ε΄. Έλεγαν για τον Αββά Ζήνωνα, ότι, ενώ έμενε στη Σκήτη, βγήκε τη νύχτα από το κελλί του με κατεύθυνση προς το έλος. Και χάνοντας τον δρόμο, έκανε τρεις μέρες και τρεις νύχτες πεζοπορία. Κουρασμένος ύστερα, έχασε τις δυνάμεις του και έπεσε να πεθάνη. Και να, παρουσιάζεται μπροστά του ένα παιδόπουλο, όπου κρατούσε ψωμί και κανάτι με νερό. Και του έλεγε : « Σήκω, φάγε ». Και εκείνος σηκώθηκε και προσευχήθηκε, νομίζοντας ότι επρόκειτο για πλανερό όραμα. Και το παιδί του είπε : « Καλά έκαμες ». Και πάλι προσευχήθηκε για δεύτερη και τρίτη φορά. Και του ξαναλέγει : « Καλά έκαμες ». Σηκώθηκε λοιπόν ο γέρων, πήρε και έφαγε. Και μετά του λέγει: « Όσο βάδισες, τόσο είσαι μακριά από το κελλί σου. Αλλά έλα, ακολούθησε με ». Και ευθύς, βρέθηκε στο κελλί του. Του είπε λοιπόν ο γέρων : « Έλα μέσα, κάμε μας ευχή ». Και μόλις εισήλθε ο γέρων, ο άλλος έγινε άφαντος.
στ΄. Άλλοτε, ο ίδιος Αββάς Ζήνων, βαδίζοντας στην Παλαιστίνη και έχοντας κουρασθή, κάθισε κοντά σ’ ένα λαχανόκηπο για να φάγη. Και του λέγει ο λογισμός : « Κόψε ένα αγγουράκι και φάγε. Γιατί, τι είναι ; ». Εκείνος όμως αποκρίθηκε και είπε στον λογισμό : «Όσοι κλέβουν, πάνε στην κόλαση. Δοκίμασε λοιπόν τον εαυτό σου από εδώ, αν μπορής την κόλαση να βαστάξης». Σηκώθηκε λοιπόν και στάθηκε στο λιοπύρι επί πέντε μέρες και αφού, έτσι, ξεροψήθηκε, είπε : « Δεν μπορώ την κόλαση να βαστάξω ». Και λέγει στον λογισμό : « Αν δεν μπορής, μη κλέβεις και τρώγε ».
ζ΄. Είπε ο Αββάς Ζήνων : « Όποιος θέλει γρήγορα να εισακούση ο Θεός την προσευχή του, όταν σηκωθή και υψώνη τα χέρια του προς τον Θεό, πριν απ’ όλα και πριν από την ίδια του την ψυχή, υπέρ των εχθρών του ας προσευχηθή με όλο του το είναι. Έτσι, μ’ αυτό το κατόρθωμα, ότι και αν ζητήση από τον Θεό, θα εισακουσθή ».
η΄. Έλεγαν ότι υπήρχε κάποιος σε μια κώμη και πολύ νήστευε, ώστε να τον ονομάζουν νηστευτή. Ακούοντας δε γι’ αυτόν ο Αββάς Ζήνων, έστειλε και τον προσκάλεσε. Και εκείνος πήγε μετά χαράς. Χαιρετίστηκαν και κάθισαν. Άρχισε λοιπόν ο γέρων να εργάζεται, σιωπώντας. Μη μπορώντας δε να μιλήση μαζί του ο νηστευτής, άρχισε να ενοχλήται από την ακηδία. Και λέγει στον γέροντα : « Ευχήσου για μένα, Αββά, γιατί θέλω να φύγω ». Του λέγει ο γέρων : « Γιατί; ». Και εκείνος αποκρίνεται και του λέγει : «Γιατί νοιώθω την καρδιά μου σαν να καίεται και δεν ξέρω τι έχει. Όταν ήμουν στην κώμη, νήστευα έως το βράδι και ποτέ δεν μου συνέβη κάτι παρόμοιο ». Του λέγει ο γέρων : « Στην κώμη, από τα αυτιά σου τρεφόσουν. Αλλά πήγαινε από τώρα και να τρως κατά την ενάτη ώρα. Και ότι κάνεις, να το κάνης στα κρυφά ». Και μόλις άρχισε να το κάνη αυτό, με θλίψη περίμενε την ενάτη ώρα. Και έλεγαν όσοι τον γνώριζαν, ότι κυρίευσε τον νηστευτή δαιμόνιο. Πήγε λοιπόν και ανεκοίνωσε στον γέροντα όλα. Και εκείνος του είπε : « Αυτός ο δρόμος είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού ».
