήττον ειδότες και μέχρι πόσου αυτή τα πρωτεία"(Mansi XXXI,598 κεξ.) . Συνεπώς, επειδή ήταν "άλλο... το προκείμενον", ήτοι μόνο η προσθήκη και η θεολογική θεμελίωση της προσθήκης του filioque το ζήτημα του παπικού πρωτείου δεν είχε ενταχθεί στο θεματολόγιο της συνόδου, αφού ο παπικός θρόνος είχε ήδη ενταχθεί στα κανονικά πλαίσια του θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών. Και αυτοί ακόμη οι ενωτικοί επίσκοποι της Ανατολής αντέδρασαν στην αξίωση των Λατίνων, ότι "έξεστιν αυτώ (= πάπα) προσθείναι και έστι δίκαιον αυτού'’ με τη χαρακτηριστική δήλωση, κατά την οποία "ημείς ουκ έχομεν άδειαν παρά του βασιλέως ημών απολογήσασθαι το τυχόν, αλλ’ ιδίως ως φίλοι απολογούμεθα και λέγομεν, ότι το πρώτον ζήτημά έστιν αδικώτατον· πώς γαρ έχομεν ημείς ειπείν την εκκλησίαν Ρώμης εξουσίαν προσθείναι ή αφαιρείν άνευ των αδελφών αυτής των πατριαρχών" της Ανατολής (Μansi XXXI,1005-1008).
Τρίτον, η σφαιρική αντιμετώπιση όλων των κανονικών ζητημάτων κατά τις προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις επιβεβαιώνεται και από την
επιβολή των ορθοδόξων θέσεων ως προς τη σύγκληση και τη συγκρότηση της ιδίας της συνόδου, οι όποιες έγιναν επί τη βάσει τον κανονικού θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών, ήτοι "κατά τας αρχαίας εκείνας τας προς ημών" Οικουμενικάς συνόδους. Πράγματι, τόσο οι παπικοί Αντιπρόσωποι, όσο και ο ίδιος ο πάπας Ευγένιος Δ' αποδέχθηκαν το παραδοσιακό κριτήριο της Πενταρχίας των πατριαρχών όχι μόνο για τη σύγκληση και τη συγκρότηση της συνόδου Φερράρας -Φλωρεντίας, αλλά και για την αυθεντική εκπροσώπηση στη σύνοδο του καθ’ όλου φρονήματος κάθε πατριαρχικής δικαιοδοσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ορθόδοξοι κατά τις προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις έθεσαν στους παπικούς αντιπροσώπους το ζήτημα της αυθεντικής εκπροσωπήσεως του φρονήματος της όλης Εκκλησίας της Δύσεως και όχι μόνο του παπικού θρόνου, επέβαλαν δε ως όρο sine qua non τη συμμετοχή στην προετοιμαζόμενη σύνοδο και όλων των μελών ("Συνοδικών") της μεταρρυθμιστικής συνόδου της Βασιλείας. Οι παπικοί αντιπρόσωποι αποδέχθηκαν τον όρο αυτό, ο δε πάπας αποφάσισε τη μεταφορά της συνόδου της Βασιλείας στη Φερράρα για να ικανοποιηθεί η αξίωση των Ανατολικών. Πράγματι, η απροθυμία των "Συνοδικών" της Βασιλείας να δεχθούν την παπική απόφαση και η απουσία τους από τη Φερράρα κατά την άφιξη των Ορθοδόξων κατέστησαν αδύνατη την κήρυξη της ενάρξεως των εργασιών της ενωτικής συνόδου, Αφού οι Ανατολικοί επέμεναν στην αναμονή των "Συνοδικών" . Η μάταιη όμως επί μήνες αναμονή των "Συνοδικών" και η ευνόητη ένταση από την αδυναμία ενάρξεως των εργασιών της συνόδου αντιμετωπίσθηκαν με συμβιβαστικό πνεύμα από τον βυζαντινό αυτοκράτορα και τον πάπα, ο δε πάπας Ευγένιος Δ' επικαλέσθηκε τη γνωστή κανονική θέση της Ζ' Οικουμενικής συνόδου (787) για την συγκρότηση μιας Οικουμενικής συνόδου με τον σκοπό να μεταπείσει τους Ορθοδόξους.
Τέταρτον, κατά τη συνοδική παράδοση μία Οικουμενική σύνοδος έπρεπε να έχει ως "συνεργούς" μεν τον πάπα Ρώμης και τον πατριάρχη Κπόλεως, ως "συμφρονούντας" δε τους άλλους πατριάρχες της Ανατολής. Υπό το πνεύμα αυτό ο πάπας υποστήριξε ότι "ένθα ειμί εγώ μετά του βασιλέως (= του Βυζαντίου) και του πατριάρχου (= Κπόλεως), εκεί έστιν η σύνοδος άπασα των χριστιανών και μάλιστα ότι πάρεισιν οι πατριάρχαι πάντες (= Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων) και οι καρδινάλεις ημών..."(Mansi, XXXI,494). Πράγματι, έκτος από τον συμμετέχοντα πατριάρχη Κπόλεως Ιωσήφ Β', οι πατριαρχικοί θρόνοι Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων εκπροσωπήθηκαν κανονικώς από μητροπολίτες του Οικουμενικού πατριαρχείου, ήτοι τους μητροπολίτες Ηρακλείας Αντώνιο, Εφέσου Μάρκο τον Ευγενικό και Σάρδεων Διονύσιο αντίστοιχα. Η οικουμενικότητα της ενωτικής συνόδου προϋπέθετε την κανονική εκπροσώπηση και των πέντε πατριαρχικών θρόνων, η τυχόν δε απουσία ή αποχώρησή τους θα μπορούσε να δημιουργήσει θεμελιωμένη αμφισβήτηση του οικουμενικού της κύρους. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το περιστατικό, το οποίο συνέβη μετά την απόφαση για τη μεταφορά της συνόδου από τη Φερράρα στη Φλωρεντία. Από τους αντιδρώντες στη μεταφορά αυτή οι μητροπολίτες Ηρακλείας Αντώνιος και Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη τον Νομοφύλακα, έλαβαν άδεια από τον αυτοκράτορα να μεταβούν στη Βενετία για να διαπραγματευθούν την επιστροφή τους στην Κπόλη. Μετά την αναχώρησή τους πληροφορήθηκε το γεγονός ο πατριάρχης Κπόλεως, ο οποίος αξίωσε την άμεση ανάκληση των δύο μητροπολιτών με το αιτιολογικό ότι ήσαν εκπρόσωποι απόντων πατριαρχών και ότι η απουσία τους από τη σύνοδο απέκλειε τη δυνατότητα τόσο του χαρακτηρισμού της ως οικουμενικής, όσο και της καθολικής επιβολής των αποφάσεών της. Το κανονικό λοιπόν κριτήριο του θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών είχε προβληθεί κατά τις προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις ως δεσμευτικό όχι μόνο για τον παπικό θρόνο, αλλά και για την Εκκλησία της Ανατολής.
Πέμπτον, οι δογματικές αποφάσεις των επτά Οικουμενικών συνόδων και η διδασκαλία των "έγκριτων" πατέρων της Εκκλησίας τέθηκαν με κοινή συμφωνία ως απόλυτα κριτήρια για την αξιολόγηση των προβαλλομένων και από τις δύο πλευρές επιχειρημάτων στα συζητούμε να θέματα. Ο μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός ερμήνευσε τη σημασία της συμφωνίας αυτής για τα κριτήρια των συνοδικών συζητήσεων και την έννοια της επιμονής του για την ανάγνωση όλων των Όρων των Οικουμενικών συνόδων. Θεωρούσε αναγκαία την ανάγνωση αυτή, «ίνα δείξωμεν εαυτούς συμφωνούντας και επομένους εκείνοις, ου τη τάξει μόνον, αλλά και τοις φρονήμασιν. Ούτω γαρ έσται και η σύνοδος αύτη ταις προηγουμέναις εκείναις ακόλουθος... Τούτο δε αναγκαίον νομίζομεν, ου δια τα προειρημένα μόνον και ίνα προεγνωσμένον υπάρχη των Πατέρων το φρόνημα, αλλ ίνα και δια των ευχών εκείνων εις το προκείμενον έργον ευοδωθώμεν και ώσπερ επί θεμελίω τοις εκείνων λόγοις τους ημετέρους εποικοδομήσωμεν"(Mansi XXXI 512-513,517). Υπό το πνεύμα αυτό ο εκπρόσωπος της Δυτικής Εκκλησίας παρατήρησε, ότι "δια τούτο δοκεί δείν μεταξύ συντηρείσθαι, ίνα έχωμεν εν ταις παρούσαις διαλέξεσι τας μαρτυρίας των Γραφών και των άγιων Πατέρων, ούς η άγια Εκκλησία προσίεται, έπειτα τους λόγους τους κομισθησομένους, ούς ουκ έξεσται παραθήναι μήτε τω επιχειρούντι, μήτε τω αποκρινομένω"(ο.π. 720) . Πράγματι, το κριτήριο της πατερικής παραδόσεως αποτελούσε την αφετηρία ή και τον τελικό σκοπό κάθε θεολογικής συζητήσεως, αφού η τυχόν διαφωνία στην ερμηνεία ενός σημαντικού πατερικού χωρίου θα αποτελούσε την αφετηρία για την ανάπτυξη διαδοχικών θεολογικών συλλογισμών και από τις δύο πλευρές. Μάρκος ο Ευγενικός αποδοκίμασε τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, η οποία "εκύρωσε και προήνεγκε δόγμα καθ’ εαυτήν, ούτε παρά τη θεία Γραφή ρητώς κείμενον, ούτε ταις Οικουμενικαίς εγνωσμένον συνόδοις, ούτε παρά τοις εγκρίτοις των Πατέρων ημών δεδοκιμασμένον, ο και γέγονεν αίτιον του την ειρήνην λυθήναι..."(ο.π.511). Κατά τις συνεδρίες της ενωτικής συνόδου στη Φλωρεντία η επίκληση από τους Δυτικούς συγκεκριμένων "πατερικών χρήσεων" για τη θεολογική δικαίωση της προσθήκης του filioque προκάλεσε την αντίδραση του Μάρκου Ευγενικού, ο οποίος κατέδειξε τη νοθεία των πατερικών αυτών χωρίων. Η καταγγελία της νοθεύσεως των πατερικών κειμένων στρεφόταν κατά των Δυτικών, αφού υποστηρίχθηκε, ότι α) όλα τα νοθευμένα πατερικά χωρία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τη θεολογική δικαίωση της προσθήκης του filioque στο Σύμβολο της πίστεως, και β) η αυθεντική μορφή των νοθευμένων αυτών πατερικών χωρίων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαφώς για την απόκρουση κάθε θεολογικής θεμελιώσεως της προσθήκης αυτής και με τον πρόσθετο λόγο της νοθεύσεως τους από τους Λατίνους (βλέπε περισσότερα: Βλ. Ιω. Φειδά, Μεθοδολογικά προβλήματα της συνόδου Φερράρας Φλωρεντίας, 55-69).
