Ιω. 13,1 Πρό δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα(1) εἰδὼς(2) ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα(3) ἵνα μεταβῇ(4) ἐκ τοῦ κόσμου τούτου πρὸς τὸν πατέρα(5), ἀγαπήσας(6) τοὺς ἰδίους(7) τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ(8), εἰς τέλος(9) ἠγάπησεν(10) αὐτούς.
Ιω. 13,1 Προ της εορτής δε του Πάσχα, επειδή εγνώριζεν ο Ιησούς καθαρότατα, ότι έφθασε η ώρα, να μεταβή από τον κόσμον αυτόν προς τον Πατέρα, και τώρα με στοργικωτάτην και τελεία αγάπην ηγάπησε τους μαθητάς του, τους οποίους καθό ιδικούς του ιδιαιτέρως είχε αγαπήσει στον κόσμον αυτόν.
(1) Το Πάσχα σήμαινε συνήθως το πασχαλινό δείπνο που γινόταν το απόγευμα της 14 προς την 15 του μηνός Νισάν (Εξοδ. ιβ·Λευιτ κγ 5, Αριθμ. κη 16). Ο Ιωάννης δέχεται τον όρο γιορτή του Πάσχα ευρύτερα, περιλαμβάνοντας με αυτόν και ολόκληρη την ημέρα της 14 Νισάν, κατά την οποία εξαφανιζόταν από τους Ισραηλίτες από τα σπίτια τους κάθε ένζυμος άρτος και για αυτό συνυπολογιζόταν και αυτή στις ημέρες που ανήκαν στην γιορτή (Δες Λευϊτ. κγ 5-11), όπου η 15 Νισάν ονομάζεται «επαύριον του Πάσχα».
Η χρήση των αζύμων όμως άρχιζε το απόγευμα της 14 προς την 15 Νισάν και διαρκούσε για επτά ημέρες, δηλαδή μέχρι τις 21. Εάν λοιπόν συμπεριλάβουμε και ολόκληρη την ημέρα της 14ης στη φράση «της εορτής του Πάσχα», τότε η όλη φράση «προ της εορτής του Πάσχα» μας τοποθετεί το αργότερο στο απόγευμα της 13 προς την 14. Και αυτό αποτελεί την ορθότερη εκδοχή. Υποστηρίχτηκε όμως και από πολλούς ερμηνευτές, ότι εορτή εδώ εννοεί ο Ιωάννης την έναρξη του Πάσχα με το πασχάλιο δείπνο, κατά την οποία τρωγόταν ο πασχάλιος αμνός και άρχιζε η χρήση των αζύμων. Οπότε η φράση «προ της εορτής του Πάσχα» μας τοποθετεί στο απόγευμα της 14, λίγες στιγμές πριν την έναρξη του πασχάλιου δείπνου (g).
Η τελευταία αυτή εκδοχή δεν συμβιβάζεται με πολλά γεγονότα τόσο της Ιωάννειας, όσο και της Συνοπτικής αφήγησης, τα οποία παρουσιάζουν την ημέρα της Σταύρωσης ως ημέρα εργάσιμη.
(2) Ο λόγος για τον οποίο εκδήλωσε σε αυτούς τόσο θερμά την αγάπη του ήταν διότι έβλεπε να έρχεται το τέλος του. Η πρόβλεψη επικείμενου χωρισμού κάνει τη στοργή θερμότερη και ζωηρότερη στις εκδηλώσεις της. Η μετοχή λοιπόν είναι αιτιολογική μάλλον παρά χρονική.
«Προγνώριζε το πάθος, για αυτό πρέπει να πούμε ότι θεληματικά υπέμεινε τον τόσο υβριστικό θάνατο» (αμ).
«Δεν γνώρισε τότε… προ πολλού γνώριζε» (Χ), «και πριν από όλους τους αιώνες» ως Θεός, «την ώρα του θανάτου του» (Θφ).
(3) Αυτή η φράση που τόσο συχνά χρησιμοποιείται καθορίζεται εδώ ως η ώρα της αναχώρησης του Κυρίου από τον κόσμο αυτόν. Πρέπει λοιπόν να θεωρείται ως ευφημισμός που δηλώνει το θάνατό του. Δες ζ 30,η 20,ιβ 27,ιζ 1(ο). Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα αντί για το ελύληθεν η ώρα γράφουν ήλθεν η ώρα.
(4) «Με μεγαλοφροσύνη ο ευαγγελιστής ονομάζει τον θάνατό του μετάβαση» (Χ).
Το μεταβαίνω δηλώνει την μετακίνηση από μία θέση σε άλλη, σαν από ένα σπίτι σε άλλο, από ένα δωμάτιο σε άλλο. Ο Κύριος δεν επρόκειτο να αναχωρήσει στον ουρανό, σαν σε τόπο όπου δεν υπήρξε ποτέ πριν, αλλά η αναχώρησή του ήταν μετάβαση από μία θέση σε άλλη του σύμπαντος, το οποίο ο παντοδύναμος λόγος του έφερε στην ύπαρξη και το οποίο ως Θεός πανταχού παρών γέμιζε πάντοτε με την παρουσία του (ο).
(5) «Αφού πέθανε και αναστήθηκε, μετέβη από τη γη στον ουρανό» (Ζ) και ως θεάνθρωπος ήδη επανήλθε στον αρχικό του ένδοξο θρόνο της θεότητας (ο). Η ανάληψη του Κυρίου λέγεται και στα ιδ 12,28,ιστ 10,28 έλευση προς τον Πατέρα (β).
(6) Αναφέρεται στο χρόνο από την κλήση των μαθητών μέχρι τη στιγμή εκείνη. «Αγάπησε τους μαθητές μέχρι τον τότε καιρό» (Ζ). Η κατά το παρελθόν αγάπη αυτή τίθεται ως λόγος για την εμμονή εκείνη στην αγάπη, την οποία η ανείπωτη αγωνία της Γεθσημανή και ο σταυρός δεν μπόρεσαν να μειώσουν (ο).
(7) «Δικούς του λέει τους μαθητές επειδή ήταν δικοί του λόγω της υπακοής τους» (Ζ)· «όσον αφορά την οικειότητα με αυτούς· επειδή και άλλους λέει δικούς του όσον αφορά τη δημιουργία, όπως όταν λέει· οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν» (Χ).
«Διότι δικά του, του Κυριόυ μας Ιησού Χριστού, είναι τα πάντα που έγιναν από αυτόν, τα λογικά και νοερά κτίσματα, οι δυνάμεις οι ουράνιες και οι θρόνοι και οι κυριότητες (=αγγελικά τάγματα) και αν υπάρχει κάτι άλλο ομογενές με αυτά, όσον αφορά στο λόγο της δημιουργίας· δικά του πάλι είναι και τα πάνω στη γη λογικά όντα, εφόσον είναι δεσπότης όλων αυτών, έστω και αν κάποιοι δεν τον προσκυνούν ως δημιουργό» (Κ).
Το ιδίους αναφέρεται κυρίως στους δώδεκα μαθητές του. Αλλά αληθεύει και για όλους τους πιστούς, διότι οι 12 αυτοί έγιναν πατριάρχες και αντιπρόσωποι όλων των φυλών του νέου Ισραήλ της χάριτος. Ο Κύριος έχει στον κόσμο λαό δικό του. Δικό του διότι τού τον έδωσε ο Πατέρας, δικό του διότι αυτός ο ίδιος ο Κύριος εξαγόρασε αυτόν με το αίμα του και έκανε αυτόν κληρονομιά δική του. Δικό του τέλος διότι και ο λαός αυτός αφιερώνει τον εαυτό του στο Χριστό, τον οποίο αναγνωρίζει και λατρεύει ως Κύριό του.
(8) Ή «επειδή ήταν δικοί του και αυτοί που πέθαναν, οι γύρω από τον Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και όσοι ήταν σαν εκείνους, αλλά εκείνοι τότε δεν βρίσκονταν στον κόσμο» (Χ).
Ή, πιο σωστά, αντιτίθεται επίτηδες με το προηγούμενο «προς τον πατέρα», κοντά στον οποίο το παν είναι σε ειρήνη και ασφάλεια, ενώ στον κόσμο το παν είναι σε αγώνα και κίνδυνο (g).
(9) Ή, για τελευταία φορά εκδήλωσε σε αυτούς με μοναδικό σημάδι, το πλύσιμο των ποδιών, την αγάπη του (G). Ή, «το «εις τέλος» δηλώνει το πάρα πολύ» (Ζ). «Έδειξε τελειότατη την αγάπη» (Κ). Για αυτήν την έννοια τους «εις τέλος» δες και Ιησού Ναυή ι 20 («έως εις τέλος»=ολοκληρωτική) Α΄Παραλ. κη 9,Β΄Παραλ. ιβ 12, σε πολλά μέρη στους Ψαλμούς,Β΄ Μακ. η 29). Η φράση λοιπόν σημαίνει την εκδήλωση της αγάπης μέχρι την τέλεια έκχυσή της, μέχρι εξάντλησής της με κάποια έννοια (g).
Ο Χριστός τρέφει στοργική αγάπη για τους δικούς του μαθητές, οι οποίοι βρίσκονται ήδη στον κόσμο. Αν και αυτοί παραμένουν στον κόσμο αυτόν, ο οποίος είναι κόσμος αμαρτίας και διαφθοράς, σκότους και απομάκρυνσης, αυτός τους αγαπά. Πηγαίνει τώρα στους δικούς του, οι οποίοι ζουν στον ουρανό, δηλαδή στα πνεύματα των δικαίων, που έχουν τελειωθεί στον ουρανό. Αλλά ενδιαφέρεται για τους δικούς του στη γη, διότι αυτοί έχουν κατεξοχήν ανάγκη της φροντίδας και προστασίας του. Το ασθενές και αδύνατο παιδί συγκεντρώνει ιδιαιτέρως τις φροντίδες και περιποιήσεις των γονέων του.
Ήταν δείγμα εξαιρετικό της αγάπης του στους δικούς του στον κόσμο, ότι κατά τις κρίσιμες αυτές ημέρες της αναχώρησής του από τον κόσμο, για τις οποίες «η ψυχή του ταράχτηκε» συχνά, δεν λησμονεί αυτούς. Λησμονεί σε αυτές την θυελλώδη θάλασσα του μαρτυρίου, τα απειλητικά κύματα της οποίας πρόκειται σε λίγο να αντιμετωπίσει, για να παρηγορήσει τους δικούς του μαθητές. Λησμονεί τον πόνο του για να μετριάσει τον δικό τους πόνο. Και πριν ακόμη χύσει από τον Σταυρό το αίμα του, λούζει αυτούς και την όλη εκκλησία του με το Πάσχα της τίμιας σάρκας του και του αχράντου αίματός του, το οποίο παραδίνει σε αυτήν με το μυστήριο της θείας ευχαριστίας ως πηγή αιώνιας και ανεξάντλητής ζωής.
(10) Αναφέρεται κυρίως στην έμπρακτη εκδήλωση της αγάπης. Στην απτή αυτή εκδήλωση της αγάπης αναφέρεται και ο χρονικός προσδιορισμός «πριν τη γιορτή του πάσχα».
«Επειδή δηλαδή επρόκειτο τώρα να πεθάνει και να τους αφήσει, αυξάνει σε ένταση την αγάπη για να έχουν να τον θυμούνται πολύ περισσότερο. Και σημάδι αύξησης της αγάπης ήταν το να πλύνει τα πόδια τους· διότι αυτός που αγαπά κάποιον θερμά δεν αρνείται σε αυτόν ούτε την έσχατη υπηρεσία» (Ζ).
«Για ποιο λόγο τέλος πάντων δεν το έκανε αυτό από την αρχή; Τα σπουδαιότερα τα κάνει αργότερα, ώστε να μεγαλώσει την εξοικείωση και να βάλει μέσα τους από πριν πολλή παρηγοριά για τα κακά που επρόκειτο να ακολουθήσουν» (Χ).
13,2 καὶ δείπνου(1) γενομένου(2), τοῦ διαβόλου ἤδη(3) βεβληκότος(4) εἰς τὴν καρδίαν(5) Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτὸν παραδῷ(6),
Ιω. 13,2 Και όταν είχε ετοιμασθή το δείπνον, όταν πλέον και ο διάβολος είχε βάλει μέσα εις την καρδίαν του Ιούδα του Ισκαριώτου, υιού του Σιμωνος, την κακήν σκέψιν και απόφασιν, να τον παραδώση στους εχθρούς του,
(1) Χωρίς άρθρο. Δεν πρόκειται λοιπόν για το πασχάλιο δείπνο, οπότε θα έμπαινε και το άρθρο αλλά για συνηθισμένο δείπνο.
(2) «Δεν πρέπει με αυτό να εννοήσουμε, ότι το δείπνο ήδη τελείωσε… αλλά ότι ήταν ήδη έτοιμο και πάνω στο τραπέζι για χρήση αυτών που θα κάθονταν» (Αυ). Το πλύσιμο των ποδιών λοιπόν έγινε κατά την αρχή του δείπνου (b). Υπάρχει και η γραφή γινομένου=κατά τη διάρκεια του δείπνου.
(3) Σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 14,Μάρκ. ιδ 10,Λουκ. κβ 3-6) ο Ιούδας είχε συμφωνήσει με τους αρχιερείς την προδοσία σε προηγούμενη ημέρα της ίδιας εβδομάδας (β).
(4) Δες και Λουκ. κβ 3.
«Εάν κάποιος ρωτήσει τι έβαλε ο Σατανάς στην καρδιά του Ιούδα, αυτό αναμφίβολα ήταν το να παραδώσει αυτόν. Αυτό έγινε με πνευματική υποβολή· και μπήκε όχι από το αυτί, αλλά με τις σκέψεις· όχι λοιπόν μέσα από δρόμο σωματικό, αλλά πνευματικό» (Αυ).
Από ποιο δρόμο ο σατανάς εισχωρεί στις καρδιές των ανθρώπων και με ποιες μεθόδους εξακοντίζει τις υποβολές του και αναμιγνύει αυτές χωρίς να το καταλαβαίνουμε, με τις δικές μας σκέψεις, οι οποίες αυτομάτως γεννιούνται στις καρδιές μας, δεν μπορούμε να πούμε. Υπάρχουν όμως μερικές αμαρτίες τόσο μεγάλες, για τις οποίες παρέχονται από τον κόσμο και την σάρκα και γενικά το εξωτερικό αισθητό περιβάλλον τόσο ασθενείς πειρασμοί, ώστε είναι πλέον σαφές γι αυτές, ότι ο σατανάς έβαλε το σπέρμα τους στις καρδιές, που ήταν διατεθειμένες να χρησιμεύσουν ως φωλιές κατάλληλες να γονιμοποιήσουν αυτό.
Έτσι και ο Ιούδας καμία αφορμή δεν είχε πάρει από τον Διδάσκαλο για να προδώσει αυτόν, και μάλιστα αντί ενός τόσο ευτελούς τιμήματος. Η πράξη όμως, στην οποία προέβη, ήταν τόσο εχθρική κατά του Θεού, ώστε μόνος ο σατανάς μπορούσε να σφυρηλατήσει αυτήν στην προσπάθειά του να εξαφανίσει το βασίλειο του Λυτρωτή, αλλά αντί για αυτό βρήκε αυτός τον δικό του όλεθρο και εξαφάνιση.
(5) Ο σκοπός του Ιούδα ήταν ακόμη κρυμμένος (b).
(6) Μαρτυρημένη και η γραφή «εις την καρδίαν ίνα παραδοί αυτόν Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης» που εκφράζει το ίδιο νόημα. Γιατί αναφέρει αυτό εδώ ο ευαγγελιστής;
Ή, «το είπε αυτό ο ευαγγελιστής γεμάτος από έκπληξη, για να δείξει, ότι αυτόν που είχε ήδη πάρει την απόφαση να τον προδώσει, αυτόν έπλυνε» (Χ), «γεμάτος από έκπληξη για την υπερβολική ανεξικακία του Σωτήρα» (Ζ), «για να δειχτεί η απανθρωπιά του Ιούδα, ότι ούτε η συμμετοχή στο ίδιο τραπέζι δεν τον έκανε να ντραπεί» (Θφ)· παρουσιάζει έτσι αντίθεση μεταξύ του έργου του Κυρίου, που εκδηλώνει την τελειότατη αγάπη του, και του έργου του σατανά που ωθεί σε τέτοια μισητή και ολέθρια πράξη (ο).
Ή, για να δικαιολογήσει τους διάφορους υπαινιγμούς, τους οποίους ο Κύριος έκανε παρόντος του προδότου κατά τη διάρκεια της ακόλουθης σκηνής. Δες στ. 10,18,21,26,27 (g). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
Ιω. 13,3 εἰδὼς(1) ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα δέδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς τὰς χεῖρας(2), καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθε(3) καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπάγει(4),
Ιω. 13,3 ο Ιησούς, αν και εγνώριζε πολύ καλά ότι ο Πατήρ του είχε παραδώσει τα πάντα εις τα χέρια του και ότι από τον Θεόν εξήλθε, δια να έλθη στον κόσμον και προς τον Θεόν τώρα επιστρέφει,
(1) «Παρόλο δηλαδή, λέει, που δεν αγνοούσε…» (Κ). Η συνείδηση της δόξας του και η δουλική υπηρεσία του πλυσίματος των ποδιών θαυμάσια συμπίπτουν (b). Η μετοχή είναι μάλλον εναντιωματική. Μπορούμε όμως να την πάρουμε και ως αιτιολογική: Λόγω του μεγαλείου αυτού ο Ιησούς ταπεινώνεται. Αισθανόμενος τον εαυτό του ως τον μέγιστο, καταλαβαίνει ότι σε αυτόν απομένει να δώσει το υπόδειγμα του πραγματικού μεγαλείου ταπεινούμενος στον ρόλο του πλέον μικρού (g).
(2) Δες γ 35. «όπως αρμόζει σε άνθρωπο είπε το «όλα τα έδωσε»» (Ζ), φανερώνοντας «την δόξα και εξουσία και την κυριαρχία στα πάντα που υπήρχε μέσα σε αυτόν» (Κ), τα οποία και ως άνθρωπος πήρε σύμφωνα με τα Ματθ. κη 18 και Φιλιπ. β 9.
«Επομένως αυτά που δεν ήταν πριν στα χέρια του Ιησού, δόθηκαν από τον Πατέρα στα χέρια του· και όχι κάποια μεν, ενώ κάποια όχι, αλλά όλα. Αυτό ακριβώς βλέποντάς το ο Δαβίδ κατά τρόπο πνευματικό, λέει το… Κάθισε στα δεξιά μου, έως ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου. Διότι και οι εχθροί του Ιησού ήταν μέρος των πάντων, τους οποίους γνώριζε ο Ιησούς με την πρόγνωσή του, ότι θα του δοθούν από τον Πατέρα» (Ω).
Το ίδιο «παρουσιάζοντάς το σαφέστερα ο Απόστολος λέει «όταν λοιπόν πει ότι όλα υποτάχτηκαν, είναι φανερό ότι εννοεί εκτός από αυτόν που τα υπέταξε σε αυτόν τα πάντα» (Ω).
Υπάρχει και η γραφή Έδωκεν αντί δέδωκεν. Η εξομάλυνση και διαιτησία όλων των μεταξύ Θεού και ανθρώπων διαφορών ανατέθηκε στα χέρια του. Και η διακυβέρνηση της βασιλείας του Θεού μεταξύ των ανθρώπων εμπιστεύθηκε σε αυτόν. Έτσι ώστε όλες οι ενέργειες και πράξεις, και οι κυβερνητικές και οι δικαστικές περνούν όλες από τα χέρια του, διότι αυτός είναι «ο κληρονόμος όλων».
(3) «Δηλαδή γεννήθηκε από την ουσία του Θεού και Πατέρα» (Κ), «ως υιός Θεού και Θεός» (Ζ). Δηλώνεται η θεία καταγωγή του και προέλευση.
(4) «Δηλαδή πάλι ανεβαίνει στους ουρανούς, για να κάθεται, εννοείται, στον ίδιο θρόνο μαζί με αυτόν που τον γέννησε» (Κ). Η επανάληψη της λέξης γίνεται με έμφαση.
«Εδώ και θαυμάζοντας λέει ότι ο τόσο μέγας και τόσο ανώτερος, εκείνος που ήλθε από τον Θεό και μεταβαίνει προς αυτόν, ο κυρίαρχος των πάντων, έπραξε αυτό, και ούτε παρόλ’ αυτά θεώρησε ανάξιο να κάνει μία τέτοια πράξη» (Χ).
«Αν και ήξερε για τον εαυτό του ότι είναι παντοκράτορας και υιός Θεού και έχει τόσο μεγάλη εξουσία και τόσο σπουδαία αξία, όμως συγκατέβη σε άκρα ταπείνωση, φανερώνοντας από τη μία την αγάπη στους μαθητές και διδάσκοντάς τους ταυτόχρονα από την άλλη να ταπεινοφρονούν» (Ζ).
Όπως ήλθε από τον Θεό για να είναι αντιπρόσωπός του στη γη, έτσι μετέβη πάλι στον ουρανό για να είναι εκεί αντιπρόσωπος δικός μας. Και αποτελεί μέγιστη ενίσχυση για μας να σκεφτόμαστε με ποιες τιμές και με ποια δόξα έγινε δεκτός εκεί. «Έφθασε μέχρι τον παλαιό των ημερών και οδηγήθηκε μπροστά σε αυτόν» (Δανιήλ ζ 13). Και λέχθηκε σε αυτόν από τον παλαιό των ημερών: «Κάθισε στα δεξιά μου» (Ψαλμ. ρθ 1).
