Του άγιου Εφραίμ
α. Παιδί ήταν ο Αββάς Εφραίμ και είδε το έξης ό¬ραμα : Ανέβηκε άμπελος στη γλώσσα του και μεγάλωσε, και σκέπασε όλη την οικουμένη, κάνοντας πολύ καρπό. Και έρχονταν όλα τα πουλιά του ουρανού και έτρωγαν από τα σταφύλια της αμπέλου. Και όσο έτρωγαν, τόσο πιο πολύ περίσσευε ο καρπός της.
β. Άλλοτε πάλι είδε κάποιος από τους άγιους, σε όραμα, ένα τάγμα Αγγέλων να κατεβαίνη από τον ουρα¬νό, με πρόσταγμα Θεού, κρατώντας στα χέρια κεφαλίδα, ήγουν τόμο γραμμένο από μέσα και απ’ έξω. Και έλεγαν μεταξύ τους : « Ποιος πρέπει να το παραλάβη αυτό ; ». Και άλλοι με έλεγαν : « Αυτός εδώ ». Άλλοι δε έλεγαν άλλον. Αποκρίθηκαν δε και είπαν : « Αληθινά, άγιοι εί¬ναι και δίκαιοι. Άλλα αυτό κανείς δεν μπορεί να το παρα¬λάβη παρά ο Εφραίμ ». Και βλέπει ο γέρων ότι στον Εφραίμ παρέδωσαν την κεφαλίδα. Και έχοντας σηκωθή πρωί, άκουσε σαν να ανάβρυζε πηγή από το στόμα του Εφραίμ, οπού άρθρωνε λόγια. Και κατάλαβε ότι από το Ά¬γιο Πνεύμα προέρχονταν όσα έβγαιναν από τα χείλη του Εφραίμ.
γ. Άλλοτε πάλι, ενώ διάβαινε ο Εφραίμ, με κάποια υποβολή του πονηρού, έρχεται μια κοινή γυναίκα και τον καλόπιανε για να σμίξη μαζί της αισχρά η τουλάχιστο να τον κάμη να αγαναχτήση, γιατί ποτέ δεν τον είχε δή τινάς να οργίζεται. Και της λέγει : « Ακολούθησε με ». Αφού πλησίασε δε σε τόπο οπού βρισκόταν πολύς κόσμος, της είπε : «Εδώ, έλα και κάμε αυτό οπού ηθέλησες ». Αλ¬λά εκείνη, βλέποντας τον κόσμο, του λέγει : «Πώς μπο¬ρούμε να το κάμουμε αυτό μπροστά σε τόσο κόσμο και να μη ντροπιασθούμε ; ». Και αυτός της άπαντά : « Αν τους ανθρώπους θα ντραπούμε, πολύ περισσότερο πρέπει να ντρα¬πούμε τον Θεό, οπού όσα γίνονται στα κρυφά και στο σκο¬τάδι τα βλέπει και τα ελέγχει ». Και εκείνη, ντροπιασμέ¬νη, έφυγε άπραχτη.
Ευχαρίστου του λαϊκού
Δυο από τους πατέρες παρακάλεσαν τον Θεό να τους πληροφόρηση σε τί μέτρα πνευματικής προκοπής έφθασαν. Και τους ήλθε φωνή οπού έλεγε : « Σ’ αυτό το κεφαλοχώ¬ρι της Αίγυπτου είναι κάποιος λαϊκός, Ευχάριστο τον λέ¬νε, και η γυναίκα του ονομάζεται Μαρία. Σεις δεν έχετε φθάσει ακόμη στα δικά τους μέτρα ». Σηκώθηκαν λοιπόν οι δυο γέροντες και πήγαν σ’ εκείνο το κεφαλοχώρι. Και ρωτώντας, βρήκαν το καλύβι του και τη γυναίκα του και της λέγουν : « Πού είναι ο άνδρας σου ; ». Και αυτή τους αποκρίθηκε : « Τσοπάνης είναι και βόσκει τα πρόβατα». Και τους έμπασε στο σπιτάκι του. Και όταν έπεσε το βρά¬δι, ήλθε ο Ευχάριστος με τα πρόβατα. Βλέποντας δε τους γέροντες, τους έστρωσε τραπέζι και έφερε νερό να τους πλύνη τα πόδια. Και του λέγουν οι γέροντες : « Δεν θα φάμε τίποτε αν δεν μάς φανέρωσης το έργο σου ». Ο δε Ευχάριστος, με ταπεινοφροσύνη, είπε : «Εγώ είμαι τσο¬πάνης και αυτή είναι η γυναίκα μου ». ’Αλλά οι γέροντες επέμεναν να τον παρακαλούν και εκείνος δεν ήθελε να τους πη. Και του λέγουν : « Ο Θεός μάς έστειλε σ’ εσένα ». Μόλις λοιπόν άκουσε αυτά τα λόγια, φοβήθηκε και τους είπε : « Να, αυτά τα πρόβατα τα έχουμε από τους γονείς μας. Και ό,τι μάς αξιώση ο Κύριος να βγάλουμε απ’ αυτά, το χωρίζουμε σε τρία μέρη. Το ένα μέρος είναι για τους φτωχούς. Το άλλο, για τη φιλοξενία. Και το τρίτο, για τις ανάγκες μας. Και από τότε όπου πήρα τη γυναίκα μου, δεν μιάνθηκα ούτε εγώ ούτε του λόγου της, αλλά είναι ανέγγιχτη. Και ο καθένας μας κοιμάται χωριστά, τη δε νύχτα φοράμε σάκκους και τη μέρα τα ρούχα μας. Έως τώρα κανείς από τους ανθρώπους δεν τα έμαθε αυτά ». Και ακούοντάς τον, θαύμασαν και έφυγαν δοξάζοντας τον Θεό.