β'. Προβλήματα συνθέσεως και μεθόδου εργασιών της συνόδου στη Φερράρα
Η ρητή κατοχύρωση του σεβασμού και από τις δύο πλευρές προς τα ανωτέρω κριτήρια είχε κριθή αναγκαία από τους Ορθοδόξους κατά τις διπλές συζητήσεις στην Κπόλη τόσο με τους παπικούς αντιπροσώπους, όσο και με τους εκπροσώπους της συνόδου της Βασιλείας. Η ευχέρεια των Ορθοδόξων να επιβάλουν τα αυστηρά κανονικά κριτήρια της καθιερωμένης από τις επτά Οικουμενικές συνόδους συνοδικής παραδόσεως λειτουργούσε συγχρόνως δεσμευτικά και για τις επιλογές τους, αφού δεν είχαν την κανονική ευχέρεια να επιλέξουν τη συμμετοχή τους στη σύνοδο της Βασιλείας χωρίς τη συμμετοχή σε αυτήν του πάπα Ρώμης, ως του κανονικού πατριάρχη της Δύσεως. Βεβαίως, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' Παλαιολόγος δεν αντιμετώπιζε το θέμα με ανάλογες κανονικές ευαισθησίες, αλλά δεν είχε και τη δυνατότητα να επιβάλει στον πατριάρχη Κπόλεως ή στους ορθόδοξους Ιεράρχες τις πολιτικές του προσδοκίες. Άλλωστε, ο ικανότατος παπικός αντιπρόσωπος Χριστόφορος Καραντόνι είχε κατορθώσει να πείσει τον αυτοκράτορα αφενός μεν ότι μπορούσε να ελπίζει σε αμεσότερη βοήθεια από τον πάπα παρά από τη σύνοδο της Βασιλείας, αφετέρου δε ότι τα προβλήματα της Εκκλησίας της Δύσεως είχαν ήδη διευθετηθεί. Υπό το πνεύμα αυτό ο αυτοκράτορας, παρά τη αντίθετη υπόδειξη των απεσταλμένων της συνόδου της Βασιλείας και του πατέρα του Μανουήλ Β’, ο οποίος είχε ήδη καρεί μοναχός υπό το όνομα Ματθαίος, ότι δηλαδή τίποτα θετικό δεν θα προερχόταν από την πρωτοβουλία αυτή, αποφάσισε να επωμισθεί το βάρος της ευθύνης. Οι αντιρρήσεις των ανθενωτικών δεν μετέπειθαν βεβαίως τον αυτοκράτορα, αλλά και αυτός ακόμη ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Γεώργιος Πλήθων ή Γεμιστός είχε προείπει στον αυτοκράτορα ότι η συμμετοχή του στην ενωτική σύνοδο ενέκρυπτε πολλούς κινδύνους και ότι θα μεταβαλλόταν τελικώς σε "κατάκρισιν" της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο πατριάρχης Ιωσήφ Β' (1416-1439) είχε επίσης διατυπώσει σοβαρές επιφυλάξεις, αλλά τελικώς υποχώρησε προ της προβολής της εθνικής ανάγκης.
Ο αυτοκράτορας θα προΐστατο της ορθόδοξης αντιπροσωπίας, της οποίας αξιολογότερα μέλη ήσαν ο πατριάρχης Ιωσήφ Β', οι εκπροσωπούντες τα πατριαρχεία της Ανατολής μητροπολίτες Ηρακλείας Αντώνιος, Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός και Σάρδεων Διονύσιος αντίστοιχα, ο μητροπολίτης Νίκαιας Βησσαρίων, ο έλληνας μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος, ο μητροπολίτης Μονεμβασίας Δωρόθεος, ο οποίος μάλιστα ορίσθηκε και εκπρόσωπος του πατριαρχείου Ιεροσολύμων μετά το θάνατο του Σάρδεων Διονυσίου, εκπρόσωποι των εκκλησιών Τραπεζούντος, Ιβηρίας και Μολδοβλαχίας, ο μετέπειτα πατριάρχης Γεώργιος Σχολάριος, ο αδελφός του αυτοκράτορα Δημήτριος, ο φιλόσοφος Γεώργιος Πλήθων ή Γεμιστός και άλλοι. Η πολυμελής αυτή αντιπροσωπεία μετέβη τελικώς στη Φερράρα εν γνώσει της παρατεινόμενης εκκλησιαστικής διασπάσεως στη Δύση, αφού παράλληλα προς τα ενετικά πλοία, τα οποία ανέμεναν να παραλάβουν την ορθόδοξη αντιπροσωπεία, κατέφθασαν και τα αποσταλέντα από τη μεταρρυθμιστική σύνοδο της Βασιλείας. Η αναχώρηση έγινε από την Κπόλη στις 27 Νοεμβρίου 1437, η δε αντιπροσωπία έφθασε την 8 Φεβρουάριου 1438 στη Βενετία και τέλεσε τη θ. λειτουργία στον ναό του αγίου Μάρκου, πριν μεταβεί στη Φερράρα. Κατά την επίσημη υποδοχή ο πάπας Ευγένιος Δ' αξίωσε από τον πατριάρχη Κπόλεως και τους ορθοδόξους επισκόπους να δεχθούν το λατινικό έθιμο και να ασπασθούν το πόδι του, αλλά ο πατριάρχης απέκρουσε κατηγορηματικώς την παπική αυτή αξίωση και απείλησε με αποχώρηση. Αντί της παπικής αξιώσεως προέτεινε τον αδελφικό ασπασμό, "εί δε τούτο ουκ αποδέχεται, παραιτούμαι πάντα και υποστρέφω"(Σιλβέστρου Συροπούλου…) . Η δυσφορία των μελών της αντιπροσωπείας ήταν πρόδηλη και μεγάλος ο κίνδυνος ματαιώσεως της συμμετοχής των Ορθοδόξων, γι’ αυτό και ο πάπας Ευγένιος Δ', φοβούμενος και την παρέμβαση της συνόδου της Βασιλείας, υποχώρησε. Κατά την έναρξη των εργασιών δημιουργήθηκαν νέα ζητήματα μεταξύ του πάπα και του αυτοκράτορα ως προς τα δικαιώματα τους στο υπερυψωμένο κάθισμα, το οποίο είχε τοποθετηθεί στο μέσον του ναού του αγίου Γεωργίου μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων. Αναζητήθηκε και πάλι μία συμβιβαστική λύση. Ο μεν πάπας κάθισε με τους Λατίνους στο δεξιό μέρος του ναού, ο δε αυτοκράτορας και ο πατριάρχης στο αριστερό με τους Ορθοδόξους. Στο μέσον, προφανώς κατά πρόταση των Ορθοδόξων, τέθηκε το ιερό ευαγγέλιο, συμφώνως και προς την παράδοση των Οικουμενικών συνόδων. Ωστόσο, προκλήθηκαν και άλλες αντεγκλήσεις από την αξίωση του πάπα να καθίσει και στη νέα του θέση σε υψηλότερο και πολυτελέστερο θρόνο, όπως επίσης και από την πρότασή του να τοποθετηθεί κενός ο θρόνος του γερμανού αυτοκράτορα.