Ιω. 13,4 ἐγείρεται(1) ἐκ τοῦ δείπνου(2) καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια(3), καὶ λαβὼν λέντιον(4) διέζωσεν(5) ἑαυτόν.
Ιω. 13,4 σηκώνεται από το τραπέζι, και βγάζει τα εξωτερικά του ενδύματα και αφού επήρε μίαν ποδιά, εζώσθη με αυτήν.
(1) «Όχι δηλαδή πριν κάτσουν, αλλά αφού έγειραν όλοι, τότε σηκώθηκε και ζώστηκε ποδιά» (αμ).
Πιθανότατα το πλύσιμο των ποδιών έγινε με αφορμή την έριδα των μαθητών για πρωτεία στο Λουκ. κβ 23-27 (g,ο,β). Και διδάσκει «αυτούς την μητέρα των αγαθών, την ταπεινοφροσύνη» (Χ) και «τόσο πολύ δίνει την εντύπωση ότι μειονεκτεί σε σχέση με τους άλλους όσον αφορά τη δόξα, ώστε να πρέπει να κατατάσσεται στην τάξη του δούλου, και δεν αισθάνεται φρίκη να εκπληρώνει ούτε αυτήν την υπηρεσία που αρμόζει σε υπηρέτη, με το να πλένει τα πόδια των αδελφών και να ζώνεται με πετσέτα για την ανάγκη. Διότι δες με προσοχή πόσο δουλικό είναι αυτό το πράγμα, εννοώ βεβαίως σε σχέση με τις κοσμικές συνήθειες και τις έξω ασχολίες» (Κ).
(2) Αυτό δεν συνυπονοεί αναγκαία ότι είχε αρχίσει το φαγητό, αλλά μόνο ότι οι συμμετέχοντες είχαν πάρει τις θέσεις τους στο τραπέζι (ο). «Διότι δεν σηκώθηκε πριν κάτσουν οι μαθητές, αλλά αφού ξάπλωσαν όλοι» (Χ), «μόνος αυτός ενώ εκείνοι ξεκουράζονταν» (Θφ).
Πάντως υποδηλώνει ότι το πλύσιμο αυτό των ποδιών δεν ήταν το συνηθισμένο που γινόταν πριν το δείπνο, και δεν πρέπει για αυτό να θεωρηθεί σαν ο προπαρασκευαστικός για το δείπνο καθαρισμός των ποδιών. Δες Λουκ. ζ 44,Γεν. ιη 4,ιθ 2,κδ 32,μγ 23,Κριτών ιθ 21,Α΄Τιμοθ. ε 10 (β).
(3) «Όχι όλα, αλλά το εξωτερικό ένδυμα (πανωφόρι) ή και το μετά από αυτό, για να είναι πιο άνετος (ευκίνητος)» (Ζ). Διατήρησε τον χιτώνα, το ένδυμα του δούλου.
(4) Πανί που χρησιμοποιήθηκε και ως μάκτρο (πετσέτα) και ως ποδιά (ο). Ζώστηκε με αυτό διότι επρόκειτο αφενός μεν να ρίχνει νερό στα πόδια, αφετέρου δε να μεταφέρει βαστάζοντας με τα δύο χέρια τον νιπτήρα. Η λέξη συναντιέται μόνο εδώ και στον επόμενο στίχο. «Ζώστηκε ποδιά… έτσι ώστε… μετά το πλύσιμο, με πιο κατάλληλο ύφασμα να σκουπίσει τα πόδια των μαθητών» (Ω).
(5) Εγείρεται… τίθησι τα ιμάτια… διέζωσε… Κάθε χαρακτηριστικό της ακόλουθης εικόνας προδίδει τις αναμνήσεις του αυτόπτη· ο Ιωάννης περιγράφει την σκηνή αυτή σαν να την είχε μπροστά στα μάτια του την ίδια στιγμή (g).
Ιω. 13,5 εἶτα βάλλει ὕδωρ(1) εἰς τὸν νιπτῆρα(2), καὶ ἤρξατο νίπτειν(3) τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος.
Ιω. 13,5 Έπειτα ρίπτει νερό εις την λεκάνην, και ήρχισε να πλύνη τα πόδια των μαθητών και να τα σπογγίζη με την πετσέτα, με την οποία ήτο ζωσμένος.
(1) Και τα χαρακτηριστικά αυτά προδίδουν τον αυτόπτη μάρτυρα.
«Πρόσεχε πώς όχι μόνο με το ότι έπλυνε τα πόδια τους, αλλά και με άλλο τρόπο δείχνει την ταπεινοφροσύνη… βγάζοντας τα ρούχα. Και δεν σταμάτησε μόνο σε αυτά, αλλά ζώστηκε και ποδιά… και ο ίδιος γέμισε τη λεκάνη και δεν πρόσταξε κάποιον άλλον να την γεμίσει, αλλά όλα αυτά τα κάνει ο ίδιος» (Χ), «έτσι ώστε και εμείς όταν διακονούμε (υπηρετούμε) όλα να τα κάνουμε εμείς οι ίδιοι με κάθε προθυμία, έχοντας στραμμένο το βλέμμα μας σε εκείνον, και να μην έχουμε έπαρση» (Ζ).
(2) Υπήρχε πρόχειρη στο δωμάτιο του δείπνου λεκάνη των ποδιών, μεταλλική ή ξύλινη, όπως και σε μας η λεκάνη των χεριών. Για αυτό μπαίνει με άρθρο (b)= η λεκάνη στο δωμάτιο. Η λέξη είναι από αυτές που λέγονται μοναδική φορά και δεν συναντιέται στην ελληνική γραμματεία στη Βιβλική ή την εθνική (β).
(3) Δεν λέγεται με ποια σειρά και ποιου πρώτα έπλυνε τα πόδια.
«Εμένα πάντως μου φαίνεται ότι πρώτου του προδότη έπλυνε τα πόδια» (Χ). Είναι όμως αβέβαιο αυτό. Ο Ωριγένης φρονεί, ότι τελευταίος κατά σειρά υπήρξε ο Πέτρος, ο Αυγουστίνος όμως το αντίθετο φρονεί, ότι το πλύσιμο των ποδιών άρχισε από τον Πέτρο ως κορυφαίο των αποστόλων (χ).
Πάντως ο Κύριος έπλυνε και τα πόδια του Ιούδα. Της πραγματικής και αληθινής χήρας, της αφοσιωμένης στον Κύριο, καθορίζεται ως προσόν και το «αν έπλυνε πόδια αγίων» (Α΄Τιμ. ε 10). Αλλά ο Κύριος εδώ έπλυνε τα πόδια αμαρτωλού, του χειρότερου των αμαρτωλών, αυτού που σχεδίαζε να προδώσει εκείνον, ο οποίος τόση στοργή και συγκατάβαση έδειχνε μέχρι την τελευταία στιγμή σε αυτόν τον αχάριστο.
Ιω. 13,6 ἔρχεται οὖν(1) πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος· Κύριε, σύ μου(2) νίπτεις τοὺς πόδας(3);
Ιω. 13,6 Έρχεται, λοιπόν, και προς τον Σίμωνα Πέτρο και λέγει εις αυτόν εκείνος• Κύριε, συ ο Διδάσκαλος και ο Κύριος θα μου πλύνης τα πόδια;
(1) Το φυσικότερο είναι να θεωρήσουμε, ότι άρχισε ο Κύριος να πλένει από άλλον μαθητή, «έπειτα ήλθε προς τον Πέτρο» (Ζ).
«Διότι είναι ευκολότερο να καταλάβουμε έτσι τα λόγια του ευαγγελίου, διότι αφού είπε (στο σ. 5) άρχισε να πλένει και να σκουπίζει με την ποδιά που ήταν ζωσμένος, τότε προσθέτει «έρχεται λοιπόν προς τον Σίμωνα Πέτρο, σαν να είχε ήδη πλύνει τα πόδια κάποιων και μετά από αυτούς ήλθε τώρα στον Πέτρο» (Αυ). Παρόλ’ αυτά μπορεί να συμβιβαστεί η φράση και με την εκδοχή, ότι από τον Πέτρο άρχισε= «Όταν λοιπόν άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών, ήλθε σε αυτόν, από τον οποίο άρχισε, δηλαδή στον Πέτρο» (Αυ).
Άρχισε να πλένει και έτσι (=οὖν) ήλθε στον Πέτρο. Πιθανότερη η πρώτη εκδοχή.
(2) Με πολλή έμφαση. «Πρόσεχε λοιπόν και του Πέτρου τα λόγια πόση έμφαση έχουν» (Θφ). «Εσύ, ο υιός του Θεού» (Ζ), εμένα του αμαρτωλού και ανάξιου «εμένα του δούλου, του αμαθή» (Θφ).
«Περιέβαλε μάλλον τον Δεσπότη με εξαιρετική τιμή και επέδειξε την ευλάβεια που άρμοζε σε δούλο και μαθητή… και αφού έλαβε συναίσθηση της δικής του αναξιότητας και κατεπλάγη από το αξίωμα αυτού που ερχόταν μπροστά του, φώναξε· Κύριε εσύ μου πλένεις τα πόδια;» (Β).
(3) Προσφέροντας σε μένα υπηρεσία, η οποία ακόμη και μεταξύ των θνητών ανθρώπων ανατίθεται στους δούλους; (ο). «Δεν πλένεις τα χέρια ούτε άλλο πιο έντιμο μέλος, αλλά τα πόδια, το τελευταίο όλων, αυτό που περισσότερο από όλα βρωμίζεται;» (Θφ).
«Το είπε αυτό με έκπληξη και πάρα πολλή ευλάβεια» (Ζ). Παρόλ’ αυτά «ήταν μέγιστη θρασύτητα το να αντιλέγει ο δούλος στον Κύριό του, τα πλάσμα στο Θεό του» (Αυ). Σημείωσε, ότι ο Χριστός συγκαταβαίνει σε μας. Και οι συγκαταβάσεις του είναι τόσο μεγάλες ώστε, όταν σοβαρά τις μελετάμε προκαλούν σε μας εντύπωση, απορία και κατάπληξη.
Ιω. 13,7 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὃ ἐγὼ(1) ποιῶ(2), σὺ(1) οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα(3).
Ιω. 13,7 Απήντησε ο Ιησούς και του είπε• τι σημαίνει αυτό, το οποίον εγώ κάμνω, δεν το καταλαβαίνεις τώρα, θα το γνωρίσης και θα το εννοήσης ύστερα από αυτά.
(1) Ζωηρή αντίθεση που ανταποκρίνεται στην έννοια των «συ» και «μου» (που είπε ο Πέτρος) που προηγήθηκαν.
(2) «Αυτό που εγώ διδάσκω με αυτό το πράγμα» (Ζ), «την ωφέλεια της διδασκαλίας και πώς είναι ικανό να σας οδηγήσει σε κάθε ταπεινοφροσύνη» (Χ), την έννοια ή τη σημασία αυτού του οποίου εγώ πράττω (ο). Ο σιναϊτικός γράφει: α εγώ ποιώ.
(3) «Όταν δηλαδή θα το εξηγήσει πιο αναλυτικά» (Κ). «Διότι όχι σε πολλή ώρα [στους στίχους 13-17] θα πει για αυτό, ότι «Αν εγώ έπλυνα…» (Ζ).
Ή, λιγότερο πιθανή εκδοχή «Μετά από αυτά· πότε; Όταν στο δικό μου όνομα θα βγάλεις δαιμόνια, όταν θα με δεις να αναλαμβάνομαι στους ουρανούς, όταν από το Πνεύμα θα μάθεις ότι κάθομαι στα δεξιά, τότε θα καταλάβεις αυτό που τώρα γίνεται» (Χ). «Διότι τότε θα μάθεις ποιος όντας, τι έργο έκανα και γιατί;» (Ζ).
Ο Κύριός μας πράττει πολλά, των οποίων την έννοια και σημασία ούτε αυτοί οι μαθητές του δεν μπορούν να καταλάβουν αμέσως αλλά αντιλαμβάνονται αυτήν έπειτα. Τι έκανε ο Κύριος όταν έγινε άνθρωπος για μας και τι πέτυχε όταν έγινε για χάρη μας «σκουλήκι και όχι άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και περιφρόνηση λαού». Τι έπραξε όταν ζούσε τη δική μας ζωή, όταν έγινε άνθρωπος, και τι όταν θυσίασε τη ζωή του αυτή, όλα αυτά, όταν έγιναν, ήταν ακατανόητα στους μαθητές, έγιναν όμως γνωστά από αυτούς ύστερα από αυτά. Οι επακόλουθες ενέργειες τα θείας Πρόνοιας εξηγούν τις προηγούμενες ενέργειές της. Και βλέπουμε μετέπειτα, πού απέβλεπαν και ποια ωφέλεια επέφεραν γεγονότα, τα οποία όταν μας συνέβαιναν, θεωρούνταν από μας σταυρός ανυπόφορος.
Ιω. 13,8 λέγει αὐτῷ Πέτρος· οὐ μὴ νίψῃς(1) τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα(2). ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐὰν μὴ νίψω σε(3), οὐκ ἔχεις μέρος μετ᾿ ἐμοῦ(4).
Ιω. 13,8 Λέγει εις αυτόν ο Πέτρος• ποτέ στον αιώνα τον άπαντα δεν θα δεχθώ να μου πλύνης εσύ τα πόδια. Απήντησεν εις αυτόν ο Ιησούς• εάν δεν σου πλύνω τώρα τα πόδια, δεν είναι δυνατόν να έχεις πλέον μέρος μαζί μου.
(1) Η γλυκύτητα με την οποία απάντησε ο Ιησούς ενθάρρυνε τον Πέτρο και ενώ προηγουμένως είχε προβάλλει με κάποιο δισταγμό το ερώτημα, τώρα αρνείται κατηγορηματικά. Εάν η άρνηση αυτή του Πέτρου προέρχεται από μετριοφροσύνη, είναι όμως όχι λιγότερο αληθινό ότι η μετριοφροσύνη αυτή δεν είναι απαλλαγμένη από προσωπικό θέλημα και αλαζονεία (g).
«Ενώ οι υπόλοιποι μαθητές εμπιστεύτηκαν τον εαυτό τους στον Ιησού, και σε τίποτα δεν του αντιμίλησαν, αυτός (ο Πέτρος), με όσα λέει, αν και φάνηκε ότι σωστά μπήκε μπροστά, όχι μόνο τον Ιησού κατηγορεί ότι παράλογα άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών, αλλά και τους συμμαθητές. Διότι αν αυτός μεν, όπως νόμισε, έκανε το σωστό με το να θέλει να εμποδίζει, εκείνοι όμως δεν είδαν αυτό, κατηγόρησε και εκείνους ότι δεν έκαναν το σωστό που παρέδωσαν τα πόδια τους στον Ιησού» (Ω).
Όταν είπε ο Ιησούς «θα καταλάβεις μετά από αυτά», «δεν είπε ο Πέτρος· Δίδαξέ με, για να αφήσω, αλλά είπε αυτό που ήταν πολύ πιο έντονο, ούτε να μάθει ανεχόταν, αλλά αρνείται πάλι λέγοντας, Δεν θα μου πλύνεις τα πόδια» (Χ). «Αν και έλεγε αυτό στον διδάσκαλο με υγιή πρόθεση και γεμάτη σεβασμό, το έλεγε όμως κατά τρόπο βλαβερό για τον εαυτό του» (Ω).
(2) «Αντί να πει ποτέ» (Ζ).
(3) «Αν δεν καταδεχτείς, λέει, το παράδοξο αυτό και ασυνήθιστο μάθημα της ταπεινοφροσύνης…» (Κ).
Η άρνηση του Πέτρου να δεχτεί τν ταπεινωτική υπηρεσία, την οποία ο Κύριος τού προσφέρει, ισοδυναμεί με απόρριψη του πνεύματος του έργου του και με απόφαση να εμμείνει ο Πέτρος στην αγάπη του σαρκικού μεγαλείου, από την οποία ο Ιησούς με την πράξη του αυτή ζητούσε να καθαρίσει τους μαθητές του (g).
(4) «Δεν θα βρεις θέση και κληρονομιά μαζί μου» (Κ). Έχω μέρος μαζί με κάποιον ή είμαι συμμέτοχός του, σημαίνει συμμετέχω στο έργο του και τελικά στην αμοιβή του (β)· σημαίνει την συμμετοχή του κατώτερου στα κέρδη, τα πλούτη, τη δόξα του αρχηγού του (g). «Επειδή από πολλή αγάπη ο Πέτρος επέμενε, από αυτήν πείθει αυτόν» (Ζ), απειλώντας «αυτό που κατεξοχήν ο Πέτρος φοβόταν και έτρεμε, το να αποκοπεί από τον ίδιο τον Κύριο» (Χ).
Είναι ευτυχία ανέκφραστη να γίνει κάποιος συμμέτοχος του Χριστού, να λάβει μέρος στα ανεκτίμητα εκείνα προνόμια τα οποία προέρχονται από την ένωση με το Χριστό και από τη στενή σχέση μαζί του. Αυτή είναι η αγαθή μερίδα, της οποίας και μόνης υπάρχει ανάγκη. Για να γίνουμε όμως συμμέτοχοι του Χριστού είναι αναγκαίο ο Κύριος να μας πλύνει. Όλους εκείνους, τους οποίους ο Χριστός κάνει δικούς του, δικαιώνει και αγιάζει αυτούς, και με την δικαίωση και τον αγιασμό αυτόν συντελείται το πλύσιμό τους. Εάν δεν υποβληθούν σε αυτό το πλύσιμο που διενεργεί ο Κύριος, είναι αδύνατον να έχουν μέρος μαζί του. Στην αγάπη του ο Κύριος επιζητά και αξιώνει να καθαρίσει τους αμαρτωλούς συγκαταβαίνοντας στην αθλιότητά τους έτσι ώστε με το Πνεύμα του, όταν αυτοί δεν αντιστέκονται, να τους λευκάνει περισσότερο από το λευκό μαλλί και το χιόνι.
Ιω. 13,9 λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος(1)· Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον(2), ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν(3).
Ιω. 13,9 Λέει εις αυτόν ο Σίμων Πέτρος• Κύριε, τότε πλύνε μου όχι μόνον τα πόδια, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι.
(1) «Και όταν αρνείται [ο Πέτρος] είναι σφοδρός και όταν δέχεται γίνεται σφοδρότερος· και τα δύο όμως από αγάπη» (Χ).
«Διότι και η άρνηση οφείλεται στο ότι τιμά πάρα πολύ τον Κύριο, και το ότι δέχεται οφείλεται στο ότι δεν θέλει να χωριστεί από αυτόν» (Θφ).
Η απειλή του Κυρίου «υποτάσσει τον Πέτρο και τον κάνει να ζητά περισσότερο αυτό που πριν αρνιόταν, και να προσφέρει τόση ικεσία, όση προηγουμένως πρόσφερε άρνηση, ή μάλλον και περισσότερη» (Ζ).
Η μετάπτωση αυτή του Πέτρου παρουσιάζεται σύμφωνη με τον όλο του χαρακτήρα, όπως περιγράφεται σε μας από τους συνοπτικούς. Η τέλεια αυτή συμφωνία των διασκορπισμένων εδώ και εκεί χαρακτηριστικών αυτών και η γεμάτη ζωή εικόνα που ξεπηδά από αυτά αποδεικνύουν αξιοθαύμαστα την πλήρη πραγματικότητα της ευαγγελικής ιστορίας (g).
«Καταλαβαίνοντας δηλαδή [ο Πέτρος] και του Σωτήρα την αξία και τη μικρότητα της δικής του φύσης, αρνιόταν μεν στην αρχή. Όταν όμως έμαθε τη βλάβη, αμέσως τρέχει στο να θέλει αυτό που ήθελε αυτός που είχε την εξουσία (ο Κύριος)» (Κ).
Οι αγαθοί άνδρες, όταν βλέπουν την πλάνη τους, δεν επιμένουν σε αυτήν, αλλά σπεύδουν να την ομολογήσουν και να επανορθώσουν κάθε κακή συνέπεια από αυτήν.
(2) «Αν πρόκειται, λέει, να ξεπέσω… από την κοινωνία με εσένα και να βρίσκομαι κάπου μακριά από τα ελπιζόμενα αγαθά, αν δεν συμφωνήσω με σένα και πλύνω τα πόδια, τότε θα σου προσφέρω και τα υπόλοιπα μέλη» (Κ), δηλαδή και τα χέρια και το κεφάλι. Ο χωρισμός από το Χριστό είναι το φοβερότερο κακό στα μάτια όλων εκείνων, οι οποίοι φωτίστηκαν ώστε να διακρίνουν τις πνευματικές αξίες και να εκτιμούν αυτές.
(3) Ο Πέτρος δεν κατάλαβε ακόμη την έννοια της πράξης αυτής του διδασκάλου του. Φαντάζεται τώρα ότι το πλύσιμο για το οποίο ο Κύριος μιλούσε αφορούσε στον καθαρισμό του σώματος, ή το πολύ θεωρεί αυτό ως σύμβολο πνευματικού καθαρισμού. Για αυτό και απαντά έτσι (β). Όλοι εκείνοι, οι οποίοι αληθινά ποθούν να καθαριστούν πνευματικά και να αγιαστούν, επιθυμούν να καθαριστούν και να αγιαστούν εξ’ ολοκλήρου και να έχουν όλο τον εσωτερικό τους άνθρωπο με όλες του τις δυνάμεις άμεμπτο και ολοτελώς αγιασμένο (Α΄ Θεσ. ε 23).