Του Αββά Ζαχαρία
α΄ . Είπε ο Αββάς Μακάριος στον Αββά Ζαχαρία :
« Πες μου το έργο του μοναχού ». Του λέγει : « Εμένα ρωτάς, πάτερ ; ». Και του λέγει ο Αββάς Μακάριος : « Από εσωτερική πληροφορία αποτείνομαι σε σένα, τέκνο Ζαχαρία. Γιατί κάποιος με κεντά να σε ρωτήσω ». Του αποκρίνεται ο Ζαχαρίας : « Κατά τη γνώμη μου, πάτερ, το να βιάζη τον εαυτό του σε όλα, να τι είναι ο μοναχός ».
β΄. Ήλθε κάποτε ο Αββάς Μωυσής να βγάλη νερό και βρήκε τον Αββά Ζαχαρία να προσεύχεται στο πηγάδι και το Πνεύμα του Θεού να είναι καθισμένο πάνω του.
γ΄ . Είπε κάποτε ο Αββάς Μωϋσής στον αδελφό Ζαχαρία : « Πες μου, τι να κάμω ; ». Και ακούοντας τον, έπεσε στα πόδια του, λέγοντας : « Συ με ρωτάς, πάτερ ; ». Του λέγει ο γέρων: « Πίστεψέ με, τέκνο μου Ζαχαρία. Είδα το Πνεύμα το Άγιο να έχη κατεβή σε σένα και απ’ αυτό το γεγονός αναγκάζομαι να σε ρωτήσω ». Τότε, παίρνοντας ο Ζαχαρίας το κουκούλι του από το κεφάλι του, το έβαλε κάτω από τα πόδια και καταπατώντας το είπε : « Αν δεν συντριβή έτσι τινάς, δεν μπορεί να είναι μοναχός ».
δ΄. Ενώ έμενε κάποτε ο Αββάς Ζαχαρίας σε Σκήτη, είδε μια μυστική θεωρία. Σηκώνεται λοιπόν και ανεκοίνωσε το γεγονός στον Αββά του Καρίωνα. Αλλά ο γέρων όντας άνθρωπος της πράξεως, δεν καλοήξερε γύρω απ’ αυτά. Και σηκώθηκε και τον έδειρε, λέγοντας ότι από δαίμονες ήταν. Αλλά παρέμεινε ο λογισμός. Και σηκώνεται και πηγαίνει στον Αββά Ποιμένα τη νύχτα και του ανακοινώνει το ζήτημα και πως καίονται τα εντός του. Και βλέποντας ο γέρων ότι από Θεού ήταν, του λέγει : «Πήγαινε στον δείνα γέροντα και ότι σου πη, κάμε το». Πήγε λοιπόν σ’ εκείνον τον γέροντα και πριν προλάβη να του πη τίποτε, του τα λέγει όλα ο γέρων και ότι η θεωρία από Θεού ήταν. Και του συνέστησε να πάη και να υποταχθή στον πνευματικό του πατέρα.
ε΄ . Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι ρώτησε ο Αββάς Μωυσής τον Αββά Ζαχαρία, λίγο πριν ο τελευταίος παραδώση το πνεύμα : « Τι βλέπεις; ». Και του αποκρίνεται : Δεν είναι καλύτερα να σιωπά τινάς, πάτερ ; ». Και του είπε : « Ναι, τέκνο μου, ας σιωπάς ». Και την ώρα πού παρέδινε το πνεύμα, καθισμένος ο Αββάς Ισίδωρος, ανάβλεψε στον ουρανό και είπε : « Ας ευφραίνεσαι, τέκνο μου Ζαχαρία, γιατί σου ανοίχθηκαν οι πόρτες της βασιλείας των ουρανών ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.84-86)