Η έναρξη των εργασιών είχε προγραμματισθεί για τις 9 Απριλίου 1438, αλλά στη σύνοδο δεν παρίσταντο ούτε οι ηγεμόνες της Δύσεως, οι όποιοι ενδιέφεραν κυρίως τον βυζαντινό αυτοκράτορα, ούτε τα μέλη της συνόδου της Βασιλείας, όπως είχε υποσχεθεί ο πάπας. Αποφασίσθηκε η τετράμηνη αναμονή τους, κατά το διάστημα δε αυτό θα διεξήγοντο απλώς ανεπίσημες θεολογικές συζητήσεις μεταξύ Λατίνων και Ορθοδόξων. Κυριότεροι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων ορίσθηκαν από τον αυτοκράτορα οι μητροπολίτες Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός και Νίκαιας Βησσαρίων. Κατά τη μακρά αυτή περίοδο των προκαταρκτικών συζητήσεων και της αναμονής των "Συνοδικών" της Βασιλείας ανέκυψαν και αλλά ζητήματα, τα οποία αύξησαν τη δυσφορία των Ορθοδόξων. Το ζήτημα της συντηρήσεως της ορθοδόξου αντιπροσωπείας είχε μεν λυθεί κατά κάποιο τρόπο με την παραχώρηση από τον πάπα ενός ημερησίου χρηματικού ποσού, αλλά η απόδοσή του συνήθως καθυστερούσε λόγω και των γνωστών οικονομικών δυσχερειών του παπικού θρόνου. Ερμηνεύθηκε όμως ως εκβιασμός. Το ζήτημα επίσης της λατρευτικής ζωής της ορθοδόξου αντιπροσωπείας δεν είχε διευθετηθεί. Ο πατριάρχης Ιωσήφ ζήτησε την παραχώρηση ιδιαίτερου ναού για την τέλεση της θείας λειτουργίας από τους Ορθοδόξους, αλλά ο πάπας παρέπεμψε τον πατριάρχη στον επίσκοπο της πόλεως, ο οποίος αρνήθηκε έμμεσα την ικανοποίηση του αιτήματος των Ορθοδόξων. Περί τα μέσα του Αυγούστου κατέφθασε στη Φερράρα και ο έλληνας μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος, συνοδευόμενος από πολυμελή αντιπροσωπεία. Ένα εξάμηνο περίπου μετά την άφιξη της ορθοδόξου αντιπροσωπείας στη Φερράρα άρχισαν οι επίσημες συζητήσεις, χωρίς να αφιχθούν οι προσκληθέντες ηγεμόνες και οι αναμενόμενοι "Συνοδικοί" της Βασιλείας. Κατά τις προκαταρκτικές συζητήσεις είχε διαπιστωθεί η δυσχέρεια συμφωνίας και επί των εκκλησιαστικών καινοτομιών, οι όποιες είχαν εισαχθεί στη Δύση μετά το μέγα σχίσμα (1054).
Η κοινή συμφωνία για την κανονική συγκρότηση της ενωτικής συνόδου ως μιας συνέχειας των επτά Οικουμενικών συνόδων δεν αμφισβητήθηκε, αλλά και ο ιδιαίτερος σκοπός της συγκλήσεώς της προσδιόρισε τον τρόπο λειτουργίας της, κατ’ ουσίαν υπήρξε μία μορφή Διασκέψεως (negotio) των δύο διαφωνουσών πλευρών και λειτούργησε ως αντιπαράθεση (contradictio) των δύο παραδόσεων. Η κάθε πλευρά επέλεξε μία ολιγομελή ομάδα από το σύνολο των εκπροσώπων της για να προβάλει ή και να αντιτάξει τα επιχειρήματά της στις απόψεις της άλλης πλευράς. Οι συζητήσεις διεξήγοντο υπό τη μορφή γραπτών η και προφορικών "διαλέξεων", οι όποιες είτε προέβαλλαν τις θέσεις της μιας πλευράς, είτε αποτελούσαν απάντηση στις θέσεις της άλλης πλευράς. Ο διάλογος μεταξύ των επιλέκτων ομάδων διεξαγόταν με την υποστήριξη μεταφραστών, ενώ ειδικευμένοι γραμματείς κρατούσαν σημειώσεις απλώς για να διευκολύνουν τις απαντήσεις. Όσοι δεν ανήκαν στις επίλεκτες ομάδες δεν μετείχαν μεν στις συζητήσεις, αλλά προσέφεραν τις υπηρεσίες τους κατά τη σύνταξη του κειμένου της εισηγητικής ή της απαντητικής "διαλέξεως ‘’ σε χωριστή συνέλευση της κάθε πλευράς. Παρά τις έντονες αντεγκλήσεις του αυτοκράτορα, του πάπα και του πατριάρχη για τη θέση, το ύψος και την ποιότητα του θρόνου τους στην αίθουσα των συνοδικών συνεδριών, οι θρόνοι τους παρέμεναν κατά κανόνα κενοί. Παρενέβαιναν μόνον όταν οι εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποί τους κατέληγαν σε αδιέξοδα με τις αντιρρητικές ή απολογητικές τους "διαλέξεις", οι όποιες προκαλούσαν τη δυσφορία όχι μόνο των μεταφραστών, αλλά και των γραμματέων ακόμη των δύο πλευρών. Συνεπώς, οι φορείς της αυθεντίας της συνόδου ευρίσκοντο έξω από την αίθουσα των εργασιών, λειτουργούσαν διασπασμένα κατά τη μεταξύ δύο συνεδριών ενδιάμεση περίοδο απλώς για να συντονίσουν τις θέσεις της κάθε πλευράς και συνεργάζοντο μόνο σε περίπτωση συγκρούσεων ή αδιεξόδου στις συνοδικές συζητήσεις.
Η μέθοδος των θεολογικών συζητήσεων είχε καθορισθεί κατά τις προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις, αφού ως κριτήριο για τη θεολογική αξιολόγηση των παραδεδομένων διαφορών είχε τεθεί η κοινή πατερική παράδοση της πρώτης χιλιετίας. Ωστόσο, η όλη μεθοδολογία της συνόδου προσδιορίσθηκε και από τον ιδιότυπο χαρακτήρα του θεματολογίου, αφού είχε προφανώς συμφωνηθεί ότι το κύριο θέμα της συνόδου θα ήταν σαφώς η άρση της διαφωνίας στο ζήτημα τόσο της "προσθήκης", όσο και της "θεολογικής θεμελιώσεως" του filioque. Και οι δύο πλευρές είχαν συγκεντρώσει το αποδεικτικό υλικό από την πατερική παράδοση για την υποστήριξη των διαφορετικών τους θέσεων, αλλά οι μεν Ανατολικοί απέδιδαν απόλυτη σημασία στην απάλειψη της "προσθήκης" του filioque από το Σύμβολο της πίστεως, οι δε Δυτικοί στη "θεολογική" θεμελίωσή της. Η πρόταξη του ζητήματος της "προσθήκης" μετά από την επίμονη αξίωση των Ανατολικών κατέστησε δυσχερή τη θέση των Δυτικών, οι οποίοι πίστευαν ότι με τη βοήθεια των διαλεκτικών συλλογισμών της σχολαστικής θεολογίας θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ευχερέστερα τη θεολογική θεμελίωση της "προσθήκης". Ωστόσο, οι Ανατολικοί αποδοκίμαζαν την "προσθήκη" ανεξάρτητα από τη δυνατότητα ή μη θεολογικής της θεμελιώσεως, γιατί θεωρούσαν την "προσθήκη" καθεαυτή ως μία σοβαρή εκκλησιολογική παρέκκλιση, με ειδικότερη μάλιστα αναφορά στην αμφισβήτηση της παπικής αυθεντίας. Υπό το πνεύμα αυτό διευκρίνισε τη θέση των ορθοδόξων Μάρκος ο Ευγενικός στην απάντησή του προς τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Ρόδου Ανδρέα: «Ουκ είπον ότι το σαφηνισθήναι το δόγμα ενώσει τας Εκκλησίας, αλλά το περιαιρεθήναι την προσθήκην, ήν, ει και αληθής έστιν, ου δυνάμεθα παραδέξασθαι, ότι ουκ έχομεν άδειαν παρά των πατέρων ή προσθείναι τω συμβόλω της πίστεως ή αφαιρείν. Και περί τούτου τον άπαντα ποιησόμεθα λόγον» (Μansi, XXXI, 517).