Ιω. 13,10 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὁ λελουμένος(1) οὐ χρείαν ἔχει ἢ τοὺς πόδας(2) νίψασθαι, ἀλλ᾿ ἔστι καθαρὸς ὅλος(3)· καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε(4), ἀλλ᾿ οὐχὶ πάντες(5).
Ιω. 13,10 Του λέγει ο Ιησούς• εκείνος που είναι λουσμένος εις ολόκληρον το σώμα, δεν έχει ανάγκην παρά μόνον τα πόδια να πλύνη, διότι είναι καθαρός κατά το υπόλοιπον σώμα. Και σεις, είσθε καθαροί, αλλά όχι όλοι.
(1) Συχνά το λούω χρησιμοποιείται για να δηλώσει πλύσιμο του όλου σώματος (Λευϊτ. ιδ 9,ιστ 4,ιζ 16,Αριθμ. ιθ 7,Δευτερ. κγ 11,Πράξ. θ 37). Οι καλεσμένοι συνήθιζαν πριν έλθουν στο γεύμα ή το δείπνο να παίρνουν λουτρό, και όταν έφταναν στο σπίτι, που ήταν καλεσμένοι, είχαν ανάγκη να πλύνουν μόνο τα πόδια. Στη συνήθεια αυτή αναφερόμενος και ο Κύριος υπενθυμίζει στον Πέτρο, ότι πλανιόταν φανταζόμενος, ότι το πλύσιμο των ποδιών από τον Διδάσκαλο απέβλεπε σε σωματικό καθαρισμό.
(2) Τα οποία πλένονται τελευταία από το υπόλοιπο σώμα, αλλά λερώνονται πρώτα (b). Υπάρχει και η γραφή «ει μη τους πόδας».
(3) «Επειδή είναι ήδη λουσμένος» (Ζ). Το καθαρός συχνά λέγεται για εξωτερική καθαριότητα (Ματθ. κγ 26,κζ 59). Στη συνέχεια εδώ λέγεται προφανώς για να δηλώσει πνευματική καθαρότητα («εσείς είστε καθαροί»), όπως και στο ιε 3, όπου πάλι για τρίτη και τελευταία φορά συναντιέται στον Ιωάννη (β). Και εδώ η λέξη μπορεί να εκληφθεί με διπλή έννοια. Ο Ιησούς μεταφέρεται αμέσως, όπως και στο διάλογο με τη Σαμαρείτιδα από το υλικό πεδίο στο πνευματικό. Και λέει, ότι όπως μετά το πρωινό του λουτρό ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του καθαρό για ολόκληρη την ημέρα και περιορίζεται στο να πλύνει τα πόδια, όταν επιστρέφει από έξω, για να καθαρίσει τις ακαθαρσίες που από την πορεία τυχόν κόλλησαν στα πόδια, έτσι και εκείνος, ο οποίος προσκολλήθηκε σοβαρά στον Ιησού, χωρίστηκε μια για πάντα από την αμαρτία, και δεν έχει ανάγκη να καθαριστεί ξανά ολόκληρος, αλλά μόνο μερικώς να καθαρίζεται από τους ελαφρούς μολυσμούς στους οποίους από συναρπαγή γλιστράει (g).
«Με άλλα λόγια στο άγιο βάπτισμα ο άνθρωπος λούστηκε ολόκληρος· και όμως, για όσο θα ζει έπειτα στην ανθρώπινη αυτή κατάσταση, δεν μπορεί να μην πατά πάνω στο έδαφος με τα πόδια του. Τα ανθρώπινα λοιπόν συναισθήματά μας, τα οποία είναι αχώριστα από την επίγεια θνητή ζωή μας, μοιάζουν με πόδια, με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή με τα ανθρώπινα· έτσι ώστε αν πούμε, ότι δεν έχουμε αμαρτία, πλανούμε τους εαυτούς μας. Για αυτό κάθε μέρα αυτός που προσεύχεται για μας (Ιησούς) πλένει τα πόδια μας και εμείς έχουμε ανάγκη κάθε μέρα να πλένουμε τα πόδια μας» (Αυ).
Δες ποια είναι η ενίσχυση και τα προνόμια εκείνων, οι οποίοι μπήκαν στην κατάσταση της δικαίωσης. Έχουν λουστεί από τον Χριστό και έχουν καθαριστεί από κάθε μολυσμό. Και αν στο μεταξύ γλιστρίσουν, αρκεί η μετάνοιά τους να διατηρήσει αυτούς στην κατάσταση της δικαιοσύνης. Παρόλο που έχουμε ανάγκη να μετανοούμε κάθε μέρα διότι κάθε μέρα αμαρτάνουμε, όμως τα χαρίσματα του Θεού είναι αμεταμέλητα.
(4) «Επειδή ήδη καθαριστήκατε από την διδασκαλία, την οποία σας δίδαξα και αποβάλατε κάθε κακία και πονηρία» (Ζ).
«Δεν ήταν ακόμη απαλλαγμένοι από τα αμαρτήματα, ούτε είχαν αξιωθεί του Πνεύματος… αφού η κατάρα του χειρογράφου παρέμενε, μιας και το θύμα δεν είχε οδηγηθεί ακόμη στη θυσία… Επειδή λοιπόν απέρριψαν από την ψυχή τους κάθε πονηρία και βρίσκονταν κοντά του με ειλικρινή διάθεση, για αυτό λέει σύμφωνα με τον προφητικό λόγο (Ησαΐου α 16) «ο λουσμένος είναι ήδη καθαρός». Διότι εκεί δεν εννοεί το Ιουδαϊκό λουτρό με νερό, αλλά τον καθαρμό της συνείδησης» (Χ).
«Δεν χρειάζεστε λοιπόν να καθαριστείτε, από αυτά από τα οποία καθαριστήκατε, αλλά να πλύνετε μόνο τα πόδια» (Ζ). «Επομένως και αυτοί επειδή με κάθε ακακία και αδολότητα ήταν μαζί με τον Χριστό, πολύ λογικά ονομάζονται από τον Κύριο λουσμένοι και καθαροί» (Θφ).
(5) «Είναι μεν κρυμμένο αυτό που λέει, κάνει όμως ωφέλιμο στον προδότη τον έλεγχο. Διότι αν και δεν το είπε με σαφήνεια… αλλά μέσα στον καθένα υπήρχε η συνείδηση που δίκαζε και κέντριζε αυτόν που αμάρτησε» (Κ).
Ακόμη και μεταξύ των μαθητών του Χριστού, των στενότατα συνδεδεμένων με το έργο του, υπάρχουν μερικοί οι οποίοι δεν είναι καθαροί. Ο Κύριος γνωρίζει ποιοι είναι δικοί του και ποιοι δεν είναι (Β΄Τιμ. β 19). Το μάτι του Χριστού μπορεί να χωρίσει τα πολύτιμα από τα ευτελή, τα καθαρά από τα ακάθαρτα.
Ιω. 13,11 ᾔδει γὰρ(1) τὸν παραδιδόντα(2) αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν(3)· οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε.
Ιω. 13,11 Και είπεν ο Κύριος ότι δεν είσθε καθαροί όλοι, διότι εγνώριζε εκείνον ο οποίος έμελλε να τον παραδώση.
(1) Δείχνει τον λόγο για τον οποίο δεν ήταν καθαροί όλοι.
(2) Ο ενεστώτας υποδηλώνει, ότι η κίνηση για προδοσία είχε ήδη αρχίσει (β). Έτσι ο υπαινιγμός αυτός του Κυρίου αποτελούσε την πρώτη αποκάλυψη της προδοσίας του Ιούδα από όσες έγιναν κατά τη διάρκεια του δείπνου. Εκφράζοντας έτσι τη λύπη, την οποία του προκαλούσε η σκέψη του εγκλήματος αυτού, καταβάλλει ο Κύριος ύστατη προσπάθεια για επιστροφή του Ιούδα σε μετάνοια (g).
«Διότι γνώριζε αυτόν που θα τον παρέδιδε ότι δεν ήταν καθαρός· πρώτον μεν επειδή δεν τον ένοιαζε για τους φτωχούς, αλλά ήταν κλέφτης· ύστερα όμως επειδή, όταν έγινε το δείπνο, ο διάβολος είχε ήδη μπει στην καρδιά του για να παραδώσει αυτόν, ο Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης δεν έδιωξε αυτό που μπήκε μέσα του» (Ω).
Παρόλ’ αυτά «αν και ήξερε ότι δεν ήταν αγαθός απέναντί του ούτε ευγνώμων μαθητής, αλλά εγκυμονούσε από τη μία το δηλητήριο από την διαβολική πικρία, μελετούσε από την άλλη προσεχτικά με ποιο τρόπο θα τον παραδώσει, τον τίμησε σε ίσο βαθμό με τους άλλους… φυλάγοντας μέχρι το κάθετί τα της δικής του αγάπης… και έπλυνε και τα πόδια του, καθιστώντας αδικαιολόγητη την ασέβειά του, ώστε να φανεί ότι η αποστασία ήταν καρπός της πονηρίας που φώλιαζε μέσα του» (Κ).
(3) Η επανάληψη αυτή αποβλέπει στο να προσδώσει έμφαση στην εξαίρεση του Ιούδα από τον αριθμό των καθαρών από την αμαρτία (ο). Του Ιούδα τα πόδια πλύθηκαν και καθαρίστηκαν όπως και του Πέτρου. Αλλά έμεινε αυτός εντελώς ξένος από το πνεύμα που αναγεννά την καρδιά, του οποίου το πλύσιμο των ποδιών ήταν απλός τύπος. Προσερχόμαστε όλοι στο μυστήριο του Δείπνου, μετέχουμε όλοι των ίδιων καθαγιασμένων στοιχείων, αλλά πόσοι βγαίνουν καθαροί από το τραπέζι του Κυρίου; (μ).
Ιω. 13,12 Ὅτε οὖν(1) ἔνιψε τοὺς πόδας αὐτῶν(2) καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(3), ἀναπεσὼν πάλιν(4) εἶπεν αὐτοῖς· γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν(5);
Ιω. 13,12 Όταν, λοιπόν, έπλυνε τα πόδια των και ξαναφόρεσε τα εξωτερικά του ενδύματα, κάθισε πάλιν κοντά στο τραπέζι και τους είπε• γνωρίζετε τι νόημα έχει αυτό, το οποίον έκαμα εις σας;
(1) Ξαναπιάνει ο ιερός ευαγγελιστής την διήγηση του πλυσίματος των ποδιών που διακόπηκε με τους στίχους 6-11 (κ).
(2) Το αυτών υποδηλώνει ότι έπλυνε τα πόδια όλων (β).
(3) Τα οποία κατά τον στίχο 4 είχε βγάλει.
(4) Πήρε πάλι τη θέση του, την οποία καθισμένος είχε στο τραπέζι. Το ρήμα λέγεται και με την έννοια της αιφνίδιας και γρήγορης κίνησης (ο). Υπάρχει και η γραφή: τους πόδας αυτών έλαβε… και ανέπεσε.
(5) «Ή πρέπει να το διαβάσουμε ως ερώτηση, για να φανερώσει το μέγεθος αυτού που έγινε· ή σε προστακτική, για να διεγείρει το νου τους, έτσι ώστε με το να τους κάνει να προσέξουν την πράξη αυτή, να την καταλάβουν» (Ω). Μάλλον ερωτηματικά. «Αντί να πει, Καταλάβατε την αιτία και το σκοπό αυτού που έγινε;» (Θμ). «Όχι πλέον προς τον Πέτρο μόνο, αλλά προς όλους μιλά» (Χ). Καταλαβαίνετε το μάθημα, το οποίο η πράξη μου αυτή αποσκοπούσε να σας διδάξει; (ο).
«Τους ρωτά ενώ αγνοούν, για να προκαλέσει την προσοχή· μετά δηλαδή την πράξη, θέλει λοιπόν να διδάξει αυτό που αγνοείται» (Ζ).
«Ήδη ο μακάριος Πέτρος έχει εκπληρωμένη την υπόσχεση… την οποία πήρε με την απάντηση… θα μάθεις μετά από αυτά (στίχοι 7,8). Εδώ είναι εκείνο το «μετά από αυτά». Τώρα είναι ο καιρός να πει αυτό που προ ολίγου ανέβαλε… Και αρχίζει ήδη να δείχνει στους μαθητές, τι ήταν εκείνο, το οποίο έπραξε» (Αυ).
Παρόλ’ αυτά ο ακόλουθος σύντομος διάλογος δεν αποσαφηνίζει εξ’ ολοκλήρου στις παχυλές διάνοιες των μαθητών τη σημασία της πράξης αυτής του Κυρίου. Η πλήρης σημασία και έννοιά της θα κατανοηθεί από τους μαθητές μετά το θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου, όταν αυτοί θα πάρουν το Πνεύμα της αλήθειας (χ).
Ιω. 13,13 ὑμεῖς φωνεῖτέ με(1), ὁ Διδάσκαλος(2) καὶ ὁ Κύριος(3), καὶ καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ(4).
Ιω. 13,13 Σεις με ονομάζετε, ο Διδάσκαλος και ο Κύριος και καλά λέτε. Διότι πράγματι είμαι.
(1) «Εσείς με ονομάζετε έτσι» (Ζ). «Αποδέχεται τη γνώμη τους» (Χ) και έτσι «έκανε τον λόγο να μην προκαλεί κάποια ενόχληση· και προσθέτοντας ότι ε ί μ α ι, βεβαίωσε αυτές τις ονομασίες και απέδειξε ότι λέγονται όχι χαριστικά, αλλά αληθινά» (Ζ).
(2) Η ονομαστική πτώση ή λέγεται αντί για κλητική (β) ή πρέπει να ερμηνευτεί Εσύ ο Διδάσκαλος και ο Κύριος (g). Πριν τα χρόνια του Χιλλέλ δεν υπήρχε σε χρήση ο τίτλος αυτός του Ραββί ή Διδασκάλου, όπως φαίνεται από το ότι οι προγενέστεροι του Χιλλέλ διδάσκαλοι αποκαλούνται με γυμνό το όνομά τους (Lightfoot,Hor. Herb. On Matt κγ 8). Οπότε έχει μέσα της ειδική βαρύτητα η αντίθεση του Ιησού εναντίον του τίτλου αυτού (Ματθ. κγ 8-10) και κατά των άλλων τίτλων πατέρας, καθηγητής, κύριος, οι οποίοι παρομοίως χρησιμοποιούνταν, αν και όχι τόσο ευρέως και επίσημα (C).
Ο Χριστός είναι ο διδάσκαλός μας, που μας διδάσκει όλες τις σωτηριώδεις αλήθειες, ο οποίος κατέχει όπως κανείς ποτέ άλλος το προφητικό αξίωμα και αποκαλύπτει σε μας το θέλημα του Θεού. Συγχρόνως ο Κύριός μας έχει εξουσία απόλυτη πάνω μας και κυριαρχικά δικαιώματα απεριόριστα, διότι είμαστε πλάσματά του, αλλά και ιδιοκτησία του που εξαγοράστηκε με το αίμα του.
(3) «Εξηγεί εκ των προτέρων το δικό του αξίωμα και, παρουσιάζοντας τη δόξα που έχει από τη φύση του, φέρνει σε δύσκολη θέση με την πράξη του αυτόν που επιζητεί τη δόξα» (Κ). Και ο μεν τίτλος Διδάσκαλος αναφέρεται στη διδασκαλία, ενώ ο Κύριος στην κυριαρχία του Ιησού σε ολόκληρη την ζωή των δούλων του (g). Η τοποθέτηση και των δύο μαζί και μάλιστα με άρθρο προσδίδει ιδιαίτερη έννοια σε αυτούς.
Διότι «κανείς βεβαίως δεν θα κατηγορούσε αυτόν (τον Ιησού) όταν ονόμαζε τον εαυτό του Διδάσκαλο, έστω και αν δεν πίστευε αυτόν παρά μόνο ως απλό άνθρωπο. Αλλά το να ονομάζει τον εαυτό του και Κύριο των μαθητών του, ποιός θα ανεχόταν αυτό για απλό άνθρωπο; Αλλά αυτός που μιλά είναι Θεός» (Αυ).
«Διότι η ονομασία «Κύριος» δεν είναι απλό όνομα τιμής, όπως ακριβώς σε εμάς (που λεγόμαστε μεν κύριοι) αλλά παραμένουμε δούλοι στη φύση μας… αλλά είναι από τη φύση του Κύριος, αφού εξουσιάζει τα πάντα ως Θεός. Είναι επίσης από τη φύση του και διδάσκαλος. Διότι κάθε σοφία είναι από τον Κύριο και κάθε σύνεση από αυτόν» (Κ).
(4) «Για να μη φανεί ότι τα λόγια του λέγονται για ευχαρίστησή τους, προσθέτει· Διότι είμαι» (Χ).
«Υπάρχει ένα παράγγελμα που απευθύνθηκε προς τους ανθρώπους· Να σε εγκωμιάζει ο διπλανός σου και όχι το δικό σου στόμα. Διότι η αυταρέσκεια είναι επικίνδυνη για αυτόν που προσέχει τον εαυτό του να μην πέσει σε αλαζονεία. Αλλά Εκείνος, ο οποίος είναι υπεράνω όλων, οσοδήποτε και αν συστήσει τον εαυτό του, είναι αδύνατον να υψώσει τον εαυτό του πάνω από την πραγματική του αξία. Ούτε μπορεί ο Θεός δίκαια να χαρακτηριστεί αλαζόνας. Διότι είναι δική μας ωφέλεια να γνωρίσουμε αυτόν, όχι δική του. Ούτε πάλι μπορεί κάποιος να γνωρίσει αυτόν, αν αυτός ο ίδιος δεν αποκαλύψει τον εαυτό του. Εάν λοιπόν απείχε από το να συστήσει τον εαυτό του, για να αποφύγει δήθεν την αλαζονεία, θα αρνιόταν σε μας την δυνατότητα να τον γνωρίσουμε» (Αυ).
Ιω. 13,14 εἰ οὖν ἐγὼ(1) ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας(2), ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος(3), καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε(4) ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας(5).
Ιω. 13,14 Εάν, λοιπόν, εγώ, ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, έπλυνα τα πόδια σας, οφείλετε και σεις να πλένετε ο ένας του άλλου τα πόδια.
(1) «Από εδώ λοιπόν κάνει συλλογισμό» (Ζ). Χρησιμοποιεί επιχείρημα από το ισχυρότερο (a fortiori).
(2) «Και δεν είπε (τα πόδια) των δούλων, των αγραμμάτων και αμαθών, αλλά άφησε αυτό να το συλλογίζονται» (Θφ).
(3) Η έννοια του συλλογισμού: «Όταν λοιπόν εγώ, ο μέγας στη δόξα και τόσο μεγάλος δεν φαίνομαι να δίστασα να κατέβω σε αυτήν την τόσο μικροπρεπή ταπείνωση, ώστε να πλύνω ακόμη και τα πόδια σας· πώς θα αρνηθείτε να κάνετε και σεις αυτό μεταξύ σας;» (Κ).
(4) «Φυσιολογικά έπρεπε να πει· Πόσο μάλλον εσείς οι δούλοι;» (Χ). «Αλλά δεν είπε ότι Εάν εγώ, ο εκ φύσεως κύριος, έπλυνα τα πόδια σε εσάς, που από τη φύση σας είστε δούλοι, πολύ περισσότερο εσείς, οι ομόδουλοι, οφείλετε να πλένετε τα πόδια μεταξύ σας… Αλλά αφού δήλωσε αυτά με τα έργα, άφησε τη διάκριση αυτών στη συνείδηση των ακροατών» (Ζ).
(5) Το παράγγελμα δεν πρέπει να εκληφθεί κατά λέξη. Συμβολίζει προφανώς την αδελφική αγάπη και τέλεια συγκατάβαση, τις οποίες οι μαθητές του Κυρίου υποχρεώνονται να εφαρμόζουν μεταξύ τους (F). Οφείλετε «να υπηρετείτε ο ένας τον άλλον με κάθε διακονία (υπηρεσία)» (Θφ). Δεν συνιστά με το παράγγελμα αυτό ο Κύριος κάποια τελετή, σαν αυτήν που από τον δ΄ αιώνα επικράτησε για ανάμνηση του γεγονότος αυτού στην εκκλησία, την ακολουθία του Νιπτήρος κατά την Μ. Πέμπτη.
Αλλά «διδάσκει με αυτά το να μην αγαπά κανείς να υποτιμά τους άλλους από αλαζονεία, αλλα να θεωρεί ότι ο άλλος που είναι δούλος σαν αυτόν, είναι ανώτερος από αυτόν και να τον βάζει πρώτο σε όλα… Διότι τίποτα δεν χωρίζει τόσο και αδελφούς και φίλους, όσο η ασυγκράτητη επιθυμία των άθλιων ασήμαντων τιμητικών διακρίσεων… ενώ με αυτό [το να πλένουν μεταξύ τους τα πόδια] θα περιοριστεί μεν κάθε τρόπος αλαζονείας, και θα φύγει μακριά κάθε είδος κοσμικής φιλοδοξίας» (Κ).