Ευλογίου του πρεσβυτέρου
Κάποιος Ευλόγιος ήταν ασκητής μεγάλος και πρεσβύτερος, έχοντας διατελέσει μαθητής του μακαρίου Αρ¬χιεπισκόπου Ιωάννη. Έτρωγε κάθε δυο μέρες, πολλές φο¬ρές δε, τραβούσε και όλη την εβδομάδα, ψωμί μονάχα και αλάτι τρώγοντας. Και οι άνθρωποι τον δόξαζαν. Πήγε λοιπόν στον Αββά Ιωσήφ, στην Πανεφώ, ελπίζοντας να βρή σ’ αυτόν περισσότερη σκληραγωγία. Ο γέρων τον υ¬ποδέχθηκε μετά χαράς και από ό,τι διέθετε, ήθελε να τον περιποίησή. Και λέγουν οι μαθητές του Ευλογίου : « Ο πρεσβύτερος δεν τρώγει παρά μόνο ψωμί και αλάτι ». Ο δε Αββάς ’Ιωσήφ, σιωπώντας, έτρωγε. Και αφού πέρα¬σαν τρεις μέρες, δεν τους άκουσαν να ψάλλουν η να προσεύχωνται. Γιατί το έργο τους ήταν κρυφό. Και βγήκαν χω¬ρίς να ωφεληθούν. Κατά θεία δε οικονομία, πέφτει κατα¬χνιά, χάνουν τον δρόμο τους και γύρισαν στον γέροντα. Και πριν χτυπήσουν την πόρτα, τους ακούνε να ψάλλουν. Στά¬θηκαν λοιπόν αρκετή ώρα και ύστερα έκρουσαν. Και εκεί¬νοι, σταματώντας την ψαλμωδία, τους δέχθηκαν μετά χα¬ράς. Και επειδή έκανε πολλή ζέστη, έβαλαν οι μαθητές του Ευλογίου νερό στο κανάτι και του έδωσαν. Και το νε¬ρό ήταν ανακατεμένο, θαλασσινό και ποταμίσιο. Έτσι, δεν μπόρεσε να πιή. Και σαν συνήλθε, πρόσπεσε στον γέ¬ροντα, θέλοντας να μάθη τον τρόπο ζωής τους και του είπε : «^Αββά, πώς έτσι ; Την πρώτη φορά δεν ψάλλατε, αλλά υστέρα, αφού εμείς φύγαμε. Και παίρνοντας τώρα το κανάτι, βρήκα το νερό αρμυρό». Του λέγει ο γέρων : « Ο αδελφός δεν είναι καλά στα μυαλά του και κατά λάθος έβαλε και θαλασσινό νερό ». Αλλά ο Ευλόγιος παρακαλούσε τον γέροντα, θέλοντας να μάθη την αλήθεια. Και του λέγει ο γέρων : « ’Εκείνο το μικρό ποτήρι κρασί, της αγάπης ήταν. Και αυτό, το νερό όπου πίνουν πάντα οι α¬δελφοί ». Και του δίδαξε τη διάκριση τω λογισμών. Και του έκοψε όλα τα ανθρώπινα. Έτσι, έγινε συμβιβαστικός. Έτρωγε από όλα όσα του παρέθεταν. Και έμαθε και αυ¬τός στα κρυφά να ασκή την αρετή. Και είπε στον γέροντα : « Αληθινά, το έργο σας είναι σωστό ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 76-79)