Η απόλυτη αυτή αξίωση των Ορθοδόξων προσδιόρισε το περιεχόμενο των συζητήσεων σε όλες τις συνοδικές συνεδρίες, οι όποιες πραγματοποιήθηκαν στη Φερράρα. Ο Μάρκος Ευγενικός έλαβε τον λόγον αμέσως μετά την ομιλία του Νίκαιας Βησσαρίωνα και αξίωσε τη μεθόδευση των εργασιών της συνόδου με τη συζήτηση επί του αιτίου, το οποίο προκάλεσε το σχίσμα (filioque), και με την ανάγνωση των Όρων των επτά Οικουμενικών συνόδων. Οι Λατίνοι αναγκάστηκαν να δεχθούν με μεγάλη δυσφορία την πρόταση αυτή. Μετά την ανάγνωση των Όρων των επτά Οικουμενικών συνόδων, από τους όποιους απουσίαζε κάθε έρεισμα για την προσθήκη του filioque, ο Μάρκος Ευγενικός αξίωσε την αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας επί τη βάσει των Όρων αυτών, με την επιστροφή των Λατίνων στην προ του σχίσματος κοινή παράδοση και με την εγκατάλειψη της καινοτομίας στο Σύμβολο της πίστεως: "Ζητούμεν τοίνυν και παρακαλούμεν εις εκείνον επανελθείν τον καιρόν, καθ’ ον ηνωμένοι όντες το αυτό πάντες ελέγομεν και ουκ ήν εν ημίν σχίσμα" (Μansi, XXXI, 511). Η επίκληση ενός χειρογράφου από τους Λατίνους, στο οποίο ο Όρος της Ζ' Οικουμενικής συνόδου είχε την προσθήκη του filioque, αποκρούστηκε από τους Ορθοδόξους ως μεταγενέστερη νοθεία του κειμένου του Όρου, αφού κατά την παρατήρηση του Γεωργίου Γεμιστού, εάν το κείμενο αυτό ήταν αυθεντικό, θα είχε ήδη χρησιμοποιηθεί προ πολλού από τους Λατίνους θεολόγους. Το τεθέν από τον Μάρκο Ευγενικό ζήτημα αναφερόταν καταρχάς στη νόθευση του αυθεντικού κειμένου του Συμβόλου της πίστεως, την καινοτομία δε αυτή καταδίκασε ο μητροπολίτης Εφέσου ως προσβάλλουσα το κύρος της Α’ Οικουμενικής συνόδου, η οποία είχε θεσπίσει το Σύμβολο. Προς θεμελίωση της θέσεώς του αυτής χρησιμοποίησε και την απαγόρευση από την Γ' Οικουμενική σύνοδο κάθε προσθήκης ή μεταβολής στο σύμβολο της Νίκαιας («μηκέτι εξείναι μηδενί μεταποιείν όλως το εν Νικαία σύμβολον»), η οποία μάλιστα επαναλήφθηκε στον κανόνα 7 της συνόδου. Προς ενίσχυση της θέσεως αυτής Μάρκος ο Ευγενικός προέβαλε το επιχείρημα, ότι η Γ' Οικουμενική σύνοδος δεν τόλμησε να παρεμβάλει ούτε τον όρο "Θεοτόκος" στο σύμβολο της Νίκαιας, καίτοι θεωρούσε αναγκαία την προβολή του καίριου για μία ορθόδοξη χριστολογία όρου αυτού. Τον όρο όμως "Θεοτόκος" χρησιμοποίησε η σύνοδος μόνο στον δογματικό Όρο της.
Η όλη λοιπόν θεολογική συζήτηση περιστράφηκε περί την αξιολόγηση της δυνατότητας "προσθηκών" με κριτήριο τους Όρους των Οικουμενικών συνόδων. Οι Δυτικοί με επικεφαλής τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Ρόδου Ανδρέα Χρυσόβεργα και τον καρδινάλιο Ιουλιανό Καισαρίνι υποστήριξαν ότι οι Γ' και Δ' Οικουμενικές σύνοδοι εισήγαγαν προσθήκες στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Ο Ιουλιανός Καισαρίνι με το επιχείρημα αυτό προσπαθούσε να αποδείξει τη δυνατότητα προσθηκών στο σύμβολο της πίστεως, αν οι προσθήκες ήσαν αληθείς ή έστω ήσαν μία απλή περαιτέρω ανάπτυξη ή και διευκρίνηση των ήδη διατυπωθεισών αληθειών. Πράγματι, ο Λατίνος καρδινάλιος με ατελεύτητες συζητήσεις προσπαθούσε να παρουσιάσει το filioque ως μία επουσιώδη προσθήκη στο Σύμβολο της πίστεως, η οποία έγινε για τη διευκρίνηση της περί εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος διδασκαλίας της Δυτικής Εκκλησίας, υποστήριζε δε ότι δεν θα έπρεπε να διεξάγονται γι’ αυτήν τόσο ευρείες θεολογικές συζητήσεις. Αντιθέτως, Μάρκος ο Ευγενικός ενέμεινε στη σοβαρότητα της γενομένης προσθήκης και αντιστρέφοντας το επιχείρημα του Λατίνου καρδιναλίου απορούσε γιατί, αν ήταν τόσο επουσιώδης η προσθήκη, οι Λατίνοι επέμεναν αμετακίνητοι σε αυτήν και παρακώλυαν για επουσιώδες ζήτημα την αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας. Κατά την περίοδο λοιπόν των συνεδριών της ενωτικής συνόδου στη Φερράρα αντιμετωπίσθηκε κυρίως το θέμα της προσθήκης του filioque στο σύμβολο της πίστεως με ιδιαίτερη έμφαση αφενός μεν στην ερμηνεία της απαγορεύσεως κάθε προσθήκης από την Γ' Οικουμενική σύνοδο και τις άλλες Οικουμενικές συνόδους, αφετέρου δε στην ερμηνεία της προσθήκης ως απλής αναπτύξεως, διασαφήσεως και ανακεφαλαιώσεως. Σημαντικότερες υπήρξαν οι θεολογικές συζητήσεις στο δεύτερο ζήτημα τόσο με την ερμηνευτική προσέγγιση σχετικών πατερικών μαρτυριών, όσο και με την θεολογική ανάπτυξη διαλεκτικών συλλογισμών. Ωστόσο, τα φαινόμενα της σκόπιμης μακρηγορίας, της άσχετης προς το θέμα περιττολογίας και των συνεχών επαναλήψεων των ιδίων επιχειρημάτων υποβίβαζαν την ποιότητα των συνοδικών διαδικασιών. Ο καρδινάλιος Ιουλιανός Καισαρίνι απέρριψε την έκκληση Μάρκου του Ευγενικού για την απάλειψη της "προσθήκης" με τη χαρακτηριστική φράση: "Εάν δέκα κεφάλαια προτείνης, μύρια μέλλω σοι απολογησάσθαι"(ο.π. 689-692) . Αυτό ήταν το πνεύμα των συζητήσεων.
Κατάργηση των συνοδικών κριτηρίων στη Φλωρεντία
Η ποιότητα των θεολογικών συζητήσεων βελτιώθηκε κατά τις συνεδρίες της συνόδου στη Φλωρεντία, αφού η προσέγγιση της θεολογίας του filioque διευκόλυνε συστηματικότερες θεολογικές αναλύσεις των θέσεων των δυο πλευρών. Η μετάθεση της συνόδου από τη Φερράρα στη Φλωρεντία οφειλόταν κυρίως στις υποσχέσεις του Κόσιμου Μεδίκου περί παροχής σεβαστού χρηματικού ποσού για τη συντήρηση της συνόδου ή και στην ελπίδα του πάπα ότι στη Φλωρεντία θα ήταν ευχερέστερη η πίεση της ορθοδόξου αντιπροσωπίας για την αποδοχή των παπικών αξιώσεων, αποφασίστηκε δε τον Ιανουάριο του 1439. Ο πάπας υποσχέθηκε στον μεν αυτοκράτορα την παροχή τριών πλοίων και δώδεκα χιλιάδων φλωρινίων για τον αγώνα του εναντίον των Τούρκων, στους δε επισκόπους την καταβολή όλων των καθυστερουμένων σιτηρεσίων, ήτοι των καθορισθέντων χρηματικών ποσών πέντε μηνών. Η αποτυχία των θεολογικών συζητήσεων, οι όποιες είχαν διεξαχθεί στη Φερράρα, καθιστούσε επιτακτική για τους Λατίνους την παράκαμψη του ειδικού θέματος της "προσθήκης" του filioque στο σύμβολο της πίστεως και τη στροφή της συζητήσεως στο ζήτημα, αν η γενόμενη προσθήκη είναι ορθή ή εσφαλμένη από δογματικής απόψεως. Ήδη όμως μεταξύ των μελών της ορθοδόξου αντιπροσωπίας είχε σχηματισθεί από τον αυτοκράτορα μία μερίδα υπό τους μητροπολίτες Νίκαιας Βησσαρίωνα και Ρωσίας Ισίδωρο, η οποία θεωρούσε άσκοπες τις ατελεύτητες θεολογικές συζητήσεις και πρότεινε την καταβολή συντόνων προσπαθειών για την επίτευξη συμφωνίας. Η μερίδα αυτή υποστηριζόταν και κατευθυνόταν συνεχώς κατά τρόπο πιεστικό από τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Οι συνεδρίες της συνόδου της Φλωρεντίας άρχισαν την 26 Φεβρουάριου 1439 στον ναό της Αγίας Μαρίας, οι δε συζητήσεις περιστράφηκαν πράγματι περί την ορθότητα και τη θεολογική δικαίωση της διδασκαλίας του filioque κυρίως μεταξύ Μάρκου του Ευγενικού και του δομινικανού μοναχού Ιωάννη Μοntenegro. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας δυσφορούσε για τη χωρίς θετικά αποτελέσματα επιμήκυνση των θεολογικών συζητήσεων, συνέστησε δε την επίσπευση της συμφωνίας με τους Λατίνους. Οι Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός και Ηρακλείας Αντώνιος παρέμειναν αμετακίνητοι στην ορθόδοξη διδασκαλία και απομονώθηκαν. Οι πρωτοβουλίες περιήλθαν πλέον στους ενωτικούς μητροπολίτες Νικαίας Βησσαρίωνα και Ρωσίας Ισίδωρο, στον προχειρισθέντα σε πρωτοσύγκελο Γρηγόριο Μελισσηνό ή Μάμμα και σε μερικούς άλλους επισκόπους, οι όποιοι εκμεταλλεύτηκαν τον γενικό πόθο επιστροφής στην Κπόλη και εργάστηκαν για την ανεύρεση συμβιβαστικών λύσεων. Άλλωστε, ο πάπας Ευγένιος Δ' με υπαινιγμούς και με τη γενικότερη συμπεριφορά του προς τους Ορθοδόξους καθιστούσε σαφές ότι δεν θα μπορούσε να γίνει κανένας λόγος περί επιστροφής πριν επιτευχθεί τελική συμφωνία για την κήρυξη της ενώσεως των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως. Ο αυτοκράτορας συγκρότησε νέα ειδική Επιτροπή από ενωτικούς κυρίως Ορθοδόξους, στην οποία συμμετείχαν οι Νίκαιας Βησσαρίων, Ρωσίας Ισίδωρος, Μυτιλήνης Δωρόθεος κ.ά. Η Επιτροπή αυτή σε αλλεπάλληλες συνεδρίες με αντιπροσώπους των Λατίνων εργάστηκε για την ανεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσεως επί των κυριοτέρων διαφορών. Στο ζήτημα του filioque δεν επιτεύχθηκε πλήρης συμφωνία, αφού οι ορθόδοξοι επέμειναν στη φράση "δι’ Υιού" και δεν δέχθηκαν τον Υιό ως "α ρ χ ή " του αγίου Πνεύματος. Ακολούθησαν την ήδη γνωστή στο Βυζάντιο θέση του Νικήτα Μαρωνείας, Νικηφόρου Βλεμμύδη και Ιωάννη Βέκκου, αλλά αρνήθηκαν διαρρήδην την προσθήκη του filioque στο Σύμβολο της πίστεως. Ο πατριάρχης Ιωσήφ, λόγω και της σοβαρής ασθενείας του, δεν μπορούσε να συμμετέχει στις τελευταίες συζητήσεις. Στις 10 Ιουνίου 1439 απέθανε και τάφηκε στο παρεκκλήσιο του ναού της Αγίας Μαρίας της Νέας.