Διδασκόμαστε από το παράδειγμα αυτό του Κυρίου να είμαστε ταπεινοί στην καρδιά, όπως αυτός (Ματθ. ια 29) και να συμπεριφερόμαστε προς όλους με κάθε ταπεινοφροσύνη. Οφείλουμε να έχουμε φρόνημα ταπεινό μεν για τον εαυτό μας, υψηλό δε και τιμητικό για τον πλησίον μας. Το να πλένουμε τα πόδια μεταξύ μας σημαίνει να μην αποφεύγουμε ούτε τις ευτελέστερες και ταπεινοτικότερες υπηρεσίες, τις οποίες επιβάλλει η αγάπη, όταν πρόκειται με αυτές να εξυπηρετήσουμε την πραγματική ωφέλεια του πλησίον, μιμούμενοι σε αυτό τον Παύλο, ο οποίος αν και ήταν ελεύθερος από όλους, υποδούλωσε σε όλους τον εαυτό του, αλλά και τον ίδιο τον Κύριό μας, ο οποίος δεν ήλθε να διακονηθεί, αλλά να διακονήσει.
«Από το να πλένουμε τα πόδια, το οποίο φαίνεται να είναι έσχατη υπηρεσία, συμπεραίνουμε ότι οφείλουμε να τελούμε και τις άλλες, πολύ περισσότερο τις πιο έντιμες» (Θφ). «Διότι ο Θεός μάς κατέστησε τον έναν οφειλέτη του άλλου, κάνοντας ο ίδιος αρχή αυτής της οφειλής και μάλιστα σε οφειλέτες κατώτερης μοίρας. Διότι αυτός μεν ήταν Κύριος. Ενώ εμείς αν το κάνουμε αυτό, το κάνουμε στους συνδούλους μας» (Χ).
Ιω. 13,15 ὑπόδειγμα(1) γὰρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ(2) ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς(2) ποιῆτε(3)·
Ιω. 13,15 Διότι εγώ σας έδωσα ένα τέλειο παράδειγμα, να πράττετε και σεις όπως και εγώ έπραξα εις σας.
(1) Παράδειγμα το οποίο προβάλλεται σε μίμηση (G). Χρησιμοποιείται η λέξη για το ευγενές παράδειγμα του θανάτου του Ελεαζάρου στο Β΄Μακ. στ 28 (β). «Με αυτήν την πράξη έδωσα σε σας υπόδειγμα της ταπείνωσης με αγάπη» (Ζ).
Η μορφή της πράξης ήταν κάτι τυχαίο, που πάρθηκε από τις συνθήκες της στιγμής, και για αυτό ήταν παροδική. Η βαθύτερη ηθική έννοιά της αποτελεί το στοιχείο αυτής το μόνιμο, το οποίο ακριβώς είναι και το υπόδειγμα που προβλήθηκε σε μας από τον Κύριο (g). Υπάρχει και η γραφή: υπόδειγμα γαρ δέδωκα.
(2) «Και όμως δεν είναι το ίδιο· διότι αυτός μεν είναι Διδάσκαλος και Κύριος, ενώ εμείς ομόδουλοι μεταξύ μας» (Χ). «Αυτός μεν ήταν πάνω από κάθε έννοια και λόγο· ενώ εμείς είμαστε γη και στάχτη και τέφρα και σκόνη και αν υπάρχει και κάτι άλλο ευτελέστερο από αυτά» (Ζ). Το «όπως εγώ… έτσι και εσείς» πρέπει να ερμηνευτεί λοιπόν: «με την ίδια προθυμία» (Χ) και ακρίβεια.
Πόσο καλός διδάσκαλος είναι ο Χριστός! Διδάσκει τόσο με το παράδειγμα, όσο και με το λόγο και για αυτόν τον σκοπό ήλθε στον κόσμο, για να μας δώσει υπόδειγμα και κανόνα όλων εκείνων των χαρίτων και των υποχρεώσεων, τις οποίες η αγία του θρησκεία διδάσκει. Και είναι υπόδειγμα χωρίς την παραμικρή έλλειψη ή λανθασμένη απόδοση. Για αυτό έκανε τους νόμους και τη διδασκαλία του περισσότερο κατανοητή και επιβλητική. Ο Χριστός είναι αρχηγός και Κύριος, όπως άλλοτε σε κάποιο βαθμό υπήρξε και ο Γεδεών, ο οποίος είπε στους άνδρες του: «Από μένα θα δείτε και έτσι θα κάνετε… και όπως θα κάνω, έτσι θα κάνετε και σεις» (Κριτών ζ 17)· ή όπως υπήρξε ο Αβιμέλεχ, ο οποίος είπε στο λαό: «Αυτό που είδατε να κάνω, γρήγορα κάντε το όπως εγώ» (Κριτών θ 48).
(3) «Από αγάπη ταπεινούμενοι και υπηρετώντας» (Ζ).
«Μάθαμε ταπείνωση από τον Ύψιστο. Και εμείς λοιπόν ως ταπεινοί ας πράττουμε μεταξύ μας ό,τι Εκείνος, ο Ύψιστος έπραξε στην ταπείνωσή του» (Αυ). «Αναγκαία λοιπόν συμβουλεύει αυτά τους αποστόλους. Επειδή δηλαδή επρόκειτο να απολαμβάνουν τιμή, άλλοι μεν μεγαλύτερη άλλοι δε μικρότερη, για να μην υπερηφανεύονται ο ένας απέναντι στον άλλον, σε όλους γκρεμίζει τα (υψηλά) φρονήματα» (Θφ).
Ιω. 13,16 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν(1), οὐκ ἔστι(2) δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ(3), οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν(4).
Ιω. 13,16 Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του ούτε απεσταλμένος μεγαλύτερος από εκείνον, που τον έστειλε.
(1) Εισάγει με αυτό αλήθεια ειδικής σοβαρότητας.
(2) «Αυτό που είπε παραπάνω, αυτό και εδώ λέει για να τους κάνει να νιώσουν ντροπή» (Χ). «Εάν εγώ ο ασύγκριτα μεγαλύτερος, τόσο ταπεινώθηκα, πολύ περισσότερο εσείς» (Ζ).
(3) «Για όσο είναι δούλος αυτού… Διότι είναι κατωτερότητα το να είναι κανείς δούλος» (Ζ). «Όταν όμως γίνει ανώτερος, τότε ούτε δούλος είναι, ούτε απεσταλμένος» (Θφ). Στο Λουκ. στ 10 λέει «δεν υπάρχει μαθητής πάνω από τον διδάσκαλο». Ο Ματθαίος συνδυάζει και τις δύο μορφές του λόγου, και του Ιωάννη και του Λουκά. Και εδώ το επιχείρημα είναι από το ισχυρότερο.
(4) «Για όσο είναι… απεσταλμένος εκείνου. Διότι είναι κατωτερότητα… και το να στέλνεται κάποιος» (Ζ). Απόστολος κυριολεκτικά είναι ο απεσταλμένος για μεταβίβαση εντολής κάποιου ή για εκτέλεση παραγγελίας (ο). Ο Ιωάννης μόνο εδώ χρησιμοποιεί την λέξη. Κατά τους Συνοπτικούς ο Ιησούς έδωσε τον τίτλο στους δώδεκα (Λουκ. στ 13) και αυτοί ονομάζουν αυτούς έτσι. Ο Ιωάννης ονομάζει αυτούς οι μαθητές ή οι δώδεκα. Πιθανώς εδώ να υπαινίσσεται ειδικά τους δώδεκα (β).
Ιω. 13,17 εἰ ταῦτα(1) οἴδατε(2), μακάριοί ἐστε(3) ἐὰν ποιῆτε(4) αὐτά.
Ιω. 13,17 Εάν καταλαβαίνετε καλά αυτά, θα είσθε μακάριοι, εάν τα εφαρμόζετε.
(1) «Αυτά που ειπώθηκαν» (Ζ).
(2) «Αν μπορείτε να τα καταλάβετε με σαφήνεια» (Κ). Εάν καταλαβαίνετε πλήρως και εκτιμάτε (β).
(3) «Και ο Σωτήρας λοιπόν είπε ότι αυτός που έπραξε και δίδαξε θα αποκληθεί μέγας, και πολύ δίκαια, στη βασιλεία των ουρανών» (Κ). Μακάριοι διότι θα αποκτήσετε πραγματική υπεροχή ενώπιον του Θεού από τώρα και στη μέλλουσα οικονομία (g).
(4) «Διότι δεν αρκεί να ξέρουμε μόνο, αλλά πρέπει και να πράττουμε» (Ζ). «Διότι περισσότερο αξιαγάπητο και αξιοζήλευτο είναι όχι το να γνωρίζουμε την αρετή, αλλά να την εφαρμόζουμε» (Κ).
«Διότι το να γνωρίσουν μεν ανήκει σε όλους, το να πράξουν όμως δεν είναι έργο όλων» (Χ).
Είναι μεν μέγα προσόν να έχουμε γνώση των καθηκόντων μας, αλλά μόνη η γνώση δεν είναι αρκετή να μας κάνει μακάριους. Η γνώση αποτελεί φωτισμό για πράξη και εφαρμογή, αλλιώς αποβαίνει όχι μόνο ανωφελής και μάταιη, αλλά επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τη θέση μας, διότι «μεγαλύτερη καταδίκη θα έχουμε» εφόσον «αν κάποιος ξέρει να κάνει το καλό και δεν το κάνει, είναι αμαρτία σε αυτόν» (Ιακ. δ 17).
Ιω. 13,18 οὐ περὶ πάντων ὑμῶν λέγω(1)· ἐγὼ(2) οἶδα(3) οὓς ἐξελεξάμην(4)· ἀλλ᾿(5) ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ(6), ὁ τρώγων(7) μετ᾿ ἐμοῦ τὸν ἄρτον(8) ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ(9).
Ιω. 13,18 Και αυτά δεν τα λέγω δι' όλους σας. Εγώ ξέρω πολύ καλά ποίας ποιότητος άνθρωποι ήσαν αυτοί τους οποίους εξέλεξα. Εγνώριζα πολύ καλά ότι και ένας ανάξιος εισεχώρησε μεταξύ σας, δια να εκπληρωθή έτσι η προφητεία της Γραφής• Εκείνος που τρώγει συνεχώς μαζή μου ως φίλος το ψωμί στο αυτό τραπέζι, εσήκωσε την πτέρναν του και με εκλώτσησε.
(1) Όταν μιλώ για σας ως μακάριους (b). Λέγοντας αυτά δεν περιμένω, ότι όλοι σας θα τηρήσετε αυτά. «Λέγοντας ότι θα είναι μακάριοι αυτοί που γνωρίζουν μεν το καλό, και προσπαθούν να το κάνουν πράξη, πρόσθεσε αμέσως, Δεν λέω για όλους, υπαινισσόμενος τον προδότη· διότι δεν ανήκει στους αξιοζήλευτους ο θεομίσητος, ούτε θα μπορούσε να καταταχτεί ποτέ μαζί με τους μακάριους αυτός που κατέστησε την ψυχή του ένοχη για τόσο μεγάλη ασέβεια» (Κ).
«Πω, πω μέγεθος ανεξικακίας! Δεν ελέγχει ακόμη τον προδότη, αλλά συγκαλύπτει το πράγμα, δίνοντας έτσι σε αυτόν ευκαιρία για μετάνοια. Και ελέγχει και δεν ελέγχει, λέγοντας τα εξής· Αυτός που τρώει κλπ» (Χ).
«Αν και είπε σε διάφορους καιρούς πολλά παρόμοια, που κεντούσαν μόνο τη συνείδηση του προδότη, και από τη μία δίδασκαν, ότι δεν είναι κρυφή η επιβουλή του, ταυτόχρονα δε πάλι τον καλούσαν σε μετάνοια και διόρθωση, δεν τον έπεισε» (Ζ).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Εγώ ο Κύριος (b).
(3) «Γνωρίζω ως Θεός» (Ζ). Και εδώ δηλώνεται η υπερφυσική γνώση του Κυρίου. Υπάρχει και η γραφή: Εγώ γαρ οἶδα.
(4) Και η γραφή τίνας εξελεξάμην. Ή, πιο σωστά, αναφέρεται στην εκλογή των 12, όταν και «τον Ιούδα διάλεξε και τον ανέμιξε με τους άλλους μαθητές, χωρίς να αγνοεί ότι και προδότης θα αποδειχτεί και θα πέσει μέσα στα δίχτυα της φιλοκερδείας» (Κ).
«Γνωρίζω ποιος είναι ο καθένας από αυτούς που διάλεξα. Γνωρίζω λοιπόν και ποιος είναι ο Ιούδας και δεν μου είναι κρυφό, το ότι ο διάβολος έχει ήδη βάλει στην καρδιά του τά εναντίον μου» (Ω).
Σημείωσε, ότι υπάρχει ανάμιξη κακών μαζί με τους καλούς στις άριστες κοινωνίες· υπήρξε ένας Ιούδας μεταξύ των αποστόλων και θα εξακολουθεί να γίνεται έτσι έως ότου φτάσουμε στη μακάρια εκείνη κοινωνία, στην οποία τίποτα το ακάθαρτο ή υποκριτικό δεν θα μπει. Ή, λιγότερο πιθανή εκδοχή «Γνωρίζω ποιους διάλεξα να συμμετέχουν μαζί μου στην μακαριότητα. Και ο προδότης Ιούδας δεν είναι από αυτούς τους διαλεγμένους» (Αυ).
«Αν όμως ο Κύριος διάλεξε τον Ιούδα και αυτός έκανε παράβαση, τίποτα δεν σημαίνει αυτό· διότι όταν ήταν καλός αυτός τον διάλεξε και μεταβλήθηκε όπως ο Αδάμ και ο Σαούλ. Διότι ο Θεός δεν αναιρεί το αυτεξούσιο (ελευθερία βούλησης), αλλά επιτρέπει στον καθένα, να κάνει όπως θέλει» (αμ).
(5) Ο λόγος είναι ελλειπτικός. Ή, επίσης διάλεξα και τον Ιούδα για να εκπληρωθεί η γραφή. Ή, αλλά αυτό έγινε για να εκπληρωθεί η γραφή (g). Ή, αλλά επίσης η προδοσία αυτή θα έλθει για να… (β).
(6) Το εκβατικό ἵνα, για το οποίο δες παραπάνω. «Ας μη νομίσει κάποιος ότι για αυτό φτάνουν εις πέρας τα προφητευμένα από τους άγιους προφήτες, για να εκπληρωθούν δηλαδή οι γραφές. Διότι αν είναι αλήθεια αυτό, τίποτα καθόλου δεν θα εμποδίσει αυτούς που αναγκαστικά υπηρέτησαν τις γραμμένες προφητείες, από το να έχουν δικαιολογημένη την αμάρτία, ή μάλλον καλύτερα, να θεωρούν ότι ούτε καν αμάρτησαν. Διότι αν έπρεπε να εκπληρωθούν, θα πει κάποιος, και εκπληρώνονταν με αυτούς, άρα αυτοί μέσω των οποίων εκπληρώθηκαν θα μπορούσαν να είναι ελεύθεροι από κάθε ευθύνη.
Από την άλλη πάλι η θεία γραφή θα φαινόταν λοιπόν οπωσδήποτε και βοηθός της αμαρτίας, καλώντας κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά κάποιους σε εκείνα τα οποία λέγονταν από αυτήν, έτσι ώστε να φτάσει σε τέλος αυτό που είχε παλιά προφητευτεί… Για αυτό λοιπόν, δεν πιστεύουμε ότι για αυτήν την αιτία διαπράχτηκαν τα έργα από κάποιους, για να εκπληρωθούν δηλαδή οι γραφές· αλλά το Πνεύμα μίλησε επειδή προγνώριζε ότι οπωσδήποτε θα γίνουν αυτά που θα συμβούν» (Κ).
(7) Η παράθεση μάλλον κατά το εβραϊκό, οπωσδήποτε όμως όχι από τους Ο΄ από το Ψαλμ. μ 10. «Αυτός που έτρωγε τα ψωμιά μου ύψωσε όσο μπορούσε υψηλότερα την φτέρνα του και κατάφερε εναντίον μου κλωτσιά. Οι μεν Ο΄ λοιπόν έτσι ερμήνευσαν το ρητό από το εβραϊκό· ο Χριστός όμως ερμηνεύοντας το ίδιο ρητό από το ίδιο κείμενο, τα ίδια λέει και αυτός, με άλλες ισοδύναμες λέξεις» (Ζ).
Ο Δαβίδ έγραψε το χωρίο για τον Αχιτόφελ, στενό του φίλο, από τον οποίο αχάριστα προδόθηκε. Δες Β΄ Βασ. ιε 31 και εξής. Λόγος με διπλό αποτέλεσμα, ο οποίος κατά το θείο σχέδιο επρόκειτο ομοίως να εκπληρωθεί με την προδοσία του Ιούδα (F). Ο Αχιτόφελ από την άποψη αυτή υπήρξε τύπος του Ιούδα (ο).
«Εξηγήθηκε με διαφορετικά λόγια το ρητό από τον τεσσαρακοστό ψαλμό που είναι ως εξής: «καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν. (=και ο επιστήθιος φίλος μου, στον οποίον είχα στηρίξει τας ελπίδας μου, αυτός ο οποίος έτρωγε εις την τράπεζάν μου το φάγητόν μου, κατέφερε εναντίον μου μεγάλο λάκτισμα).
Ο Σωτήρας λοιπόν λέει ότι το ρητό αυτό ειπώθηκε για αυτόν και τον Ιούδα· εξ αιτίας αυτού θα αναρωτηθείς πώς ο Ιούδας ήταν άνθρωπος ειρήνης και ο Σωτήρας ήλπισε σε αυτόν. Νομίζω λοιπόν ότι με αυτά δηλώνεται, ότι κάποτε είχε πιστέψει γνήσια… και δεν νομίζω ότι θα του εμπιστευόταν το ταμείο αν ήταν από τη αρχή κλέφτης· ήταν λοιπόν άξιος να του το εμπιστευτεί και του το εμπιστεύτηκε (αν και προγνώρισε ότι θα πέσει)· Και ήταν τόσο πολύ άνθρωπος ειρήνης του Χριστού, ώστε κάποτε ο Ιησούς είχε αγαθές ελπίδες για αυτόν ότι θα είναι καλός απόστολος. Άκου δηλαδή αυτό που λέει «στον οποίο ήλπισα»» (Ω).
(8) «Αυτός που τρέφεται από εμένα, αυτός που απολαμβάνει μαζί μου το τραπέζι, το οποίο ακόμη και τους εχθρούς τους κάνει να ντρέπονται» (Θφ).
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ιωάννης δεν λέει ο εσθίων αλλά ο τρώγων, λιγότερο συνηθιζόμενη λέξη, την οποία χρησιμοποιεί 4 φορές (στ 54,56,57,58) για την περίπτωση που τρώνε την σάρκα του Κυρίου στη θεία Ευχαριστία. Θα ήταν λοιπόν έξω από τη συνήθειά του να μην χρησιμοποιήσει αυτήν προκειμένου για το φαγητό στο μυστικό δείπνο (β). Το να τρώει κάποιος άρτο στο τραπέζι κάποιου ανώτερου θεωρούνταν ταυτόσημο με το να παίρνει δείγμα και εγγύηση εμπιστοσύνης, και να παρέχει υπόσχεση πίστης και αφοσίωσης (Β΄ Βασιλ. θ 7,14,Δ Βασιλ. κε 29)· το να προδώσει λοιπόν εκείνον, με τον οποίο έφαγε κάποιος άρτο, ήταν σοβαρή κατάργηση των παραδόσεων της φιλοξενίας (β).
Ας θυμόμαστε, ότι δεν είναι μαθητές του Χριστού όλοι εκείνοι, όσοι τρώγουν τον άρτο του. Υπάρχει και η γραφή: «Τον άρτον μου», αντί για «μετ᾿ ἐμοῦ τὸν ἄρτον».
(9) «Το εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτέρναν αὐτοῦ, παραφράστηκε στο ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ, ώστε να είναι το ίδιο το Εμεγάλυνε με το ἐπῆρεν. Και αν πρέπει να αποσαφηνίσουμε τη φράση ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ και εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτέρναν αὐτοῦ, θα πούμε, ότι αυτό κάνει αυτός που απλώνει το πόδι σε κάποιον» (Ω).
Σήκωσε εναντίον μου τη φτέρνα του για να με κλωτσήσει. Η μεταφορά πιθανώς πάρθηκε από ζώο δύστροπο και σκληρό, το οποίο ξαφνικά στρέφεται και κλωτσά τον κύριό του, τη στιγμή που αυτός το περιποιείται και ίσως του προσφέρει τη συνηθισμένη τροφή (ο). Η φράση «σηκώνω την φτέρνα εναντίον κάποιου» δηλώνει λοιπόν ή «το δολερό και ύπουλο και κρυφό της επιβουλής» (Χ)= την ώρα που ανύποπτος φιλοξενεί κάποιος κάποιον στο τραπέζι δέχεται από αυτόν πλήγμα. Ή, δηλώνει το κτηνώδες μίσος (g)· την κτηνώδη βία (β).
Ο Ιούδας ως αποστάτης υπήρξε ένοχος της ευτελέστερης και απαισιότερης επιβουλής κατά του Χριστού. Απαρνήθηκε τον Χριστό και έστρεψε τα νώτα του προς αυτόν αφού αποχωρίστηκε από τον κύκλο των μαθητών του. Επιπλέον περιφρόνησε τον Χριστό με το να τινάξει κατά κάποιο τρόπο τη σκόνη των ποδιών του κατά πρόσωπον του διδασκάλου, υβρίζοντας αυτόν και το ευαγγέλιό του. Τέλος έγινε εχθρός του κλωτσώντας τον όπως πράττουν αυτοί που με τα χέρια παλεύουν εναντίον των αντιπάλων τους, τους οποίους θέλουν να ανατρέψουν.
Ιω. 13,19 ἀπ᾿ ἄρτι(1) λέγω ὑμῖν(2) πρὸ τοῦ γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται πιστεύσητε(3) ὅτι ἐγώ εἰμι(4).