Την επομένη του θανάτου του πατριάρχη ο πάπας Ευγένιος ανακοίνωσε στην ορθόδοξη αντιπροσωπία, αποτελούμενη από τους μητροπολίτες Ρωσίας Ισίδωρο, Νίκαιας Βησσαρίωνα και Μυτιλήνης Δωρόθεο, τα αλλά προς συζήτηση θέματα, ήτοι την προσθήκη του filioque, τις λατινικές διδασκαλίες περί του καθαρτηρίου πυρός, των αζύμων, του καθαγιασμού των τιμίων δώρων όχι κατά την επίκληση, αλλά κατά την εκφώνηση των Κυριακών λόγων (Τούτο έστι το σώμα μου) και το παπικό πρωτείο. Οι ορθόδοξοι υπό την πίεση του αυτοκράτορα αναγκάστηκαν να αναζητήσουν συμβιβαστικές λύσεις, οι δε "ενωτικοί" Ορθόδοξοι δέχθηκαν τις λατινικές διδασκαλίες τόσο περί του καθαρτηρίου πυρός, όσο και περί της αμοιβής των αγαθών ή της τιμωρίας των κακών αμέσως μετά το θάνατο, αλλά αρνήθηκαν να δεχθούν τη λατινική διδασκαλία, ότι ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων γίνεται κατά την εκφώνηση των Κυριακών λόγων και υποστήριξαν την ορθόδοξη θέση ότι τελεσιουργείται κατά την "Επίκληση ". Στο ζήτημα των αζύμων, το οποίο τόσο πολύ απασχόλησε τις θεολογικές συζητήσεις του ΙΓ' αιώνα, αφέθηκε πλήρης ελευθέρια διατηρήσεως του οικείου έθους, ενώ κάθε Εκκλησία θα διατηρούσε όλα τα άλλα εκκλησιαστικά της έθιμα. Οι υποχωρήσεις αυτές των "ενωτικών" Ορθοδόξων έγιναν μετά από επίμονη πίεση του αυτοκράτορα, ενώ οι υπόλοιποι Ορθόδοξοι αναγκάστηκαν εκ των υστέρων να δεχθούν τις συμβιβαστικές λύσεις. Παρά την αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων στα περισσότερα θέματα τελικώς δεν επήλθε πλήρης συμφωνία, αφού προκλήθηκαν και νέες οξύτατες αντιθέσεις κυρίως κατά τη συζήτηση του θέματος του παπικού πρωτείου. Ο πάπας αξίωνε να αναγνωρισθεί από τους ορθοδόξους: α) ως "άκρος αρχιερεύς και διάδοχος του Πέτρου και τοποτηρητής του Χριστού", β) ότι "κρίνει τε και ιθύνει την Καθολικήν Εκκλησίαν ως διδάσκαλος και ποιμήν", γ) ως ανώτερος των Οικουμενικών συνόδων, και δ) ως κριτής των πατριαρχών της Ανατολής. Οι ενωτικοί, όπως και οι ανθενωτικοί, απέκρουσαν την πλήρη αναγνώριση του παπικού πρωτείου, αλλά πιέσθηκαν πάλιν από τον αυτοκράτορα και τον πάπα και αναγκάστηκαν να προτείνουν μία συμβιβαστική λύση. Αποδέχθηκαν τις ανωτέρω παπικές αξιώσεις υπό τους όρους αφενός μεν ότι ο πάπας δεν θα δύναται να συγκαλεί Οικουμενική σύνοδο χωρίς συμμετοχή του βυζαντινού αυτοκράτορα και των άλλων πατριαρχών της Ανατολής, αφετέρου δε ότι το δικαίωμα του εκκλήτου θα ασκείται με την αποστολή παπικών απεσταλμένων στον πατριαρχικό θρόνο του εκκαλούντος οποιαδήποτε πατριαρχική απόφαση επισκόπου.
Ο πάπας όμως δεν αποδέχτηκε τη συμβιβαστική αυτή πρόταση και κοινοποίησε με τρεις καρδιναλίους την αξίωσή του, ήτοι "ότι θέλει έχειν πάντα τα προνόμια της Εκκλησίας αυτού και θέλει έχειν το έκκλητον και ιθύνειν και ποιμαίνειν πάσαν την Εκκλησίαν του Χριστού, ώσπερ ποιμήν των προβάτων. Προς τούτοις, ίνα έχη εξουσίαν και δύναμιν συγκροτείν σύνοδον Οικουμενικήν, ότε δεήσειε και πάντας τους πατριάρχας υπείκειν τω θελήματι αυτού" (Mansi, XXXI, 1017). Ο αυτοκράτορας, επειγόμενος να επιστρέψει στην Κπόλη, συνέστησε και νέες υποχωρήσεις, η δε οκταμελής Επιτροπή των Ορθοδόξων συνέταξε μία νέα συμβιβαστική πρόταση, με την οποία θα διαφυλάσσοντο εμμέσως τα βασικά κανονικά δίκαια των πατριαρχικών θρόνων: "Όμολογούμεν αυτόν άκρον αρχιερέα και επίτροπον και τοποτηρητήν και βικάριον του Χριστού, ποιμένα τε και διδάσκαλον πάντων χριστιανών, ιθύνειν τε και κυβερνάν την Εκκλησίαν του Θεού, σωζομένων των προνομίων και των δικαίων των πατριαρχών της Ανατολής" (ο.π. 1020). Ωστόσο, την ασαφή διατύπωση της προτάσεως αυτής ο μεν πάπας μπορούσε να ερμηνεύει κατά την επιθυμία του, οι δε Ανατολικοί επί τη βάσει της υφιστάμενης κανονικής παραδόσεως περί τα δίκαια των πατριαρχικών θρόνων. Ο πάπας δέχθηκε τη νέα πρόταση και ζήτησε την υπόδειξη των Ορθοδόξων αντιπροσώπων για τη σύνταξη του ενωτικού Όρου της συνόδου, ο οποίος θα υπογραφόταν κατά την εορτή των αποστόλων Πέτρου και Παύλου (29 Ιουν. 1439). Ο "Όρος" συντάχθηκε από μία μικτή Επιτροπή Ορθοδόξων και Λατίνων, επιδόθηκε δε στον πάπα στις 5 Ιουλίου 1439. Βεβαίως, κατά τη σύνταξη του "Όρου" προέκυψαν και νέα ζητήματα, αφού ο πάπας επιθυμούσε να τεθεί στην αρχή του "Όρου" μόνο το όνομά του, αλλά την αυτή αξίωση είχε και ο αυτοκράτορας. Τελικώς, τόσο ο πάπας, όσο και ο αυτοκράτορας υποχώρησαν, αφού έγινε δεκτό και από τις δύο πλευρές να τεθεί μετά το όνομα του πάπα η φράση "συναινούντος του γαληνοτάτου βασιλέως, των πατριαρχών και λοιπών αντιπροσώπων της Ανατολικής Εκκλησίας".
Οξύτερες αντιθέσεις προκάλεσε το αναφερόμενο στο παπικό πρωτείο και στα δίκαια των πατριαρχών της Ανατολής κείμενο, το οποίο με αμοιβαίες υποχωρήσεις διατυπώθηκε και εντάχτηκε στον "Όρο". Το κείμενο αυτό εκφράζει την αγωνία και αυτών ακόμη των "ενωτικών" Ανατολικών να περιορίσουν με την ασαφή φραστική διατύπωση την παπική αξίωση για την πλήρη αναγνώριση του παπικού πρωτείου. Υπό την έννοια αυτή πρέπει να κατανοηθεί και η φράση, ότι το παπικό πρωτείο αναγνωρίζεται, "καθ’ ον τρόπον και εν τοις πρακτικοίς των Οικουμενικών συνόδων και εν τοίς ιεροίς κανόσι διαλαμβάνεται (" quemadmodum et [iam] in gestis occumenicorum conciliorum et in sacris canonibus continetur"). Πράγματι, αποτελούσε μία σαφή επιφύλαξη έναντι κάθε περαιτέρω παραχωρήσεως προς τον πάπα Ρώμης, ο οποίος κατατασσόταν έμμεσα ως ο πρώτος μεταξύ των πέντε πατριαρχών, γι’ αυτό και στη συνέχεια του κειμένου τονίζεται η τάξη "των λοιπών σεβασμίων πατριαρχών", όλα τα κανονικά δίκαια των οποίων αναγνωρίζοντο αναπαλλοτρίωτα και στον Όρο της συνόδου.
Ο Όρος συντάχθηκε στη λατινική και στην ελληνική, έγινε δε δεκτός από τον πάπα και τον αυτοκράτορα, ο οποίος πίεσε όλα τα μέλη της ορθοδόξου αντιπροσωπίας να τον υπογράψουν. Πρώτος υπέγραψε ο αυτοκράτορας, ενώ η θέση του αποθανόντος πατριάρχη Κπόλεως Ιωσήφ παρέμεινε κενή. Αντ’ αυτού υπέγραψε ο πρωτοσύγκελος Γρηγόριος Μελισσηνός ή Μάμμας. Τον Όρο όμως δεν υπέγραψαν ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός, ο οποίος διαφωνούσε προς το περιεχόμενό του, ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός, ο Σταυρουπόλεως Ησαΐας και οι διαφυγόντες εκπρόσωποι της Ιβηρίας. Δεν υπέγραψαν επίσης ο μεταβάς στη Βενετία αδελφός του αυτοκράτορα Δημήτριος, οι συνοδοί του Γεώργιος Πληθών ή Γεμιστός και ο Γεώργιος Σχολάριος. Η μη υπογραφή του "Όρου" από τον Μάρκο Ευγενικό και οι ασκηθείσες ποικίλες πιέσεις στούς υπογράψαντες μείωσαν την ευνόητη ικανοποίηση του πάπα Ρώμης. Τόσο στη Φερράρα, όσο και στη Φλωρεντία είχε καταστεί πρόδηλη όχι μόνο η δύναμη της προσωπικότητας Μάρκου του Ευγενικού, αλλά και το βάθος των θεολογικών του επιχειρημάτων, τα οποία εξέφραζαν την έναντι του filioque και των άλλων θεολογικών διαφορών αυθεντική θέση της ορθοδόξου παραδόσεως. Ο σθεναρός και θαρραλέος αγώνας του μητροπολίτη Εφέσου ήταν η υψίστη έκφραση της ορθοδόξου συνειδήσεως, γι’ αυτό και οι υποχωρήσεις των ενωτικών στη σύνοδο της Φλωρεντίας οφείλοντο στην επιρροή ή στην καταπίεση του αυτοκράτορα. Υπό το πνεύμα αυτό εξηγείται και το γεγονός ότι ο πάπας, όταν πληροφορήθηκε τη μη υπογραφή του "Όρου" από τον μητροπολίτη Εφέσου, δήλωσε με χαρακτηριστική πικρία: "Λοιπόν, εποιήσαμεν ουδέν". Πράγματι, στην Ανατολή είχε ήδη διαμορφωθεί μία πλούσια και αντίθετη προς τον "Όρο" παράδοση περί των θεολογικών διαφορών, οι όποιες χώριζαν την Ανατολή και τη Δύση, γι’ αυτό και το περιεχόμενο του "Όρου" θα εθεωρείτο ως μία απαράδεκτη προδοσία της ορθοδόξου πίστεως. Η απόφαση της συνόδου εκδόθηκε ως παπική βούλλα στις 6 Ιουλίου 1439 (Έυφραινέσθωσαν οι ουρανοί). Οι ανησυχίες και οι επιφυλάξεις έναντι της διακηρυχθείσης ενώσεως ήσαν έκδηλες και σε αυτούς ακόμη τους πρωταγωνιστές της. Η αξίωση του πάπα να κρίνει τον μη υπογράψαντα Μάρκο τον Ευγενικό δεν ικανοποιήθηκε από τον αυτοκράτορα, ο οποίος προέτρεψε τον μητροπολίτη Εφέσου να ομιλήσει προς τον πάπα κατά την ορθόδοξη συνείδησή του, χωρίς δηλαδή κανένα φόβο για περαιτέρω συνέπειες. Υπό το πνεύμα αυτό αποκρούστηκε απερίφραστα από τον αυτοκράτορα και μία άλλη επιθυμία του πάπα, ήτοι να υποδειχθεί από αυτόν ο διάδοχος τον αποθανόντος πατριάρχη Ιωσήφ. Ο αυτοκράτορας υποστήριξε ότι ο νέος πατριάρχης έπρεπε να εκλεγεί στην Κπόλη κατά την κανονική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η μη εμμονή του πάπα Ευγενίου στην επιβολή και των αξιώσεων του αυτών συνδέεται όχι μόνο προς τον φόβο εγέρσεως γενικότερων αντιδράσεων έναντι του "Όρου" της ενώσεως από την προβολή άμεσων στην πράξη διεκδικήσεων, αλλά και προς τις οδυνηρές για το κύρος του παπικού θρόνου συνέπειες της συνεχίσεως των εργασιών της μεταρρυθμιστικής συνόδου της Βασιλείας. Πράγματι, η σύνοδος της Βασιλείας, λίγες μόνο ημέρες προ της εκδόσεως της παπικής βούλλας για την ανακήρυξη της ενώσεως των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, είχε καθαιρέσει τον πάπα Ευγένιο Δ', πρώην Γαβριήλ (25 Ιουν. 1439), ως σιμωνιακό, επίορκο, σχισματικό, φυγόδικο, αιρετικό, απειθή στις εντολές και στα προστάγματα της Οικουμενικής Εκκλησίας, πείσμονα, παραβάτη και περιφρονητή των ιερών κανόνων και της συνόδου, καταστροφέα της ειρήνης και της ενότητας της Εκκλησίας. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε με εγκύκλια συνοδική επιστολή προς όλες τις Εκκλησίες της Δύσεως (2 Ιουλίου 1439), αλλά στην Ιταλία έγινε γνωστή μετά την υπογραφή του "Όρου" της ενώσεως. Ο πάπας Ευγένιος με βούλλα του (4 Σεπτ. 1439) απείλησε βαρείες ποινές κατά των μελών της συνόδου της Βασιλείας, η οποία θα μπορούσε να καταστρέψει το έργο της ενώσεως με τους Ορθοδόξους. Η διάδοση στη Φλωρεντία της ειδήσεως περί της καθαιρέσεως του πάπα δεν επηρέασε δυσμενώς την ήδη κηρυχθείσα ένωση, αφού τα γεγονότα είχαν ήδη συντελεσθεί και τα περισσότερα από τα ορθόδοξα μέλη της είχαν ήδη αναχωρήσει. Η κηρυχθείσα ένωση κατέστη πλέον πανίσχυρο όπλο στα χέρια τον Ευγενίου Δ' για την αποκατάσταση του κλονισμένου παπικού κύρους και για τη μείωση της επιρροής της συνόδου της Βασιλείας στη Δύση. Υπό την έννοια αυτή είναι ευεξήγητη και η μη εμμονή του πάπα στις αξιώσεις του τόσο για την κρίση του μητροπολίτη Εφέσου, όσο και για την εκλογή πατριάρχη Κπόλεως στη Φλωρεντία. Στην αξίωση όμως των Ορθοδόξων να αποσυρθούν αμέσως από την Ανατολή οι Λατίνοι επίσκοποι δόθηκε από τον πάπα μία συμβιβαστική λύση. Ο πάπας προέβαλε τις δυσχέρειες μιας άμεσης επιλύσεως του προβλήματος και προέτεινε την παράλληλη συνύπαρξη στις συγκεκριμένες επισκοπές του ορθοδόξου και του Λατίνου επισκόπου μέχρι τον θάνατο του ενός από τους δύο. Βεβαίως, οι εξοχότεροι ενωτικοί Ορθόδοξοι τιμήθηκαν από τον πάπα για τις προσφερθείσες υπηρεσίες τους προς τον παπικό θρόνο. Ο μεν Νίκαιας Βησσαρίων αμείφτηκε με ετήσια οικονομική επιχορήγηση και αργότερα με τον τίτλο τον καρδιναλίου, ο δε Ρωσίας Ισίδωρος αμείφτηκε με τον τίτλο του καρδιναλίου και με το αξίωμα του αποστολικού βικαρίου στη Ρωσία και στις άλλες βόρειες χώρες.