Ιω. 13,19 Σας αναγγέλω αυτά από τώρα, πριν πραγματοποιηθούν, ώστε όταν η προδοσία γίνη, να πιστεύσετε ότι εγώ είμαι ο Χριστός.
(1) Αντιτίθεται με τον χρόνο, στον οποίο θα πραγματοποιηθεί το προφητευμένο γεγονός (g).
(2) Η προαναγγελία για τον προδότη εισάγεται τώρα από τον Ιησού τόσο σαφώς, ενώ ο υπαινιγμός του στίχου 10 ήταν ασαφής.
(3) «Λέω από τώρα αυτά που είναι μεν ήδη πολύ κοντά, δεν έχουν όμως ακόμη ολοκληρωθεί, αυτά σάς τα γνωστοποιώ, έτσι ώστε όταν συμβεί να γίνουν, συνδυάζοντας τα προφητευμένα από εμένα με την έκβαση των πραγμάτων… να πιστέψετε… Ταυτόχρονα λοιπόν ο Κύριος… και τον προδότη επιχειρεί προσεχτικά να επανορθώσει, κάνοντας τον έλεγχο κρυμμένο με πολλή ασάφεια, και την έκβαση της προδοσίας, την λέει ότι θα είναι σημάδι και σαφέστατη απόδειξη ότι αυτός είναι ο Χριστός» (Κ).
Δες Ιω ιστ 4,ιδ 29, «Και πρόσεξε αν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους τόσο σπουδαίους μαθητές του Ιησού, ότι δεν είχαν ακόμη πιστέψει… Όπως ακριβώς αν λέγονταν σε έναν σοφό κάποια λόγια και μετά προσθέτονταν και τα εξής· Αυτά θα σε κάνουν σοφό, δεν θα εννοούσαμε οπωσδήποτε ότι έγινε από μη σοφός σοφός, αλλά από σοφός σοφότερος επειδή ακολουθεί η προκοπή και οδεύει στην τελειότητα· έτσι να εννοήσεις, σε παρακαλώ, ότι και ο πιστός μπορεί να γίνει πιστότερος. Διότι και οι απόστολοι όταν πλησίασαν κάποτε τον Κύριο δεν κατηγορούσαν τους εαυτούς τους ως απίστους όταν έλεγαν σε αυτόν το, Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη. Διότι με το «πρόσθεσε» σαφώς αποδεικνύεται, ότι είχαν πίστη που χωρούσε προσθήκη» (Ω).
(4) Ή, «ώστε όταν εκπληρωθεί αυτή η Γραφή να πιστέψετε, ότι εγώ είμαι, αυτός για τον οποίο εκείνη προφήτευσε» (Ζ) «και είπε, αυτός που τρώει μαζί μου τον άρτο σήκωσε εναντίον μου τη φτέρνα του» (Αυ). Ή, όπως στο η 24= Εγώ είμαι ο προαναγγελμένος Μεσσίας (F)· «να πιστέψετε, ότι εγώ είμαι ο προφητευμένος Χριστός» (Ω), «για τον οποίον αυτά τα λόγια προφήτευσε η θεία γραφή» (Κ).
Ή, μπαίνει απόλυτα χωρίς να υπονοείται κάποιο κατηγορούμενο όπως και στο η 58, σαν αντίστοιχο της ίδιας φράσης, με την οποία στην Π.Δ. ο Θεός ονομάζει τον εαυτό του. Δες Ιεζεκ. κδ 24. Με τη σαφή και βέβαιη πρόγνωση αυτών που μέλλουν να συμβούν ο Χριστός έδωσε αδιαμφισβήτητη απόδειξη, ότι είναι ο αληθινός Θεός, μπροστά στον οποίο τα πάντα είναι γυμνά και ακάλυπτα. Προείπε ότι ο Ιούδας θα παρέδιδε αυτόν σε ώρα, κατά την οποία καμιά υπόνοια για αυτόν δεν ήταν δυνατόν να εισχωρήσει σε κάποιον και έτσι απέδειξε ότι είναι εκείνος, του οποίου ο λόγος είναι «κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδιάς» και ο οποίος εξετάζει καρδιές και νεφρούς.
Ιω. 13,20 ἀμὴν ἀμὴν(1) λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων(2) ἐάν τινα πέμψω, ἐμὲ λαμβάνει(3), ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων λαμβάνει τὸν πέμψαντά με.
Ιω. 13,20 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που δέχεται κάποιον που εγώ θα στείλω, δέχεται εμέ. Και εκείνος που δέχεται εμέ, δέχεται αυτόν που μ' έστειλε.
(1) Η σχέση με τα προηγούμενα είναι διαφορετική σύμφωνα με τους διάφορους ερμηνευτές: Ή, λέει αυτά «παρηγορώντας τους περισσότερο επειδή πρόκειται εντός ολίγου να διατρέξουν την οικουμένη» (Ζ), «και να πάθουν πολλά δεινά» (Χ).
Ή, πιο σωστά, ο στίχος αυτός πρέπει να συνδεθεί με αυτά που ειπώθηκαν στους στίχους 16-17= Είπα, ότι δεν υπάρχει απόστολος ανώτερος από αυτόν που τον έστειλε. Σας βεβαιώνω όμως ακόμη, ότι οι απόστολοί μου δεν είναι μικρότεροι από εμένα. Για αυτό είναι και μακάριοι (g).
(2) Συναντιέται η ίδια βεβαίωση και στους Συνοπτικούς. Δες Ματθ. ι 40,Μαρκ. θ 37,Λουκ θ 48 με μικρές λεκτικές παραλλαγές. Ο Ιωάννης αντικαθιστά το από τον Ματθαίο χρησιμοποιούμενο ρήμα δέχομαι με το λαμβάνω και το αποστέλλω με το πέμπω (β).
(3) Γενικώς παραδεκτή αρχή, ότι η τιμή που απονέμεται σε κάποιον πρέσβη, μεταβαίνει στο πρόσωπο του κυριάρχου του, τον οποίον αυτός αντιπροσωπεύει (β).
«Όποιος δέχεται αυτόν που θα στείλει ο Ιησούς, δέχεται τον Ιησού που είναι στο πρόσωπο αυτού που στάλθηκε· και αυτός που δέχεται τον Ιησού δέχεται τον Πατέρα. Άρα αυτός που δέχεται αυτόν που θα στείλει ο Ιησούς, δέχεται τον Πατέρα που έστειλε τον Ιησού» (Ω).
Ο Χριστός ήδη έφευγε από τον κόσμο αυτόν, θα άφηνε όμως μία τάξη ανθρώπων ως πράκτορες και αντιπροσώπους του για να κηρύττουν το λόγο του. Εκείνοι λοιπόν οι οποίοι δέχονται τον λόγο αυτόν και τους κήρυκές του στο όνομα του Χριστού και από αγάπη προς αυτόν, δέχονται αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Το να πιστεύει κάποιος στη διδασκαλία του Χριστού και να υπακούει στις εντολές του και να δέχεται την σωτηρία που προσφέρεται στο όνομά του και με τους όρους, με τους οποίους αυτή προσφέρεται, ισοδυναμεί με το να δέχεται εκείνους, τους οποίους ο Χριστός αποστέλλει, άρα και με το να δέχεται αυτόν τον ίδιο τον Κύριο Ιησού.
Ιω. 13,21 Ταῦτα εἰπὼν(1) ὁ Ἰησοῦς ἐταράχθη(2) τῷ πνεύματι(3), καὶ ἐμαρτύρησε(4) καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν(5) λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν(6) παραδώσει με(7).
Ιω. 13,21 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, εταράχθη εσωτερικώς πολύ, και καθαρά και ξάστερα εμαρτύρησε περί αυτού και είπε• σας αποκαλύπτω και σας διαβεβαιώνω, ότι ένας από σας θα με παραδώση.
(1) Τα προηγούμενα λόγια, στα οποία δύο φορές υπαινίχθηκε τον προδότη.
(2) Από λύπη «για την απώλεια του προδότη. Ταράχτηκε δηλαδή από την πολύ μεγάλη συμπάθεια, στενοχωρούμενος υπερβολικά για αυτόν» (Ζ).
Ή, «ταράχτηκε εύλογα, αγανακτώντας για την δυστροπία του Ιούδα» (Κ). Είναι δυνατόν και τα δύο συναισθήματα να διεγέρθηκαν στον Κύριο. (Δες «καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ᾿ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν = Και αφού περιέφερε γύρω εις αυτούς με οργήν το βλέμμα του, ενώ συγχρόνως τους ελυπείτο ειλικρινώς δια την πώρωσιν της καρδιάς των» Μάρκ. γ 5).
(3) Προτιμά τον όρο αυτόν από τον όρο ψυχή που λέει στο ιβ 27. Ή, διότι θέλει να σημάνει, ότι εκ βάθους ψυχής ταράχτηκε (ο). Οι εχθρότητες των αντιπάλων δεν μπορούν να πληγώσουν την ψυχή τόσο πολύ όσο οι προδοσίες των φίλων (τ).
Ή, για να σημάνει, ότι η ταραχή είχε έδρα τις ανώτερες πνευματικές δυνάμεις του Κυρίου, και ήταν θρησκευτικής φύσης και ένα είδος φρίκης, την οποία δοκιμάζει η αγνή καρδιά αυτού που έρχεται σε επαφή με το όργανο του σατανικού εγκλήματος της προδοσίας (g).
«Το πάθος ερχόταν στην επικράτεια του πνεύματος. Όπως δηλαδή ο άγιος ζει με το πνεύμα το οποίο αρχίζει τα πράγματα της ζωής και κάθε πράξη και προσευχή και τον ύμνου προς το Θεό, έτσι οτιδήποτε κάνει και οποτεδήποτε, το κάνει με το πνεύμα, αλλά και αν πάσχει, πάσχει με το πνεύμα» (Ω).
Η προδοσία του Ιούδα έθιγε τον Ιησού στα τρυφερότερα βάθη της ψυχής του. Σημείωσε ότι οι πτώσεις των μαθητών του Χριστού ταράζουν αυτόν βαθύτατα. Οι αμαρτίες των χριστιανών λυπούν πολύ τον Κύριό τους.
(4) Ή «διαμαρτυρήθηκε για την προδοσία» (Ζ). Ή, πιο σωστά, με αυτό αντιθέτει την θετική και σαφή διακήρυξη, η οποία πρόκειται να επακολουθήσει, με τους αόριστους υπαινιγμούς των στίχων 10 και 18 (g)= Έδωσε σαφή και ορισμένη μαρτυρία. Λέγεται για τον Ιησού που προλέγει αυτό που σίγουρα θα του συμβεί (G). Αποκαλύπτει με αυτήν ο Ιησούς μυστικό, το οποίο ήταν γνωστό μόνο στον διάβολο και τον Ιούδα (μ).
(5) Η φράση χαρακτηρίζει την θεία βεβαιότητα της προαναγγελίας αυτής απέναντι στην δυσκολία, την οποία θα δοκίμαζαν οι απόστολοι για να την παραδεχτούν (g)= Όσο απίθανο και αν σας φαίνεται, σας βεβαιώνω κατηγορηματικότατα, ότι…
(6) «Με πολλή έμφαση ο Χριστός λέει αυτό και με αυτό ή κατηγορεί την αχαριστία αυτού που τόλμησε τέτοιο πράγμα, ή δείχνει το μέγεθος της κακίας του διαβόλου, που τόσο πολύ κατάφερε, ώστε να αρπάξει έναν και από αυτούς τους αποστόλους» (Κ).
«Ένας, λέει, που ξέπεσε από την ομάδα και βγήκε από ανάμεσά σας, θα με παραδώσει» (Θφ).
Ένας από σας, οι οποίοι πήρατε από εμένα τέτοιες εξαιρετικές χάρες· για τους οποίους είχα κάθε λόγο να φρονώ, ότι θα μένατε σταθεροί στην προς εμένα αγάπη· οι οποίοι εκδηλώσατε έναν τέτοιο σεβασμό σε μένα· Ποια αδικία έγινε εκ μέρους μου, ώστε ο ένας από εσάς να με προδώσει;
(7) Δες στ 64. Όλοι οι ευαγγελιστές (Ματθ. κστ 21,Μάρκ. ιδ 18,Λουκ. κβ 21) συμφωνούν, ότι η σαφής αυτή προαναγγελία της προδοσίας έγινε για πρώτη φορά κατά τον Μυστικό δείπνο και ότι σε αυτήν δεν αποκαλύφθηκε ξεκάθαρα το όνομα του προδότη.
Ιω. 13,22 ἔβλεπον οὖν εἰς ἀλλήλους(1) οἱ μαθηταί, ἀπορούμενοι(2) περὶ τίνος λέγει(3).
Ιω. 13,22 Εκύτταζαν τότε ο ένας τον άλλον οι μαθηταί και ευρίσκοντο εις απορίαν δια ποίον τα έλεγε αυτά.
(1) «Σε όλους δημιουργεί το φόβο με το να μην αναφέρει το όνομα· εκείνοι όμως κυριεύονται από απορία, μολονότι δεν αισθάνονταν τίποτα το κακό για τον εαυτό τους· διότι θεωρούσαν πιο αξιόπιστη τη γνώμη του Χριστού από τους δικούς τους λογισμούς. Για αυτό και έβλεπαν ο ένας τον άλλον».
«Ο καθένας, όσο ήταν δυνατόν στην ανθρώπινη φύση, έβλεπε μέσα στην προαίρεση του άλλου, απορώντας, αν μπορούσε η ψυχή που έκανε τέτοια πράγματα… να μεταβληθεί τόσο πολύ και να ξεχάσει τα μαθήματα του Διδασκάλου, ώστε να φτάσει και στην προδοσία του» (Ω).
Ό,τι λυπεί τον Χριστό, είναι και πρέπει να είναι αιτία λύπης σε όλους εκείνους, οι οποίοι είναι δικοί του. Ιδιαιτέρως οι σκανδαλώδεις πτώσεις εκείνων, οι οποίοι φέρουν το όνομά του, πρέπει να λυπούν τους μαθητές του Διδασκάλου. «Ποιός σκανδαλίζεται και δεν καίγομαι εγώ;».
(2) «Αν μεν ήταν φανερή στους μαθητές του Ιησού η κακία του Ιούδα, τότε θα γνώριζαν ποιος ήταν αυτός που θα παραδώσει τον Διδάσκαλο όταν είπε ο Σωτήρας ότι ένας από σας θα με παραδώσει. Τώρα όμως βλέπονται μεταξύ τους οι μαθητές, απορώντας για ποιον λέει» (Ω).
«Έκπληξη και φόβος μαζί τρέχει μέσα στους μαθητές και βλέπονται μεταξύ τους, εγκυμονώντας διπλή ταραχή από τα λεγόμενα. Διότι ο καθένας μεν, όπως ήταν λογικό, ανατρέχοντας στην δική του ψυχή, φοβήθηκε όχι και λίγο, αλλά και βλέποντας και τους άλλους μαζί, δεν δέχονταν μικρότερη από την άλλη αγωνία» (Κ).
Έβλεπαν οι μαθητές τα πρόσωπα ο ένας του άλλου, προσπαθώντας να μαντεύσουν από την έκφρασή τους, ποιος ήταν ο ένοχος. Αλλά ενώ όλοι οι άλλοι έχοντας ελεύθερη και ανένοχη τη συνείδηση μπορούσαν να υψώνουν το κεφάλι αδίστακτα και να παρουσιάζουν όψη απαλλαγμένη και από το παραμικρό κοκκίνισμα, ο Ιούδας, ο οποίος ήταν ο ένοχος, είχε τόσο αποθρασυνθεί και είχε καταλήξει σε τόση αναισχυντία ώστε δεν παρουσίαζε στην όψη του κανένα σημάδι, που να προδίδει την ενοχή του. Για αυτό η ομάδα των μαθητών κυριεύεται από απορία.
(3) Οι συνοπτικοί αναφέρουν τα ίδια και παρουσιάζουν τον καθένα από τους αποστόλους να ρωτάει: «Μήπως είμαι εγώ, Κύριε;» (Ματθ. κστ 22).
«Παρόλο που ο καθένας τους γνώριζε για τον εαυτό του ότι είναι καθαρός και δεν διαπίστωναν τίποτα πονηρό στο νου τους, όμως θεωρούσαν πιο αξιόπιστο τον λόγο του Κυρίου από τους δικούς τους λογισμούς» (Θφ).
Ιω. 13,23 ἦν δὲ ἀνακείμενος(1) εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ(2), ὃν ἠγάπα(3) ὁ Ἰησοῦς·
Ιω. 13,23 Κατά την ώραν εκείνην είχε γείρει στο στήθος του Ιησού ένας από τους μαθητάς του, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς.
(1) «Επειδή αυτός ο μαθητής πήρε εντολή από τον Πέτρο και ρώτησε κρυφά, Ποιος είναι αυτός που θα τον παραδώσει· ήταν αναγκαίο να πει πού καθόταν ώστε να μπορεί να ρωτάει κρυφά» (Ζ).
(2) Οι αρχαίοι έγερναν μάλλον στο τραπέζι παρά κάθονταν, και ο κάθε ένας που μετείχε στο τραπέζι είχε τον αριστερό βραχίονα στηριγμένο σε προσκέφαλο, έτσι ώστε να στηρίζει με το αριστερό χέρι το κεφάλι, και είχε το δεξί χέρι ελεύθερο για να τρώει με αυτό. Τα πόδια απλώνονταν προς τα πίσω. Έτσι ο καθένας είχε το κεφάλι να πλησιάζει στο στήθος αυτού που ήταν ξαπλωμένος στα αριστερά του. Την θέση αυτή κατείχε ο Ιωάννης. Δεξιά του Χριστού (g).
Ως προς τις τιμητικές θέσεις πρέπει να σημειωθεί, ότι ο οικοδεσπότης ή το κύριο πρόσωπο καθόταν στο κέντρο και η τιμητική θέση ήταν πάνω από αυτόν δηλαδή στα αριστερά του, και η μετά από αυτήν άλλη τιμητική θέση ήταν στα δεξιά του. Δεν είναι βέβαιο, ποιος κατείχε την προς τα αριστερά του Ιησού τιμητική θέση. Κάποιοι σκέφτηκαν, ότι κατείχε αυτήν ο Πέτρος. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε αυτός αμέσως, χωρίς την παρέμβαση του Ιωάννη, να ρωτήσει τον Ιησού. Το γεγονός όμως ότι έκανε νεύμα στον Ιωάννη, υποδηλώνει ότι δεν ήταν πολύ κοντά του. Πιθανότερο είναι ότι την πιο τιμητική αυτή θέση κατείχε ο Ιούδας, όπως υποδηλώνεται από το ότι ο Ιησούς μπορούσε να μιλά σε αυτόν κατ’ ιδίαν, χωρίς τα της συνομιλίας να ακούγονται από τους άλλους μαθητές. Δες στίχο 27 και Ματθ. κστ 25. Το ότι επίσης αυτός είχε και το ταμείο, παρείχε ίσως σε αυτόν και κάποια προτίμηση απέναντι στους συμμαθητές του (β).
Πάντως και η θέση του Ιωάννου ήταν τιμητική και «της τιμής αυτής αξιώθηκε επειδή κρίθηκε άξιος ξεχωριστής αγάπης από τον Διδάσκαλο» (Ω).
(3) «Ο Ιωάννης είναι αυτός, ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, ο οποίος, επειδή λέει για τον εαυτό του ότι ήταν αγαπημένος, έκρυψε το όνομά του, παραδίδοντάς το στη σιωπή, για να μην φανεί ότι καυχιέται» (Κ).
Ο Ιωάννης επιμελέστατα αποφεύγει να αναφέρει τον εαυτό του. Είναι επιθυμητότερο το να αγαπιέσαι από τον Ιησού παρά να διακρίνεσαι με το όνομά σου (b). Για πρώτη τώρα φορά ο Ιωάννης αναφέρεται στον εαυτό του σαν έναν από τους μαθητές τον οποίο αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς. Η φράση «ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς» αναφέρεται και πάλι στα ιθ 26,κα 7,20 και 24, και από το κα 24 τίθεται έξω αμφιβολίας, ότι ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς είναι αυτός ο ίδιος ο ευαγγελιστής (ο). ὃν ἠγάπα = «Αυτόν αγαπούσε ο Ιησούς, περισσότερο δηλαδή, επειδή ήταν άξιος να αγαπιέται περισσότερο, λόγω πλούτου αρετής μεγάλης» (Ζ).
«Πρόσεξε επίσης σε αυτόν και την έλλειψη καύχησης. Διότι δεν είπε το όνομα, αλλά ότι Αυτόν που αγαπούσε, όπως ακριβώς και ο Παύλος, όταν έλεγε· Γνωρίζω άνθρωπο πριν από δεκατέσσερα χρόνια» (Χ).
Ιω. 13,24 νεύει(1) οὖν(2) τούτῳ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι(3) τίς ἂν εἴη(4) περὶ οὗ λέγει.
Ιω. 13,24 Έκανε, λοιπόν, νόημα εις αυτόν ο Σίμων Πέτρος, να ερωτήση ποιός άραγε είναι αυτός, δια τον οποίον λέγει ο διδάσκαλος.
(1) «Θα μπορούσαμε να θαυμάσουμε εύλογα και σε αυτό πάλι, την πολλή ακρίβεια, όσον αφορά την ευλάβεια, των αγίων μαθητών… Ο Πέτρος, δεν έκανε μεν καθόλου ο ίδιος την ερώτηση, αλλά αφήνει την ερώτηση στον κοντινό και αγαπημένο για το λαμπρότερο της αγνότητας» (Κ).