Εν τούτοις, οι υπογράψαντες την ένωση ορθόδοξοι επίσκοποι δεν ήσαν έτοιμοι να δεχθούν και τις άλλες συνέπειες της υπογραφής τους. Κατά τη θ. λειτουργία, η οποία τελέσθηκε από τους Ορθοδόξους σε λατινικό ναό της Βενετίας (14 Σεπτ. 1439), χρησιμοποιήθηκε ορθόδοξο αντιμήνσιο, απαγγέλθηκε το Σύμβολο της πίστεως χωρίς το filioque και δε μνημονεύθηκε το όνομα του πάπα στα Δίπτυχα. Άλλωστε, η επιστροφή της ορθόδοξης αντιπροσωπίας στην Κπόλη υπήρξε ερέθισμα για τη γενικότερη έκφραση της δυσφορίας της εκκλησιαστικής συνειδήσεως. Η ανάγνωση του "Όρου" της ενώσεως στις εκκλησίες αποδοκιμάστηκε από όλους σχεδόν τους Ορθοδόξους, η αγανάκτηση των οποίων στράφηκε κυρίως εναντίον των συναινεσάντων με την υπογραφή τους στην προδοσία της Ορθοδοξίας. Πράγματι, η ένωση δεν βρήκε την ελάχιστη απήχηση στο ορθόδοξο πλήρωμα, όσοι δε την είχαν υπογράψει αναγκάστηκαν να απολογούνται ή να αποδίδουν την υποχώρησή τους στις ασκηθείσες πιέσεις ή και να την αποκηρύττουν. Ωστόσο, στον πατριαρχικό θρόνο εκλέχτηκε με την επιμονή του αυτοκράτορα ο αποδεχθείς την ένωση μητροπολίτης Κυζίκου Μητροφάνης (1440-1443), αφού οι μεν ανθενωτικοί μητροπολίτες Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός και Ηρακλείας Αντώνιος δεν δέχθηκαν την έγγραφή τους μεταξύ των υποψηφίων, ο δε Τραπεζούντος Δωρόθεος αποκλείσθηκε ως μη δεχόμενος την ένωση. Οι προσπάθειες λοιπόν για την επιβολή της ενώσεως στην Ανατολή ήσαν εκ των προτέρων καταδικασμένες σε αποτυχία. Πράγματι, και ο ίδιος ο αυτοκράτορας όχι μόνο δεν μπορούσε να αγνοήσει την ομόθυμη αντίδραση του λαού, αλλά και απέφυγε να λάβει πιεστικά μέτρα για την επιβολή των αποφάσεων της ενωτικής συνόδου. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι και αυτή ακόμη η ενθρονιστήρια επιστολή του πατριάρχη Μητροφάνη Β' προς όλους τους επισκόπους της δικαιοδοσίας του, με την οποία ζητείτο η αναγραφή του ονόματός του στα Δίπτυχα και η αναγνώριση της ενώσεως της Φλωρεντίας, δεν βρήκε απήχηση. Αντιθέτως, η θέση των ανθενωτικών ενισχύθηκε και με τη συμπαράσταση του λαού σκληρύνθηκε. Μάρκος ο Ευγενικός απηύθυνε από τη Λήμνο την περίφημη εγκύκλια επιστολή του "τοις απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένοις ορθοδόξοις χριστιανοίς". Στην επιστολή του αυτή αφενός μεν αποδοκίμαζε την ένωση της Φλωρεντίας, αφετέρου δε μεμφόταν τους λατινόφρονες «Γραικολατίνους»(= Ουνίτες), οι όποιοι αποτελούσαν τους κινδυνωδέστερους πολεμίους της Ορθοδοξίας:
«Οι την κακήν ημάς αιχμαλωσίαν αιχμαλωτεύσαντες και προς την Βαβυλώνα των λατινικών εθών και δογμάτων θελήσαντες κατασύραι, τούτο μεν ουκ ηδυνήθησαν αγαγείν εις πέρας, αυτόθεν τε απεμφαίνον ορώντες και άλλως αδύνατον, εν μέσω δε που της οδού καταμείναντες αυτοί τε και όσοι τούτοις επηκολούθησαν, ουτ’ εκείνο λοιπόν μεμενήκασιν, ούτε τούτο γεγόνασιν. Ιεροσόλυμα μεν απολιπόντες, την ως αληθώς όρασιν της ειρήνης, και το Σιών όρος, την βεβαίαν πίστιν και άσειστον, Βαβυλώνιοι δε γενέσθαι τε και κληθήναι μήτε βουλόμενοι μήτε δυνάμενοι, και δια τούτ ΄αν δικαίως κληθέντες Γραικολατίνοι, καλούμενοι δ’ ουν υπό των πολλών Λατινόφρονες. Ούτοι τοίνυν οι μιξοθήρες άνθρωποι, κατά τους εν μύθοις ιπποκενταύρους, μετά των Λατίνων μεν ομολογούσι το εκ του Υιού το Πνεύμα το άγιον εκπορεύεσθαι και τον Υιόν αίτιον έχειν της εαυτού υπάρξεως, ούτω γαρ και ο αυτών όρος διαλαμβάνει, μεθ’ ημών δε το εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι λέγουσι. Και μετ’ εκείνων μεν θεμιτώς και ευλόγως την προσθήκην εν τω συμβόλω γεγονέναι φασί, μεθ’ ημών δε λέγειν ταύτην ου καταδέχονται, καίτοι γε το θεμιτώς και ευλόγως γενόμενον τις αν παραιτήσαιτο λέγειν; Και μετ’ εκείνων μεν το άζυμον σώμα του Χριστού λέγουσι, μεθ’ ημών δε αυτού μεταλαμβάνειν ουκ αν τολμήσαιεν. Άρ’ ουχ ικανά ταύτα την γνώμην αυτών διαδείξαι, και ότι ουκ αληθείας έρευναν ποιούμενοι τοις Λατίνοις συνήλθον, ήν εν χερσίν έχοντες προδεδώκασιν, αλλά χρυσοχοήσαι βουλόμενοι και πεπλασμένην, ουκ αληθή, συστήσασθαι ένωσιν...
Αλλ’ εί μεσότητα τινα, φησίν, επινοήσαιμεν των δογμάτων, εκείνοις τε συναφθησόμεθα δι’ αυτής, και προς ημάς αυτούς καλώς έξομεν, ουδέν αναγκαζόμενοι λέγειν παρά τα ειωθότα και παραδεδομένα. Τούτ’ εστιν εκείνο το τους πολλούς εξ αρχής απατήσαν και πείσαν ακολουθείν τοις εις το κρημνόν της δυσσεβείας απάγουσι. Πιστεύσαντες γαρ είναι τι μέσον αμφοίν των δοξών, όπερ επί τινων εναντίων συμβαίνει, προς το δεινόν ηυτομόλησαν. Αλλά λέξιν μεν ενδέχεται μέσην δύο δοξών ευρεθήναι, την αμφοτέρας σημαίνουσαν ομωνύμως, δόξαν δε μέσην εναντίων δοξών περί του αυτού πράγματος, αδύνατον. Ει δε μη, και αληθείας και ψεύδους έσται τι μέσον, και καταφάσεως και αποφάσεως. Αλλ’ουκ έστιν επί παντός γαρ ή η κατάφασις ή η απόφασις. Ει μεν ουν το λατινικόν αληθές δόγμα, το εκ του Υιού εκπορεύεσθαι, ψευδές το ημέτερον, το εκ του Πατρός μόνου. Δια τούτο γαρ αυτών εχωρίσθημεν. Ει δε το ημέτερον αληθές, ψευδές αν είη δήπου το εκείνων. Τι ούν αν είη τούτων μέσον; Ουδέν, πλήν ει μη λέξις προς άμφω τας δόξας ορώσα, καθάπερ τις κόθορνος. Αύτη ούν ημάς ενωθήναι ποιήσει; Και τι δράσωμεν, όταν αλλήλους εξετάζωμεν περί των νοημάτων και των δοξών; Ένι και αμφοτέρους ημάς προσειπείν ορθοδόξους τους ταναντία φρονούντας; Εγώ μεν ουκ οίμαι, συ δ ‘αν ειδείης, ο πάντα φύρων και πάντα ραδίως επονομάζων. Βούλει παρά του θεολόγου Γρηγορίου μαθείν, οία περί της μεσότητος γράφει; "Η προς πάντας ορώσα τους παριόντας εικών, ο των αμφοτέρων ποδών κόθορνος, η κατά πάντα άνεμον λίκμησις, εξουσίαν λαβούσα την νεόγραφον κακουργίαν και την κατά της αληθείας επίνοιαν. Το γαρ όμοιον κατά τας Γραφάς της ευσεβείας πρόσχημα ήν τω χαλκώ της ασεβείας περικείμενον.Ταύτα μεν ούν περί της επινοηθείσης τότε μεσότητος... Τοσαύτα μεν ημίν αρκεί περί της μεσότητος, ότι τε ούδ’έστιν όλως μεσότης ικανώς αποδεδειχόσι και ότι το τα τοιαύτα ζητείν ασεβές και της Εκκλησίας αλλότριον. Αλλά τι, φησί, δράσωμεν προς τους μέσους τούτους Γραικολατίνους, οι την μεσότητα περιέποντες, τα μεν επαινούσι των λατινικών εθών και δογμάτων αναφανδόν, τα δ’ επαινούσι μεν, άλλ’ ουκ αν έλοιντο, τα δ’ ούδ’ επαινούσιν όλως; Φευκτέον αυτούς, ως φεύγει τις από όφεως, ως αυτούς εκείνους η κακείνων πολλώ δήπου χείρονας, ως χριστοκαπήλους και χριστεμπόρους. "Ούτοι γαρ εισί, κατά τον θείον Απόστολον, οι πορισμόν ηγούμενοι την ευσέβειαν, περί ων επάγει λέγων, "άφίστασο από των τοιούτων". Ου γαρ ίνα μάθωσιν, αλλ ίνα λάβωσι προς εκείνους αυτομολούσιν..." (Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία, I, 421-429).
Η εγκύκλια επιστολή του μητροπολίτη Εφέσου εξέφραζε το αυθεντικό φρόνημα των Ορθοδόξων. Η βαρεία μομφή εναντίον των υπογραψάντων τον "Όρο" της ενώσεως ως "αργυρωνήτων", η οποία επαναλαμβανόταν συνεχώς σε όλη την ανθενωτική γραμματεία της εποχής, καθιστούσε τη θέση των ενωτικών εξαιρετικά δυσχερή. Οι πατριάρχες Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων με κοινή σύνοδο στα Ιεροσόλυμα (1443) αποκήρυξαν την ένωση της Φλωρεντίας και αποδοκίμασαν την προτίμηση των ενωτικών από τον πατριάρχη Κπόλεως Μητροφάνη για την πλήρωση των χηρευόντων επισκοπικών θρόνων. Στη Ρωσία επίσης η ένωση αποδοκιμάστηκε. Ο Έλληνας μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος με τον Σουζνταλίας Αβράμιο αναχώρησαν από την Φλωρεντία στις 6 Σεπτεμβρίου 1439, επέστρεψαν δε δια μέσου Κπόλεως, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Λιθουανίας και Ουκρανίας στη Μόσχα (19 Μαρτίου 1441), κηρύσσοντας παντού την ένωση. Ο Ισίδωρος βεβαίως είχε αμειφθεί με τους τίτλους του καρδιναλίου και του αποστολικού βικαρίου των χωρών Ρωσίας, Λιθουανίας, Λεχίας (Πολωνίας) και Λιβονίας, αλλά ο Σουζνταλίας Αβράμιος και ο ρώσος ιερέας Συμεών είχαν συνταχθεί στη Φλωρεντία με τον μητροπολίτη Εφέσου, κατά την επιστροφή τους δε στη Ρωσία καταπολέμησαν την ένωση. Στη Μόσχα τελέσθηκε η θ. λειτουργία στον ναό της Αναλήψεως του Κρεμλίνου, κατά την οποία μνημονεύθηκε μετά τον πατριάρχη και ο πάπας, αναγνώσθηκε δε από τον αρχιδιάκονο ο "Όρος" της ενώσεως. Ο παριστάμενος τυφλός μέγας ηγεμόνας Βασίλειος οργίσθηκε και αποδοκίμασε τα γενόμενα, συνέλαβε δε τον μητροπολίτη Ρωσίας και συγκάλεσε σύνοδο για την κρίση του. Ο Ισίδωρος καθαιρέθηκε και εγκλείσθηκε στη μονή Τσουντώφ, αλλά κατόρθωσε να διαφύγει στο Τβέρ (15 Σεπτ. 1441). Εκεί συνελήφθη πάλι και φυλακίσθηκε, αλλά και πάλι διέφυγε (4 Μαρτ. 1442), για να καταλήξει τελικώς στη Ρώμη. Η ένωση της Φλωρεντίας καταδικάσθηκε από τη ρωσική σύνοδο, ο δε Ισίδωρος υπήρξε ο τελευταίος Έλληνας μητροπολίτης Ρωσίας. Στον καρδινάλιο πλέον Ισίδωρο ανατέθηκε από τον παπικό θρόνο η εφαρμογή του "Όρου" της ενώσεως στο Βυζάντιο και στη Ρωσία, αφού ο πατριάρχης Κπόλεως Μητροφάνης, παρά τις καταβληθείσες προσπάθειες, δεν μπορούσε να επιτύχει κάτι θετικό για την επιβολή της ενώσεως. Ο πατριαρχικός θρόνος μετά από διετή περίπου χηρεία περιήλθε στον επίσης ενωτικό Γρηγόριο Μάμμα (1445-1450). Η Διάσκεψη ενωτικών και ανθενωτικών στο παλάτι του Ξυλαλά (1445) δεν κατέληξε σε κάποια προσέγγιση. Ηγέτης των ανθενωτικών ήταν ο Γεώριος Σχολάριος, ο μετά την άλωση πατριάρχης Γεννάδιος, ο οποίος με πραγματείες του αντέκρουσε την περί του filioque διδασκαλία.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο οποίος ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η' (17 Όκτ. 1448), έστρεφε την προσοχή του στην οργάνωση του αγώνα για τη σωτηρία της βασιλεύουσας. Το ζήτημα της ενώσεως της Φλωρεντίας τον απασχόλησε μόνο σε συνάρτηση προς τον αγώνα αυτό, γι’ αυτό και, χωρίς να αναμιχθεί στις εκκλησιαστικές αντιθέσεις, ήλπιζε στη βοήθεια της Δύσεως. Ο πατριάρχης Γρηγόριος Μάμμας απέτυχε να προωθήσει μία συμβιβαστική λύση, μετά δε την εκθρόνισή του
(1450) αναγκάσθηκε να καταφύγει στη Ρώμη. Οι μετριοπαθείς ανθενωτικοί απέρριπταν κατηγορηματικά τον "Όρον" της ενώσεως της Φλωρεντίας, αλλά, διαισθανόμενοι τις εθνικές ανάγκες, συγκρότησαν "Σύναξιν" στην Κπόλη και συνέταξαν επιστολή προς τον πάπα, την οποία απέστειλαν με τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο Ανδρόνικο Βρυέννιο. Με την επιστολή αυτή ζητούσαν τη συγκρότηση μιας νέας κανονικής Συνόδου στην Κπόλη με ολιγομελείς αντιπροσωπίες Λατίνων και Ορθοδόξων (1451) για μία νέα διευθέτηση του ζητήματος των εκκλησιαστικών διαφορών. Οι αυστηροί όμως ανθενωτικοί δεν δέχθηκαν την πρόταση αυτή και αντέδρασαν. Ο πάπας Νικόλαος Ε' (1447-1455) επέμεινε στην άμεση εφαρμογή της ενώσεως της Φλωρεντίας και ζήτησε την αποκατάσταση του εκθρονισμένου ενωτικού πατριάρχη Γρηγορίου Μάμμα. Στην Κπόλη απεστάλη από τον πάπα και ο πρώην μητροπολίτης Ρωσίας καρδινάλιος Ισίδωρος (1452), αλλά οι ανθενωτικοί επωφελήθηκαν από τη μεταστροφή στην Ορθοδοξία κάποιου ανεπίσημου απεσταλμένου των Χουσσιτών της Πράγας Κωνσταντίνου Πλάστρη για να αποδοκιμάσουν και πάλιν με εγκύκλια επιστολή την ένωση της Φλωρεντίας, κάλεσαν δε όλους τους χριστιανούς της Δύσεως να δεχθούν την ορθόδοξη πίστη. Εν τούτοις, στις 12 Δεκεμβρίου 1452 τελέσθηκε λειτουργία στον ναό της Αγίας Σοφίας από τον καρδινάλιο Ισίδωρο, στην οποία παρίστατο και ο αυτοκράτορας με πολλούς πολιτικούς αξιωματούχους. Κατά τη λειτουργία αυτή μνημονεύθηκαν προφανώς τα ονόματα του πάπα Νικολάου Ε' και του εκθρονισμένου πατριάρχη Γρηγορίου Μάμμα, αναγνώσθηκε δε ο "Όρος"της ενώσεως της Φλωρεντίας ως μία προσωρινή λύση μέχρι την απώθηση του τουρκικού κινδύνου, οπότε το όλο ζήτημα της ενώσεως θα αναθεωρείτο. Στις 29 Μαΐου 1453 η Πόλη έπεσε, η δε άνοδος στον θρόνο του ανθενωτικού Γενναδίου Σχολαρίου (1453-1456, 1458-1463) έκλεισε οριστικά κάθε συζήτηση για την ένωση της Φλωρεντίας. Βεβαίως, ο παπικός θρόνος οραματιζόταν πάντοτε την υποταγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά με την αμετακίνητη έμμονή στο παπικό πρωτείο αφ’ ενός μεν δεν μπόρεσε να κερδίσει την ορθόδοξη Ανατολή, αφ’ ετέρου δε απώλεσε και μεγάλο μέρος του εκκλησιαστικού του σώματος στη Δύση κατά την προτεσταντική Μεταρρύθμιση.