Ο Πέτρος «επειδή από πολλή θερμότητα βρίσκεται σε πολλές περιπτώσεις μεν να είναι ορμητικός, αλλά να μαλώνεται, για αυτό το λόγο τώρα φοβήθηκε να ρωτήσει, για να μην τον μαλώσει και τώρα ο Κύριος ως προπετή» (Θφ). Είχε πρόσφατα επιτιμηθεί ο Πέτρος.
(2) Γνωρίζοντας ο Πέτρος ότι ο Ιωάννης αγαπιόταν από τον Κύριο και βλέποντας πόσο κατάλληλη ήταν ήδη η θέση του στο τραπέζι, για να ζητήσει πληροφορίες από τον Ιησού, για αυτά (λοιπόν…), «δεν του έκανε νεύμα με τη σκέψη ότι είναι ανώτερος, αλλά για την πολλή αγάπη του» (Χ).
(3) Υπάρχει και η γραφή «Σίμων Πέτρος και λέγει αυτώ Ειπέ τίς εστίν περὶ οὗ λέγει». Μολονότι μαρτυρείται σοβαρά δεν συμφωνεί όμως με το νεύει. Αυτός που κάνει νεύμα δεν μιλάει συγχρόνως και με τη γλώσσα. Η συνηθισμένη γραφή (την οποία έχει και ο Αλεξανδρινός κώδικας) μαρτυρείται από αρκετούς μεγαλογράμματους κώδικες και από τις Συριακές μεταφράσεις (την Πεσιτώ, του Σινά κλπ).
(4) =Ποιος μπορεί να είναι. Εκφράζει η ερώτηση ένα είδος αμφιβολίας. (=Πώς είναι δυνατόν μαθητής από τον κύκλο μας να προβεί σε κάτι τέτοιο;).
Ιω. 13,25 ἐπιπεσὼν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ τὸ στῆθος(1) τοῦ Ἰησοῦ λέγει αὐτῷ· Κύριε(2), τίς ἐστιν;
Ιω. 13,25 Αφού δε έπεσε εκείνος στο στήθος του Ιησού, τον ηρώτησε• Κύριε, ποιός είναι εκείνος που θα σε παραδώση;
(1) Το επιπεσών υποδηλώνει απότομη κίνηση, σύμφωνη με την ζωηρότητα του συναισθήματος που την προκάλεσε (g). Υπάρχει και η γραφή αναπεσών δὲ ἐκεῖνος ούτως ἐπὶ τὸ στῆθος = «Έτσι· όπως ήταν γερμένος, δηλαδή δεν σηκώθηκε, αλλά μόνο γύρισε προς το μέρος του» (Ζ) και «γέρνοντας ήσυχα προς τον διδάσκαλο, ψιθυρίζει κρυφά» (Κ) και «ρωτά σχεδόν στο αυτί του, ώστε να μην γίνει φανερός ο προδότης» (Χ).
(2) Αν και ψιθύρισε τη φράση στο αυτί του Ιησού, αποκαλεί αυτόν Κύριο. Η οικειότητα την οποία είχε προς τον Διδάσκαλο, δεν μείωνε τον προς αυτόν σεβασμό του. Όσο στενότερη σχέση και κοινωνία έχουν οι ευσεβείς ψυχές με τον Χριστό, τόσο περισσότερο αισθάνονται την αξία και το μεγαλείο του και τη δική τους αναξιότητα και ευτέλεια, όπως άλλοτε και ο Αβραάμ, ο οποίος συνομιλώντας πριν την καταστροφή των Σοδόμων και Γομόρρας με το Θεό διακήρυξε για τον εαυτό του ταπεινά: «Εγώ είμαι χώμα και στάχτη» (Γεν. ιη 27).
Ιω. 13,26 ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον(2) ἐπιδώσω(3). καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον δίδωσιν(4) Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτῃ.
Ιω. 13,26 Απεκρίθη ο Ιησούς• είναι εκείνος προς τον οποίον εγώ θα του δώσω ψωμί, αφού προηγουμένως το βουτήξω στον ζωμόν. Και αφού βούτηξε στο πιάτο ένα κόματι ψωμί, το έδωσε στον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον υιό του Σίμωνος.
(1) «Και ο Χριστός έτσι αποκρίθηκε» (Χ), στο αυτί του Ιωάννη (b), ώστε να ακουστεί μόνο από αυτόν «και ούτε τότε δεν έκανε φανερό» (Χ) τον Ιούδα, «αλλά με το ψωμί δήθεν τον κάνει φανερό» (Θφ). Όπως φαίνεται από το στίχο 28 ίσως και ο ίδιος ο Ιωάννης δεν κατανόησε πλήρως την απάντηση του Κυρίου.
(2) Υπάρχει και η γραφή: βάψω το ψωμίον και δώσω. Το ψωμίον= ένα τεμάχιο. Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. δεν συναντιέται η λέξη εκτός από το χωρίο αυτό (β).
(3) Ήταν δείγμα οικειότητας το να επιτρέψει κάποιος σε ξένο να βουτήξει το ψωμί του σε κοινό πιάτο (Ρουθ β 14). Ακόμη και μέχρι σήμερα στην Ανατολή συνηθίζεται ως ένδειξη τιμητικής εύνοιας προς τον φιλοξενούμενο το να δίνουν σε αυτόν τεμάχιο εκλεκτό από το κεντρικό πιάτο. Αυτό έπραξε και ο Ιησούς για τον Ιούδα, ο οποίος πιθανώς ήταν γερμένος στα αριστερά του. Ο τρόπος αυτός της φιλοφροσύνης ήταν τόσο συνηθισμένος, ώστε δεν απόσπασε ιδιαιτέρως την προσοχή των μαθητών κατά την προκειμένη περίπτωση (β).
(4) Ο Ιησούς έδωσε αυτό με μέγιστη μακροθυμία· και οι άλλοι μαθητές αναμφίβολα σκέφτηκαν για τον Ιούδα, ότι ευλογήθηκε αυτός περισσότερο από τους άλλους (b).
«Δέξου, λέει, τον άρτο, του οποίου μετέλαβες μαζί μου, έλα σε συναίσθηση του κοινού τραπεζιού. Αλλά δεν κατάλαβε, αφού είχε ναρκωθεί η ψυχή του από το πάθος» (Θφ).
Σύμφωνα με τον Ματθαίο (κστ 25) ο Ιούδας ρώτησε τον Κύριο «μήπως είμαι εγώ, ραββί;» και ο Κύριος απάντησε σε αυτόν· «Συ είπας». Πιθανότατα το δόσιμο του ψωμιού και η στιχομυθία αυτή συνέπεσαν. Και εφόσον ο Ιούδας ήταν γερμένος δίπλα στον Ιησού, δεν έγινε αυτή αντιληπτή.
«Ο Σωτήρας δεν δίνει στον Ιωάννη κάποιο άλλο σημάδι του πράγματος, παρά αυτό που από παλιά προφητεύτηκε από την φωνή του προφήτη· αυτός που έτρωγε τους άρτους μου σήκωσε ψηλά τη φτέρνα του και με κλώτσησε. Διότι αφού βούτηξε δίνει το ψωμί, δείχνοντας με αυτό αυτόν που έτρωγε τον άρτο του» (Κ).
Υπάρχει και η γραφή: βάψας οὖν το ψωμίον.
Ιω. 13,27 καὶ μετὰ τὸ ψωμίον(1) τότε(2) εἰσῆλθεν(3) εἰς ἐκεῖνον(4) ὁ σατανᾶς. λέγει οὖν(5) αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὃ ποιεῖς(6), ποίησον(7) τάχιον(8).
Ιω. 13,27 Και στον Ιούδαν, αφού επήρε το ψωμί εισήλθεν εις αυτόν ο σατανάς. Αδιόρθωτον καθώς τον είδε ο Κυριος, του είπε• αυτό που πρόκειται να κάμης, κάμε το το ταχύτερον.
(1) Η ένδειξη αυτή της εύνοιας του Ιησού προς τον Ιούδα δεν τον συγκίνησε.
«Ο προδότης λοιπόν δεν ντράπηκε τους ελέγχους που από πριν έγιναν κρυφά και μυστικά, αλλα ούτε την ακαταμάχητη ισχύ της αγάπης, ούτε τιμή και δόξα και χάρη, ούτε την ευλογία την από το Χριστό» (Κ).
«Ας υποθέσουμε, ότι η συμμετοχή στο ίδιο τραπέζι δεν τον έκανε να νιώσει ντροπή (τον Ιούδα), το ότι όμως πήρε το τεμάχιο άρτου από τον Κύριο ποιού την προσοχή ήταν δυνατόν να μην προσελκύσει; Αλλά όχι εκείνον· για αυτό και ο σατανάς τότε μπήκε σε αυτόν γελώντας με αυτόν για την αναισχυντία του» (Χ).
(2) Δίνοντας το ψωμί στον Ιούδα ο Κύριος έκανε την ύστατη έκκληση στη συνείδησή του. Η στιγμή λοιπόν ήταν κρίσιμη και εκφράζεται αυτό από τον Ιωάννη με το «τότε» (g).
«Ας μη νομίσει πάλι κάποιος, ότι το ψωμί έγινε η αιτία στον προδότη να δεχτεί το σατανά… αλλά επειδή όλη η αγάπη σε αυτόν ολοκληρώθηκε και τίποτα και με το παραπάνω δεν έλειψε που συντελούσαν στην τιμή και στη διάθεση, ακολουθούσε ο Ιούδας τα ίδια σχέδια… και δεν μετακινεί την καρδιά του από την παράνομη απόφαση… αλλά ακόμη χειρότερα δίψασε το τέρμα της ασέβειας και νικήθηκε από κακά τολμήματα, για αυτό μπήκε λοιπόν ο σατανάς» (Κ).
Πολλοί γίνονται χειρότεροι από τις δωρεές της αγαθότητας του Κυρίου και στηρίζονται ακόμη περισσότερο στην αμετανοησία τους με τα μέσα εκείνα, τα οποία η θεία αγαθότητα παρέχει σε αυτούς για μετάνοια.
(3) «Επειδή βρήκε την καρδιά του ολάνοιχτη όπως ακριβώς κάποια πύλη που έμεινε χωρίς την προσοχή του φύλακα και είδε απύλωτο το νου του» (Κ).
«Προηγουμένως μεν δεν μπήκε ο σατανάς στον Ιούδα, αλλά μπήκε μόνο στην καρδιά του, για να παραδώσει τον Διδάσκαλο, στο σημείο όμως που τώρα εξετάζουμε μετά το ψωμί μπήκε σε εκείνον. Για αυτό ακριβώς και εμείς να φυλαγόμαστε μήπως κάποτε ο διάβολος βάλει στην καρδιά μας οποιοδήποτε από τα πυρωμένα βέλη του. Διότι εάν βάλει, παραφυλάει μετά από αυτό να μπει και αυτός» (Ω).
«Προηγουμένως τον παρενοχλούσε από έξω με το πάθος της φιλαργυρίας. Τώρα όμως τον κυρίευσε ολοκληρωτικά» (Θφ).
«Διότι δεν έχει πλέον σύμβουλο τον σατανά αλλά ήδη τον κάνει δεσπότη και εξουσιαστή όλης της καρδιάς του αυτόν που στην αρχή ψιθύριζε στη διάνοιά του. Διότι μπήκε σε αυτόν σύμφωνα με το λόγο του ευαγγελίου» (Κ). «Διότι έως ότου ανήκε στην ομάδα των μαθητών…του έκανε επιθέσεις από έξω, όταν όμως τον φανέρωσε ο Κύριος… πήδηξε λοιπόν μέσα του τελείως ελεύθερα» (Χ).
«Διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε, ότι δεν ήταν σε αυτόν (ο σατανάς) όταν ήλθε στους Ιουδαίους και έκανε συμφωνία μαζί τους για την τιμή της προδοσίας… Η πρώτη είσοδος του σατανά στον Ιούδα έγινε, όταν φύτεψε στην καρδιά του τη σκέψη της προδοσίας του Χριστού. Αλλά τώρα μετά το ψωμί μπήκε σε αυτόν όχι πλέον για να πειράζει αυτόν που ανήκει σε άλλον, αλλά για να κατακυριεύσει αυτόν ως δικό του» (Αυ).
«Μπήκε στα τρίσβαθα της καρδιάς του και κυρίευσε την ψυχή του» (Θφ).
«Διότι είναι άλλο το να βάλει κάτι μέσα [ο σατανάς] και άλλο το να μπει σε αυτόν, όπως ακριβώς είναι άλλο το να χτυπήσει κάποιος με το χέρι από έξω, και άλλο το να δώσει σε κάποιον καίριο χτύπημα και να βάλει μέσα το ξίφος» (αμ).
Αν και ο διάβολος είναι στο εσωτερικό κάθε πονηρού ανθρώπου, που ενεργεί τα έργα του (Εφεσ. β 2), παρόλ’ αυτά μερικές φορές εισέρχεται φανερότερα και ισχυρότερα, όταν παρασύρει αυτούς σε πράξεις υπερβολικά πονηρές, για τις οποίες ο ανθρωπισμός και η συνείδηση του φυσικού ανθρώπου νιώθει αποστροφή. Οι προδότες του Χριστού έχουν το σατανά μέσα τους. Ο Χριστός μιλά για την αμαρτία του Ιούδα ως μεγαλύτερη από την αμαρτία των διωκτών του.
(4) Σημειώνει ήδη τον Ιούδα με αντωνυμία η οποία απομακρύνει αυτόν σε απόσταση (b). Το «εκείνος» δηλώνει την ξένου φρονήματος διάνοια του Ιούδα (β).
(5) Εφόσον δείχτηκε και απέναντι σε αυτήν την εύνοια αναίσθητος και κατακυριεύτηκε από τον σατανά, «δεν έπρεπε, αφού ήταν τέτοιος και εξακολουθούσε για τόσο χρόνο να παραμένει αδιόρθωτος, να τον κρατά μέσα. Για αυτό λοιπόν και τον έβγαλε έξω» (Χ).
Το «οὖν» παρουσιάζει την με τα ακόλουθα λόγια του Κυρίου απομάκρυνση του Ιούδα ως συνέπεια της κατακυρίευσής του από τον σατανά.
(6) =Ό,τι προτίθεσαι να πράξεις (ο). Ο Ιούδας θα μπορούσε να αντιληφθεί από την ακτίνα αυτή της παγγνωσίας του Κυρίου, ότι είναι γνωστός (b).
(7) «Δεν είναι λόγια κάποιου που προστάζει, ούτε που συμβουλεύει, αλλά κάποιου που επιτιμά και δείχνει, ότι αυτός μεν ήθελε να τον διορθώσει, αλλά επειδή εξακολουθούσε να μένει αδιόρθωτος, τον αφήνει» (Χ).
Δεν επιθυμεί ο Κύριος να πράξει ο Ιούδας αυτό, αλλά εφόσον επέμενε να πράξει αυτό, να το πράξει γρήγορα (b). «Διότι λέγοντας το «κάνε» είναι σαν να λέει το εξής: Να, σε αφήνω, κάνε ό,τι θες, δεν εμποδίζω τη γνώμη σου, δεν σε κρατώ πια» (Θφ).
Ο Χριστός γνώριζε, ότι ήδη ο σατανάς μπήκε στον Ιούδα και κυρίευσε εξ’ ολοκλήρου αυτόν. Για αυτό και τον παραδίδει σαν να μην έχει πλέον κάποια ελπίδα σωτηρίας. Όταν το πονηρό πνεύμα γίνει δεκτό θεληματικά από κάποιον άνθρωπο, τότε το αγαθό Πνεύμα κατά λόγο δικαιοσύνης αποσύρεται και αποχωρεί.
«Επειδή αυτό αποφάσισες, λέει, βιάσου στην εναντίον μου επιβουλή· διότι δεν με λυπεί το να πάθω» (αμ).
(8) Λέγεται επιρρηματικά αντί για το θᾶσσον ή θᾶττον (=γρηγορότερα) (G).= Γρηγορότερα από όσο έχεις πρόθεση (ο)· γρηγορότερα από το χρόνο, τον οποίο εσύ από μόνος σου όρισες.
«Δεν ήθελε πλέον να αναβάλλει ούτε να καθυστερεί, αλλά όσο το δυνατόν να επιταχύνει [το σωτήριο σχέδιο]· δεν το είπε αυτό δειλιάζοντας, όπως νομίζουν κάποιοι που δεν κατάλαβαν με ποιο τρόπο είπε: Πατέρα αν είναι δυνατόν ας περάσει αυτό το ποτήριο, αλλά το είπε αναλαμβάνοντας, για να το πω έτσι, με πολύ θάρρος τον αγώνα» (Ω).
Ιω. 13,28 τοῦτο δὲ οὐδεὶς ἔγνω(1) τῶν ἀνακειμένων πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ·
Ιω. 13,28 Αυτόν τον τελευταίον λόγον κανείς από τους μαθητάς, που εκάθητο στο τραπέζι, δεν εκατάλαβε, προς ποίον σκοπόν τον είπε ο Κυριος.
(1) Το «ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον» που ειπώθηκε δυνατά έγινε από όλους ακουστό όχι όμως και αντιληπτό. Κανείς. Ίσως ο Ιωάννης σιωπηρά εξαιρεί τον εαυτό του (g). Αλλά ίσως και αυτός ο Ιωάννης δεν αντιλήφθηκε επαρκώς την έννοια των λόγων αυτών του Σωτήρα ούτε υπέθετε τόσο επικείμενη την προδοσία, ώστε να εκλάβει το σήκωμα από το τραπέζι και την έξοδο του Ιούδα ότι έγινε για τον σκοπό αυτόν (ο).
«Άραγε ούτε ο Ιωάννης; Ούτε αυτός. Διότι δεν περίμενε ότι μαθητής θα μπορούσε να φτάσει σε τόσο μεγάλο βαθμό παρανομίας. Επειδή δηλαδή ήταν μακριά από αυτήν την πονηρία, ούτε για άλλους δεν μπορούσαν να υποπτευθούν τέτοια πράγματα» (Χ).
Τόσο πολύ ο Ιούδας υπήρξε επιδέξιος στο να αποκρύψει υποκριτικά τον εαυτό του και τόσο πολύ η λεπτότητα του Κυρίου προς αυτόν δείχτηκε μεγάλη μέχρι τέλους (F). Αλλά και οι μαθητές παρά τις ατέλειες, τις οποίες έδειχναν πριν ακόμη έλθει σε αυτούς το Πνεύμα το Άγιο, αγαπούσαν αρκετά ο ένας τον άλλον, ώστε δεν ήταν δυνατόν να συλλάβει ο ένας κατά του άλλου τόσο βαριά υπόνοια. «Η αγάπη δεν σκέφτεται το κακό». Αντιθέτως πολλοί και από εκείνους που έχουν το όνομα του Χριστιανού, όταν ακούνε σκληρές κατηγορίες που εκφέρονται αόριστα, είναι έτοιμοι να πουν· σε αυτόν αναφέρεται αυτή· εκείνος έπραξε αυτό· ο άλλος είναι ο ένοχος.
Ιω. 13,29 τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχεν ὁ Ἰούδας, ὅτι λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν ἑορτήν(1), ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῶ(2).
Ιω. 13,29 Επειδή δε ο Ιούδας είχε το κουτί του κοινού ταμείου, μερικοί ενόμισαν ότι του είπε ο Ιησούς• Αγόρασε αυτά που μας χρειάζονται δια την εορτήν η ότι του είπε να δώση κάτι στους πτωχούς.
(1) Τέτοια περιστατικά δεν συμφωνούν με την ιδέα, ότι το απόγευμα εκείνο ήταν αυτό του πασχάλιου δείπνου (b). Έχουμε εδώ κάποια ένδειξη για το ότι το Δείπνο αυτό δεν ήταν το πασχάλιο, διότι αν ήταν το πασχάλιο, δεν θα μπορούσε να αγοραστεί κάτι (β).
(2) Άλλη εξήγηση αυτών που ειπώθηκαν στον Ιούδα υπήρξε, ότι προτράπηκε από τον Κύριο να δώσει κάποιες ελεημοσύνες στους φτωχούς, κατά τη συνήθειά του (Ιω. ιβ 6), ίσως ώστε με τη βοήθεια αυτή να μπορέσουν οι ελεούμενοι να προμηθευτούν τον πασχάλιο αμνό για την επομένη.
«Διότι φρόντιζε πολύ για τους φτωχούς… δείχνοντας ότι και αυτός που είναι ακτήμων και έχει σταυρωθεί για τον κόσμο πρέπει να φροντίζει πολύ για αυτό το πράγμα» (Θφ).
Από το τελευταίο αυτό φαίνεται, ότι ο Κύριος, μολονότι ζούσε από τις συνεισφορές των άλλων (Λουκ. η 3), όμως έδινε και στους φτωχούς ελεημοσύνη, λίγο από το λίγο που είχε. Παρόλο που αν δεν παρείχε την ελεημοσύνη αυτήν, θα μπορούσε πλήρως να δικαιολογηθεί, όχι μόνο διότι και αυτός ήταν φτωχός και δεν είχε που να γύρει το κεφάλι, αλλά και διότι από τους πενιχρούς εκείνους πόρους συντηρούσε ολόκληρο τον κύκλο των δώδεκα δωρεάν. Επιπλέον διδασκόμαστε από εδώ, ότι ο καιρός των θρησκευτικών εορτών είναι και ο καταλληλότερος για την άσκηση έργων αγάπης.
Ιω. 13,30 λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον(1) ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν(2)· ἦν δὲ νύξ(3).
Ιω. 13,30 Όταν, λοιπόν, εκείνος επήρε το ψωμί, εβγήκε αμέσως έξω από το υπερώον. Είχε δε πέσει πλέον η νύκτα.
(1) Τονίζει αυτό ο ευαγγελιστής υπαινισσόμενος ότι ο Ιούδας αντιλήφθηκε τη σημασία της προσφοράς του ψωμιού από τον Ιησού και ότι ο διδάσκαλος γνώριζε ήδη τις προθέσεις του (β).
(2) «Τρέχοντας πηγαίνει στο θέλημα του διαβόλου και πηδά έξω από το σπίτι σαν μανιακός και ταραγμένος… Διότι είναι φοβερός ο σατανάς στο να προστάζει να φέρουν αμέσως εις πέρας τα πονηρά, αυτοί που μία φορά κυριεύτηκαν από αυτόν και μπήκαν κάτω από την εξουσία του… Και τον Ιούδα λοιπόν μετά το ψωμί, τον αναγκάζει αμέσως, σαν να τον έβαλε κάτω από το χέρι του, να προχωρήσει σε αυτήν την τόσο ανίερη πράξη» (Κ).
Η ιδέα ότι ήταν ήδη γνωστός στον Διδάσκαλο και νέα βίαιη έφοδος του Σατανά που τον κυρίευσε, ώθησαν αυτόν να βγει για άμεση πραγματοποίηση της προδοσίας.
«Ο προδότης σε αυτό μόνο υπακούει τον διδάσκαλο· διότι αφού πήρε το ψωμί, δεν ανέβαλε ούτε καθυστέρησε αλλά βγήκε αμέσως να κάνει γρήγορα το έργο της προδοσίας. Και αληθινά βγήκε· διότι όχι μόνο… βγήκε από το σπίτι, στο οποίο γινόταν το δείπνο, αλλά και τελείως βγήκε από τον Ιησού» (Ω).
Δεν υπήρχε ανάγκη να διώξει αυτόν ο Χριστός, ο οποίος κανέναν «δεν βγάζει έξω». Μόνος του ο Ιούδας έδιωξε τον εαυτό του.
(3) «Και εκείνος που βγήκε, ήταν και αυτός νύχτα» (Αυ).
«Η αισθητή νύχτα… είναι εικόνα της νύχτας που έγινε στην ψυχή του Ιούδα, όταν… ο Σατανάς μπήκε σε αυτόν… Για αυτούς λοιπόν των οποίων πλένονταν τα πόδια από τον Ιησού δεν ήταν νύχτα, αλλά ημέρα λαμπρότατη» (Ω). Σημειώνει κατά τη συνήθειά του ο Ιωάννης (δες α 29) και τον χρόνο της εξόδου, αλλά βρίσκει τώρα ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο αυτόν, για να βάλει μπροστά στον αναγνώστη την δραματική φρίκη της στιγμής. Ο Ιούδας βγήκε στο σκοτάδι. Η συμβολική έννοια αυτού είναι δύσκολο να μην ήλθε στην διάνοια του ευαγγελιστή. Δες Λουκ. κβ 53 (β). Ή, λιγότερο πιθανή εκδοχή
«Γιατί μου αναφέρεις το χρόνο; Για να μάθεις την θρασύτητα, ότι δηλαδή ούτε ο χρόνος δεν συγκράτησε την ορμή του» (Χ).
Αν και ήταν νύχτα, ακατάλληλη ώρα για εργασία, όμως ο σατανάς που μπήκε στην καρδιά του απομάκρυνε από τη διάνοια του προδότη κάθε δυσκολία, η οποία ενδεχομένως θα του παρουσιαζόταν στη σκέψη από το κρύο και το σκοτάδι της νύχτας. Αυτό θα μπορούσε να ντροπιάσει εμάς για την χαλαρότητα και νωθρότητα, την οποία δείχνουμε στη διακονία του Κυρίου, την ώρα που οι υπηρέτες του σατανά είναι τόσο πρόθυμοι και ριψοκίνδυνοι, όταν τον υπηρετούν.
Ως προς το ερώτημα σε ποιο σημείο της αφήγησης του Ιωάννη πρέπει να τοποθετηθεί η σύσταση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας δόθηκαν από διάφορους διάφορες απαντήσεις. Αρκετά πιθανή παρουσιάζεται η τοποθέτηση της σύστασης του μυστηρίου στο ενδιάμεσο μεταξύ των στίχων 32 και 33 όπου διαφαίνεται να σταματά κάπως η συνέχεια της αφήγησης. Αν λάβουμε όμως υπόψη, ότι σύμφωνα με τον Λουκά τα αποκαλυπτικά λόγια του Σωτήρα για τον προδότη εκφωνήθηκαν μετά τη σύσταση της θείας Ευχαριστίας και ότι τόσο κατά τον Λουκά, όσο και κατά τον Παύλο (Λουκ. κβ 20 και Α΄Κορ. ια 25), το κόψιμο και μοίρασμα του άρτου της ευχαριστίας έγινε την ώρα που έτρωγαν αυτοί, ενώ η ευλογία και μετάδοση του ποτηρίου μετά το δείπνο, παρουσιάζεται πιθανότερο, ότι ο Ιούδας βγήκε μετά την ευλογία του άρτου και πριν την ευλογία του ποτηρίου. Το δόσιμο άλλωστε σε αυτόν του ψωμιού από τον Ιησού προϋποθέτει, ότι το δείπνο δεν είχε ακόμη τελειώσει (g).
31 Ὅτε οὖν(1) ἐξῆλθε, λέγει ὁ Ἰησοῦς(2)· νῦν(3) ἐδοξάσθη(4) ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(5), καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη(6) ἐν αὐτῷ(7).
31Όταν εκείνος έφυγε, λέει ο Ιησούς: «Ήρθε τώρα η ώρα να φανερωθεί η δόξα του Υιού του Ανθρώπου κι ο Θεός να δοξαστεί εξαιτίας του·
(1) Παραλείπεται από κάποιους κώδικες, ανάμεσα στους οποίους και ο Αλεξανδρινός. Για αυτό ο Ζ, και ο b, συνδέουν το «Ὅτε ἐξῆλθε» με το «ήταν νύχτα». Αυθεντική γραφή μαζί με το οὖν, οπότε η προηγούμενη φράση ολοκληρώνεται δραματικά με το μονοσύλλαβο νύξ (νύχτα)» (β).
(2) Η αναχώρηση του προδότη ήταν μία ανακούφιση του θείου διδασκάλου, η οποία ξεσπά ξαφνικά σε μεγαλειώδη ενθουσιασμό (F).
«Αρχίζει λοιπόν το λόγο ο Χριστός, διδάσκοντας και με αυτό, σαν με υπόδειγμα, ότι δεν πρέπει να λέγονται στα αυτιά όλων, αυτά που αρμόζουν μόνο στους γνήσιους μαθητές… και ανακοινώνει στον πρέποντα καιρό τα μυστήρια, στους γνήσιους από τους μαθητές» (Κ).
(3) Η αναχώρηση του προδότη έδινε το σύνθημα της έναρξης των παθημάτων (F). Το έργο ήδη άρχισε και οι δυνάμεις του πονηρού βάδιζαν για τη μάχη (ο).
(4) «Δηλώνει με αυτό το σωτήριο πάθος, το οποίο είναι στην πόρτα και έρχεται ήδη μετά από λίγο» (Κ). Ο Ιησούς προσβλέπει προς το πάθημά του σαν σε σύντομη οδοιπορία και μάλλον βλέπει προς το τέρμα (b). Δοξάστηκε «με τον θάνατο του Ιησού που δόξασε το Θεό, και με το «αφού αφαίρεσε τη δύναμη που είχαν οι δαιμονικές αρχές και εξουσίες και τις διαπόμπεψε, σέρνοντάς τες νικημένες στο θρίαμβο του σταυρού (Κολ. 2,15)» και με το «έκανε να ειρηνεύσουν με το αίμα του σταυρού του είτε όσα είναι στη γη και όσα είναι στον ουρανό (Κολ. 1,20)». Με όλα αυτά δηλαδή δοξάστηκε ο Υιός του ανθρώπου, και μέσω αυτού δοξάστηκε ο Θεός» (Ω). «Λέει αυτό που θα γίνει, σαν να έγινε».
Ή «διότι εντός ολίγου επρόκειτο να συλληφθεί και να πάθει» (Ζ).
Ή, σύμφωνα με το προφητικό ιδίωμα, κατά το οποίο τα μελλοντικά προλέγονται προληπτικά ως παρόντα. Ο τρόπος μάλιστα αυτός ομιλίας ταιριάζει κατεξοχήν όταν αυτός που μιλά είναι θείο Πρόσωπο, μπροστά στο οποίο το μέλλον είναι φανερό το ίδιο ξεκάθαρα όπως και το παρόν. Ο Ιωάννης λοιπόν ουδέποτε επιτρέπει στους αναγνώστες του να λησμονήσουν, όσες φορές αναφέρει λόγια του Ιησού, ότι ο Ιησούς είναι θείο πρόσωπο (β).
Κατά το πάθημά του ο υιός του ανθρώπου πρόκειται να εκτεθεί στους μεγαλύτερους εξευτελισμούς και ατιμώσεις. Και όμως τώρα με το πάθημά του αυτό δοξάστηκε. Δοξάστηκε διότι πέτυχε ένδοξη νίκη κατά του σατανά και όλων των δυνάμεων του σκότους θριαμβεύοντας εναντίον τους στο σταυρό. Δοξάστηκε, διότι πέτυχε ένδοξη απελευθέρωση για το λαό του, συμφιλιώνοντας αυτόν με το Θεό και εξασφαλίζοντας σε αυτόν την μακαριότητα της αιώνιας και ουράνιας βασιλείας. Δοξάστηκε διότι έδωσε στο σταυρό ένδοξο παράδειγμα αυταπάρνησης και υπομονής, θάρρους και περιφρόνησης του κόσμου, ζήλου υπέρ της δόξας του Θεού και αγάπης για τις ψυχές των ανθρώπων.
(5) «Η δόξα για το θάνατο χάριν των ανθρώπων, δεν ήταν του Μονογενούς Λόγου που από τη φύση του δεν πεθαίνει… αλλά του ανθρώπου, ο οποίος ήταν και Υιός του ανθρώπου» (Ω). Ο τίτλος αυτός δημιουργεί αντίθεση μεταξύ των ταπεινώσεων που πλησιάζουν και της δόξας που πρόκειται να επακολουθήσει (F).
«Αυτός δηλαδή που θεωρήθηκε ότι είναι απλός άνθρωπος, υπερδοξάστηκε πολύ… με τον εξής τρόπο· στο αξίωμα στο οποίο βρισκόταν και πριν πάρει σάρκα, σε αυτό λοιπόν οπωσδήποτε ξαναγύρισε και με τη σάρκα που πήρε» (Κ).
(6) «Δεν είναι δυνατόν να δοξαστεί ο Χριστός, χωρίς να δοξάζεται μέσω αυτού ο Πατέρας. Για αυτό μαζί με το «τώρα δοξάστηκε ο Υιός του ανθρώπου» βρίσκεται δίπλα και το «Και ο Θεός δοξάστηκε με αυτόν»» (Ω).
«Δοξάστηκε ο Θεός και Πατέρας μέσω του Υιού, όχι παίρνοντας κάποια προσθήκη δόξας… διότι δεν χρειάζεται καθόλου κάτι τέτοιο η θεία και ανέκφραστη φύση, αλλά δοξάστηκε επειδή ακριβώς έγινε γνωστό ποιανού είναι Πατέρας. Διότι με όποιον ακριβώς τρόπο είναι δόξα και καύχημα για τον Υιό το να έχει τέτοιον φυσικό γεννήτορα, με τον ίδιο νομίζω τρόπο είναι και για τον ίδιο τον Πατέρα δόξα και καύχημα το να έχει τέτοιο Υιό που προήλθε από αυτόν» (Κ).
Ή «επειδή κανείς δεν γνώρισε τον Πατέρα παρά μόνο ο Υιός και σε όποιον ο Υιός αποκαλύψει, και επρόκειτο με την ενανθρώπηση ο Υιός να αποκαλύπτει τον Πατέρα, για αυτό και ο Θεός δοξάστηκε με αυτόν (τον Υιό)» (Ω).
Ο Χριστός παραδίνοντας τον εαυτό του σε θάνατο αποκάλυπτε την αληθινή φύση του Θεού (Ιω. ιβ 28,ιζ 4), όπως ακριβώς και το Πνεύμα δόξασε το Χριστό φανερώνοντας την αληθινή φύση του Χριστού (Ιω. ιστ 14) (μ). Ο Θεός είναι αγάπη. Δοξάζεται λοιπόν με το πάθημα του υιού του ανθρώπου, διότι με αυτό φανερώνεται κατά τρόπο μοναδικό και εξαιρετικό η αγάπη του Θεού (τ). Το πάθημα του Χριστού υπήρξε ικανοποίηση της δικαιοσύνης του Θεού και έτσι ο Θεός δοξάστηκε με αυτό. Υπήρξε επίσης φανέρωση της αγιότητας και του ελέους του Θεού.
(7) Δεν λέγεται εδώ «μέσω αυτού», αλλά «με αυτόν»· ο Θεός ήταν στο Χριστό που συμφιλίωνε τον κόσμο με τον εαυτό του (ο). «Δοξάστηκε με τον τρόπο ζωής, τον οποίο βίωσε ως άνθρωπος για τη σωτηρία των ανθρώπων» (Ζ), και ειδικά με την υπακοή κατά το πάθος. Ο Χριστός δεν ήλθε για να κάνει το θέλημά του, αλλά το θέλημα του Πατέρα που τον έστειλε (Ιω. στ 38). Για αυτό σε όλη του τη ζωή ως Υιός του ανθρώπου αποκάλυπτε συνεχώς τη δύναμη και τη δόξα του Πατέρα. Δες α 18 (ο).
32 Εἰ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ(1), καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει αὐτὸν(2) ἐν ἑαυτῷ(3), καὶ εὐθὺς δοξάσει αὐτόν(4).
32κι αν ο Θεός δοξαστεί δι’ αυτού, τότε κι ο Θεός θα τον δοξάσει κοντά του, κι αυτό μάλιστα θα γίνει πολύ γρήγορα.
(1) Παραλείπεται σε αρκετούς μεγαλογράμματους κώδικες και σε πολλές από τις αρχαίες Λατινικές μεταφράσεις, όχι όμως και στη Βουλγάτα, μάλλον από λάθος κατά την αντιγραφή λόγω του όμοιου τέλους και της ομοιότητας με την φράση που προηγήθηκε.
(2) «Με το που δοξάστηκε δηλαδή ο Πατέρας εξαιτίας του Υιού, αμέσως δόξασε και αυτός με τη σειρά του τον Υιό. Επομένως η λέξη «δόξα» τρέχει στους δύο εξαιτίας και των δύο» (Κ).
(3) «Δηλαδή μέσω του εαυτού του, όχι μέσω άλλου… ούτε μέσω αγγέλων και αρχαγγέλων, ούτε μέσω κάποιας άλλης δύναμης» (Χ). Θα δοξάσει μέσω του εαυτού του παίρνοντας μετά το πάθημα την ανθρώπινη φύση του Χριστού, στη θεότητα (β). Θα δοξάσει αυτόν στο πρόσωπο του ιδίου του Χριστού και όχι μόνο στη βασιλεία του Χριστού μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό προϋποθέτει την προσεχή ανάσταση του Χριστού. Ένα συνηθισμένο πρόσωπο είναι δυνατόν να τιμάται μετά το θάνατό του, με την καλή μνήμη του ή μέσω των απογόνων του. Αλλά ο Χριστός δοξάστηκε από τον εαυτό του.
Ή, πιο σωστά, θα δοξάσει αυτόν με άμεσο τρόπο ο ίδιος ο Θεός, όπως εξηγείται στο Ιω. ιζ 5. Θα καθίσει αυτόν στα δεξιά του. Και ο υιός του ανθρώπου θα καθίσει μαζί με τον Πατέρα του στο θρόνο του (Αποκ. γ 21).
(4) «Δηλαδή συγχρόνως με το σταυρό. Όχι δηλαδή μετά από πολύ χρόνο, λέει, ούτε θα περιμένει τον πολύ χρόνο της ανάστασης» (Χ). Παρόλο που η δόξα αυτή του Χριστού επρόκειτο να επακολουθήσει στο Πάθημά του, ήταν όμως κοντά, διότι το πάθημα θα ήταν μικρής διάρκειας.
33 Τεκνία(1), ἔτι μικρὸν μεθ' ὑμῶν εἰμι(2). ζητήσετέ με(3), καὶ καθὼς εἶπον τοῖς Ἰουδαίοις(4) ὅτι ὅπου ὑπάγω ἐγώ(5), ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν(6), καὶ ὑμῖν λέγω ἄρτι(7).
33Παιδιά μου, για πολύ λίγο θα είμαι ακόμη μαζί σας· θα με αναζητήσετε, και αυτό που είπα στους Ιουδαίους, πως δηλαδή εκεί που πηγαίνω εγώ εσείς δεν μπορείτε να ’ρθείτε, το λέω και σ’ εσάς τώρα.
(1) Από τη σκέψη του τι το Πάθος σήμαινε για Αυτόν, στρέφεται ο Ιησούς προς τη σκέψη του πώς θα επιδράσει στους μαθητές του, η μέσω του Πάθους αναχώρησή του και ο λόγω αυτής απορφανισμός τους. Απευθύνεται λοιπόν τρυφερά προς αυτούς όπως ο πατέρας στα παιδιά. Το υποκοριστικό τεκνίον είναι Ιωάννεια λέξη (Α΄Ιω. β 1,12,28,γ 7,18,δ 4,ε 21, δες Γαλ. δ 19)(β), για πρώτη τώρα φορά χρησιμοποιείται από το Χριστό και δεν συναντιέται πουθενά αλλού στα ευαγγέλια (g). Το υποκοριστικό είναι γεμάτο τρυφερότητα (F). «Τους ονόμασε παιδάκια, όχι μόνο ως δημιουργός τους, αλλά και ως διδάσκαλος» (Ζ). Μιλά σε αυτούς με τη στοργή πατέρα, ο οποίος πρόκειται σε λίγο να χωριστεί από αυτούς.
(2) «Ο Χριστός είπε βεβαίως, ότι για λίγο ακόμη χρόνο θα είναι μαζί με τους μαθητές του, όχι με την έννοια ότι θα αποχωριστεί εντελώς, ούτε ότι θα αποξενωθεί παντοτινά και ολοκληρωτικά· διότι είναι μαζί μας «όλες τις ημέρες και μέχρι τη συντέλεια του αιώνα»… αλλά εννοούσε ότι δεν θα είναι μαζί τους σωματικά, όπως τη χθεσινή ημέρα και την τρίτη· διότι ήταν κοντά στην πόρτα, ή μάλλον μπήκε μέσα από την πόρτα, ο καιρός της από εδώ αναχώρησης προς τον Πατέρα» (Κ). Ο όλος στίχος επαναλαμβάνει τα λόγια του Κυρίου προς τους άπιστους Ιουδαίους στα ζ 33,34 και η 21.
(3) Λέχθηκε αυτό και στους Ιουδαίους. Αλλά οι μεν Ιουδαίοι ζήτησαν αυτόν «όταν πάθαιναν τα ανυπόφορα δεινά… όταν δηλαδή η ίδια τους η πόλη κυριεύτηκε και η οργή του Θεού από παντού έπεφτε εναντίον τους» (Χ),
ενώ οι μαθητές «πρώτον μεν θα λιώσουν από λύπη (λόγω της αναχώρησής του) και δεν θα μπορέσουν να σηκώσουν το βάρος από την πικρία εξαιτίας αυτού. Διότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, θα διψάσουν βεβαίως να είναι και πάλι μαζί του και θα θέλουν να συμβιώνουν για πάντα… λέει λοιπόν, θα ζητήσετε και τότε τη δική μου συναναστροφή όταν θα σας συνταράζουν τα πολύτροπα κύματα των πειρασμών» (Κ).
(4) «Πρέπει βεβαίως να προσέξουμε εκείνο πάλι, ότι δηλαδή απευθυνόμενος στους Ιουδαίους μεν και αποκαλύπτοντας το ίδιο βεβαίως πράγμα, έλεγε «θα με ζητήσετε και δεν θα με βρείτε»· αλλά στους δικούς του μαθητές… αποσιωπά όπως είναι πρέπον το «δεν θα με βρείτε». Και για ποια αιτία; Διότι θα αρμόζει μεν σε εκείνους το να μην τον βρίσκουν λόγω και της αμέτρητης απιστίας και της υπερβολικής ασέβειας προς αυτόν. Σε αυτούς όμως που έχουν γνήσιο φρόνημα ως προς αυτόν και διαφύλαξαν ειλικρινή την αγάπη, δεν θα μπορούσε κατά πρέποντα τρόπο να ειπωθεί το «δεν θα με βρείτε». Διότι πάντοτε ήταν και θα είναι μαζί τους» (Κ).
(5) «Διότι επρόκειτο να πάει στον παράδεισο του Θεού, όπου, αυτοί μεν που θα πέθαιναν μέσα στις αμαρτίες, δεν επρόκειτο να πάνε, οι δε μαθητές του Ιησού τότε μεν δεν μπορούσαν να πάνε εκεί, αλλά ύστερα» (Ω).
(6) Είναι το ίδιο κατά λέξη με το η 21.
«Δείχνει ότι ο θάνατός του είναι μεταφορά και μετάθεση καλύτερη σε τόπο που δεν δέχεται σώματα φθαρτά» (Χ). Αλλά στους μεν Ιουδαίους «το είπε επειδή ήταν ανάξιοι για εκείνον τον τόπο· ενώ σε αυτούς διότι δεν θα πέθαιναν ακόμη» (Ζ). «Διότι δεν είχε έρθει ακόμη ο καιρός να πάνε στις ουράνιες διαμονές οι άγιοι απόστολοι, επειδή δεν είχαν ακόμη εκπληρώσει το έργο τους» (Κ).
Στους μεν μαθητές λέει μετά από λίγο τα λόγια του χωρίου ιδ 3, ενώ στους Ιουδαίους λέει «θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας» (g).
(7) Δεν ήθελε να πει αυτό στους μαθητές νωρίτερα. Ενώ στους άπιστους είπε αυτό νωρίτερα (b).
«Για αυτό και πρόσθεσε το «παιδάκια», για να μην νομίσουν ότι και προς αυτούς ειπώθηκε με όμοιο τρόπο αυτός ο λόγος. Λέει λοιπόν αυτά όχι για να τους λυπήσει, αλλά για να τους παρηγορήσει, ώστε να μην τους συνταράξουν τα δεινά, ερχόμενα απροσδόκητα» (Χ).
34 (1)Ἐντολὴν καινὴν(2) δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς(3) ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους(4).
34Σας δίνω μια νέα εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Όπως σας αγάπησα εγώ, να αγαπάτε κι εσείς ο ένας τον άλλο.
(1) Η σύνδεση του σ. αυτού με τον προηγούμενο: «Στενοχωριέστε που φεύγω; Αλλά, εάν αγαπιέστε μεταξύ σας, θα γίνετε ισχυρότεροι» (Χ). «Σας δίνω φύλακα ισχυρό την αγάπη. Διότι εάν έχετε αυτήν θα είστε αήττητοι αφού θα παίρνετε δύναμη ο ένας από τον άλλον» (Θφ).
(2) «Και όμως, υπήρχε παλαιά εντολή «Να αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου»» (Ζ). Ονομάζεται όμως νέα όχι τόσο σε σχέση με την Π.Δ. όσο σε σχέση με την σχολή του Χριστού (b).
«Αυτή που δίνεται τώρα είναι ανώτερη εκείνης, διότι προσθέτει «όπως σας αγάπησα, έτσι και εσείς να αγαπάτε ο ένας τον άλλον». Αυτό είναι το καινούργιο… Διότι ο Χριστός τόσο μας αγάπησε, ώστε να μην λυπηθεί ούτε τον εαυτό του, αλλά να πεθάνει για εμάς» (Ζ).
«Ο μεν νόμος δηλαδή διέταξε, ότι πρέπει να αγαπήσουμε τον αδελφό όπως τον εαυτό μας· ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός όμως, μάς αγάπησε πάνω από τον εαυτό του… Είναι επομένως λοιπόν παράδοξο το μέτρο της αγάπης. Διατάζει και εμείς έτσι να συμπεριφερόμαστε και να μην προτιμάμε τίποτα από την αγάπη στους αδελφούς… αλλά ούτε να διστάζουμε να κατέβουμε, αν πρέπει, και σε αυτόν τον θάνατο του σώματος, για να κερδίσουμε τη σωτηρία του πλησίον» (Κ).
Ή, τo καινούργιο δηλώνεται με το (αλλήλους), που σημαίνει τον εξωτερικό κύκλο, στον οποίο εκδηλώνεται η αγάπη· η αγάπη αυτή για την οποία μιλά εδώ ο Χριστός, δεν είναι η προς όλους γενικά τους ανθρώπους, αλλά η φιλαδελφία, η αγάπη του χριστιανού μαθητή, για τον χριστιανό συμμαθητή, που περιλαμβάνει όλους εκείνους, τους οποίους ενώνει σε ένα η πίστη η κοινή προς τον Ιησού και η αγάπη, με την οποία αυτοί περιβάλλονται από τον Ιησού (όπως αγάπησα εσάς). Εν Χριστώ· να η εξήγηση της λέξης «καινούργια». Είναι στοργή οικογενειακή, και η οικογένεια γεννιέται την ίδια τη στιγμή που ο Χριστός πεθαίνει (g).
Στη χριστιανική κοινωνία και αδελφότητα ο καθένας οφείλει να συνδέεται με τον καθένα από τους αδελφούς με αγάπη όμοια με αυτήν που έχει ο Χριστός για τον καθένα (τ). Πρόκειται τώρα να σχηματιστεί ένας νέος κύκλος αγάπης, η χριστιανική εκκλησία, που εξαρτάται από νέο κέντρο αγάπης, τον Χριστό (μ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «επειδή υπήρχε παλαιά εντολή «να αγαπήσεις τον πλησίον σου και να μισήσεις τον εχθρό σου», τώρα δίνει εντολή να αγαπούμε όλους, δηλαδή και τους εχθρούς» (Ζ).
«Δεν θέλω να αγαπάτε εκείνους που έχετε χρέος, αλλά αυτούς στους οποίους δεν οφείλετε την αγάπη, διότι και εγώ για χάρη δική σας πεθαίνω, στους οποίους δεν οφείλω τίποτα» (αμ).
Η εντολή αυτή είχε τόσο πολύ νοθευτεί και διαστραφεί από τις ιουδαϊκές παραδόσεις, ώστε όταν ο Χριστός ανανέωσε αυτήν και αποσαφήνισε αυτήν πλήρως, παρουσιάστηκε πράγματι νέα εντολή. Οι νόμοι της ανταπόδοσης και της εκδίκησης ήταν τόσο πολύ σε ενέργεια και η φιλαυτία και ο εγωισμός είχαν τόσο πολύ κυριαρχήσει, ώστε η εντολή της προς τους αδελφούς αγάπης είχε λησμονηθεί. Ο Κύριος κατέστησε σαφές με την διδασκαλία του, ότι ο καθένας μας έχει καθήκον όχι μόνο να αποφεύγει οτιδήποτε μπορεί να βλάψει τον πλησίον του, αλλά ανιδιοτελώς και με ζήλο να ενεργεί το αγαθό υπέρ του πλησίον πλουτίζοντας σε έργα ελέους, συμπάθειας και στοργικής εύνοιας προς αυτόν. Και έδωσε πρώτος τον εαυτό του υπόδειγμα αυτού τους είδους της αγάπης.
Έδειξε σε όλη τη ζωή του, πώς εννοούσε την αγάπη εμφανίζοντας σε εμάς τύπο, που υπερβαίνει την αντίληψη του φυσικού ανθρώπου και δεν μπορεί να συλληφθεί από την φαντασία του. Ακούραστος στο να εξυπηρετεί τις ανάγκες αυτών που έρχονταν σε αυτόν «πέρα σε τη ζωή του ευεργετώντας», θυσιάζοντας την ανάπαυσή του και κάθε προσωπική άνεση για να εξυπηρετήσει τους άλλους, απαρνούμενος διαρκώς τον εαυτό του χάριν των άλλων και έτοιμος να θυσιάσει και τη ζωή του για αυτούς. Έτσι ανέδειξε την αγάπη εντολή νέα, όχι μόνο διότι αποσαφήνισε με τη διδασκαλία του το περιεχόμενο αυτής, αλλά και διότι με το παράδειγμά του ζωγράφισε ζωντανή στην πραγματικότητα την εικόνα της.
(3) Φανερώνει όχι απλώς σύγκριση αλλά ομοιότητα πλήρη. Η αγάπη, που συνδέει τους πιστούς μεταξύ τους, έχει την ίδια φύση με εκείνην την οποία ο Ιησούς έχει για τους δικούς του (g). Σε πόσες περιστάσεις έδειξε ο Κύριος την αγάπη του προς τους μαθητές του! Μιλούσε πάντοτε ζεστά και στοργικά προς αυτούς, τους δίδασκε, τους συμβούλευε, τους ενίσχυε. Προσευχόταν για αυτούς και μαζί τους, τους υπερασπιζόταν όταν κατηγορούνταν και δημόσια διακήρυττε ότι αυτοί είχαν δίπλα του τη θέση της μητέρας και των αδελφών. Τους ήλεγχε, όταν τους έβρισκε ελλιπείς και συγχρόνως δειχνόταν συμπαθής και επιεικής στις αδυναμίες τους. Και πριν λίγο είχε πλύνει και τα πόδια τους και ήταν ήδη έτοιμος και τη ζωή του ακόμα να θυσιάσει για αυτούς.
(4) Η εντολή αυτή προβλήθηκε δύο φορές, πρώτα μεν με τρόπο απλό και έπειτα με έμφαση (b). Αποτελεί νέα επανάληψη της δοσμένης εντολής με προσθήκη προσδιορισμού χαρακτηριστικού· θα ερμηνεύσουμε: θέλω να πω, όπως εγώ σας αγάπησα, έτσι και εσείς να αγαπάτε ο ένας τον άλλον (g).
35 Ἐν τούτῳ(1) γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί(2) ἐστε, ἐὰν ἀγάπην(3) ἔχητε ἐν ἀλλήλοις(4).
35Έτσι θα σας ξεχωρίζουν όλοι πως είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη ο ένας για τον άλλο».
(1) «Αυτό είναι σαφές χαρακτηριστικό του Χριστιανού· αυτό είναι φανερό γνώρισμα» (Ζ).
(2) Μαθητές εμού, ο οποίος αγαπώ μέχρι του να υφίσταμαι θάνατο για τους άλλους (b). «Επειδή και μαθητής αληθινός, είναι αυτός που μιμείται τον διδάσκαλο» (Ζ).
(3) «Αφήνοντας τα θαύματα τα οποία επρόκειτο να κάνουν, από την αγάπη τούς χαρακτηρίζει» (Χ). «Διότι η αληθινή αγάπη είναι η κορωνίδα κάθε αρετής» (Ζ).
(4) Ο σιναϊτικός γράφει: μετ’ αλλήλων. «Έτσι θα σας επαινέσουν όλοι, όταν σας δουν να μιμείστε τη δική μου αγάπη» (Χ).
«Τι λοιπόν; Δεν δείχνουν τα θαύματα πολύ περισσότερο τον μαθητή του Χριστού; Καθόλου… Και βεβαίως τα θαύματα κατεξοχήν οδήγησαν στην πίστη την οικουμένη, αλλά διότι προϋπήρχε η αγάπη σε αυτούς που έκαναν τα θαύματα» (Ζ).
«Και τους εθνικούς λοιπόν δεν τους πείθουν τόσο τα θαύματα, όσο ο τρόπος ζωής, τον τρόπο ζωής όμως τίποτα δεν τον κάνει να είναι τέτοιος, όσο η αγάπη. Διότι τα μεν θαύματα πολλές φορές έγιναν αφορμή να χαρακτηριστούν πλάνοι εκείνοι που τα επιτέλεσαν, ενώ τον καθαρό βίο δεν θα μπορούσαν να τον κατηγορήσουν» (Χ).
«Αν λοιπόν έρχονταν σε αντιθέσεις μεταξύ τους και χωρίζονταν, θα τα έχαναν όλα και κανείς δεν θα πίστευε αφού με τέτοιο τρόπο θα έδειχναν μανία μεταξύ τους» (Θφ).
Η ιστορία της πρώτης εκκλησίας επαλήθευσε την προφητεία αυτή του Κυρίου. Αγαπιούνται μεταξύ τους πριν ακόμη γνωριστούν, έλεγε για τους χριστιανούς ο Μινούκιος Φήλιξ. Και ο ειρωνικός Λουκιανός: Ο διδάσκαλός τους, τούς έκανε να πιστέψουν ότι είναι όλοι αδελφοί (g). Αυτό αποτελεί την αληθινή τιμή των μαθητών του Χριστού, το να διακρίνονται με την αδελφική αγάπη. Τίποτα άλλο δεν είναι τόσο αποτελεσματικό στο να συστήσει αυτούς στην εκτίμηση και στο σεβασμό των άλλων, όσο η μεταξύ τους αγάπη. Ο Τερτυλλιανός μιλά για αυτήν, ως τη δόξα της αρχέγονης εκκλησίας, ώστε οι χριστιανοί ήταν γνωστοί για την μεταξύ τους αγάπη. Οι αντίπαλοί τους διέκριναν αυτήν και έλεγαν «Δείτε πως οι Χριστιανοί αυτοί αγαπούν ο ένας τον άλλον».
36 Λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος(1)· Κύριε, ποῦ ὑπάγεις(2); ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(3)· ὅπου ἐγὼ ὑπάγω(4), οὐ δύνασαί μοι νῦν ἀκολουθῆσαι(5), ὕστερον δὲ ἀκολουθήσεις μοι(6).
36Του λέει τότε ο Σίμων Πέτρος: «Πού πηγαίνεις, Κύριε;» Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εκεί που πηγαίνω εγώ, δεν μπορείς εσύ να με ακολουθήσεις τώρα· θα με ακολουθήσεις όμως αργότερα».
(1) «Ο θερμότατος λοιπόν Πέτρος, αφού άκουσε ότι «όπου εγώ πηγαίνω, εσείς δεν μπορείτε να έλθετε», λέει…» (Χ).
(2) «Το είπε όμως αυτό, όχι τόσο επειδή ήθελε να μάθει, αλλά επειδή επιθυμούσε να ακολουθήσει. Φανερά λοιπόν να πει καταρχήν «έρχομαι», δεν τόλμησε, οπότε λέει, Πού πηγαίνεις;» (Χ).
Ο Πέτρος παρατρέχει τις σχετικά με την αγάπη συστάσεις του Κυρίου και ρωτά για εκείνα, τα οποία ο Κύριος δεν αποκαλύπτει, αλλά κρατά συγκαλυμμένα. Είναι γενικό σφάλμα, στο οποίο παρασύρονται πολλοί, το να ερευνούμε περισσότερο αυτά που φυλάσσονται σε μυστικότητα, τα οποία ανήκουν μόνο στο Θεό, παρά να ασχολούμαστε με τα αποκεκαλυμμένα, τα οποία ανήκουν σε εμάς και στα παιδιά μας. Επιθυμούμε να ικανοποιήσουμε την περιέργειά μας μάλλον, παρά να διαφωτίσουμε και καθοδηγήσουμε τις συνειδήσεις μας· ζητούμε να γνωρίσουμε τι γίνεται στον ουρανό και όχι τι πρέπει να πράττουμε για να κερδίσουμε τον ουρανό.
(3) «Ο Χριστός δεν απάντησε στα λόγια του Πέτρου, αλλά στη σκέψη» (Χ). «Αφού διάβασε στη σκέψη του τον σκοπό αυτής της ερώτησης, έδωσε σε αυτόν αυτήν την απάντηση» (Αυ). Στο ερώτημα «που» απαντά μετά από λίγο στο ιδ 2 (b).
(4) Υπάρχει και η γραφή: Όπου εγώ υπάγω.
(5) «Τώρα που βαδίζω προς τα άνω και επιστρέφω στον ουρανό» (Κ).
«Δεν λέει δεν μπορείς, αλλά δεν μπορείς τώρα. Υπαινίσσεται αναβολή χωρίς να στερεί την ελπίδα» (Αυ). Δεν μπορείς. Ούτε οι περιστάσεις επιτρέπουν αυτό, ούτε η ασθένεια του Πέτρου (b).
«Επειδή δεν είχαν ακόμη ντυθεί τη δύναμη από ψηλά, ούτε είχαν λάβει ακόμη το Πνεύμα που θα τους ενίσχυε και το οποίο μεταμορφώνει σε ανδρεία την ανθρώπινη φύση… δεν ήταν ικανοί να τα βάλουν με το θάνατο και να ριχτούν στον αγώνα εναντίον τόσο δύσκολων φοβήτρων» (Κ).
Επιπλέον η απολύτρωση δεν είχε ακόμη συντελεστεί.
(6) «Θα ακολουθήσει όμως βεβαίως μετά από αυτά, όταν δηλαδή ο Χριστός αποκαταστήσει στους αγίους την ελπιζόμενη τιμή και δόξα, όταν θα πάνε στην ουράνια πόλη… αφού ολοκληρώσει την αποστολή του» (Κ). Μάλλον είναι γενικός ο λόγος χωρίς να αναφέρεται ειδικά στον μαρτυρικό θάνατο του Πέτρου όπως δέχεται ο χ.
37 Λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος(1)· Κύριε, διατί οὐ δύναμαί σοι ἀκολουθῆσαι ἄρτι(2); Τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω(3).
37Του λέει ο Πέτρος: «Κύριε, γιατί δεν μπορώ να σε ακολουθήσω τώρα; Εγώ και τη ζωή μου θα θυσιάσω για σένα».
(1) Ο Πέτρος «επειδή δεν κατανόησε ακόμη ακριβώς τα λεγόμενα, νομίζει ίσως ότι ο Κύριος θα μεταβεί κάπου ή σε κάποια πιο άγρια χωριά της Ιουδαίας ή και ότι θα πάει σε άλλους λαούς» σκληρότερους από τους Ιουδαίους (Κ). Ο Πέτρος δεν κατανόησε ακόμη ότι ο θάνατος του Κυρίου ήταν κοντά (β).
Και «μη αρκούμενος στο ότι πήρε καλές ελπίδες, ότι ύστερα θα ακολουθήσει, επιμένει στην ένσταση και αυθαδιάζει» (Θφ).
(2) Υπάρχει και η γραφή: νυν, αντι για το άρτι. «Τι λες Πέτρε; Είπε ότι δεν μπορείς και εσύ λες ότι μπορείς; Επομένως θα μάθεις από την ίδια την πείρα ότι τίποτα δεν είναι η αγάπη σου αν δεν είναι παρούσα η ουράνια βοήθεια» (Χ).
(3) Η προθυμία αυτή είναι το σημάδι του καλού ποιμένα (ι 11). Αλλά είναι επίσης και το σημάδι κάθε αληθινού μαθητή (β).
Ο Πέτρος «είδε τι είδους επιθυμία υπήρχε στη διάνοιά του· δεν είδε όμως και το μέτρο της δύναμής του. Ο ασθενής άνθρωπος καυχιόταν για την προθυμία του, αλλά ο γιατρός είδε την κατάσταση της υγείας του· ο Πέτρος υποσχέθηκε, ο Κύριος προείδε. Αυτός που αγνοούσε ήταν τολμηρός, αυτός που προγνωρίζει τα πάντα έδειξε συγκατάβαση στο να τον διδάξει» (Αυ).
Ο Πέτρος μέσα στο ζήλο της αγάπης, πλανήθηκε ως προς το μέτρο της δύναμής του (Meyer).
38 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ ἐμοῦ θήσεις(2); Ἀμὴν αμήν λέγω σοι(3) , οὐ μὴ ἀλέκτωρ φωνήσει ἕως οὗ ἀπαρνήσῃ με τρίς(4).
38Του αποκρίνεται ο Ιησούς: «Τη ζωή σου θα θυσιάσεις για μένα; Σε βεβαιώνω ότι πριν λαλήσει απόψε ο πετεινός, θα αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις».
(1) Η από τον Κύριο προφητεία της άρνησης του Πέτρου αναφέρεται και από τους 4 ευαγγελιστές. Δες Ματθ. κστ 31 και εξής, Μάρκου ιδ 27 και εξής, Λουκά κβ 31 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
«Αν όμως τα χωρία έχουν και κάποια παραλλαγή, τίποτα νέο δεν υπάρχει. Διότι αυτά μεν ειπώθηκαν πριν να βγουν στο όρος των ελαιών, ενώ εκείνα αφού βγήκαν εκεί. Επειδή δηλαδή δύο φορές πρόβαλε ένσταση ο Πέτρος, δύο φορές έδωσε μαρτυρία για την άρνηση ο Χριστός· και για μεν την πρώτη ένσταση και μαρτυρία έγραψαν οι Ματθαίος και Μάρκος, ενώ για τη δεύτερη ο Λουκάς και ο Ιωάννης» (Ζ).
(2) «Επειδή επέμενε (ο Πέτρος) στην ορμητικότητα, αυτός μεν (ο Ιησούς) δεν τον οδήγησε ούτε τον ώθησε στην άρνηση, αλλά τον άφησε μόνο, ώστε να αντιληφθεί την αδυναμία του… διδάσκοντας σε αυτόν με όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και ελέγχοντας την ανθρώπινη φύση, ότι αυτή από μόνη της δεν είναι τίποτα» (Χ).
(3) Με το ἀμὴν λέγω σοι εισάγεται η προφητεία αυτή και στο Μάρκο (ιδ 30).
«Δεν τον ανάγκασε ώστε να έλθει σε άρνηση, αλλά αυτό ακριβώς που επρόκειτο να γίνει, το προλέγει στον μαθητή ως Θεός» (αμ).
(4) Τέσσερις μεγαλογράμματοι κώδικες γράφουν: αρνήση με αντί για απαρνήση με. Σχεδόν κατά λέξη το ίδιο και στο Λουκά (κβ 34). Στον Μάρκο λέει «πριν ή δις αλέκτορα φωνησαι». Σε κανένα από τα άλλα ευαγγέλια δεν υπάρχει το δίς, βρίσκεται όμως σε κάποιο παπύρινο απόσπασμα του Φαγιούμ (β). Το λάλημα του πετεινού για το οποίο μιλά εδώ ο Κύριος, είναι εκείνο το οποίο πράγματι θα έπρεπε να ονομαστεί έτσι, δηλαδή ήταν το δεύτερο λάλημα του πετεινού γύρω στα ξημερώματα, κατά την τρίτη ώρα του πρωινού (Μάρκ. ιγ 35). Ο Μάρκος αναφέρει και το πρώτο, που ακούγεται γύρω στα μεσάνυχτα (g).