εν ετέρα μορφή (Μάρκου ιστ' 12).
Ο Ιησούς, μετά την Ανάστασι, φανερώθηκε με διαφορετική μορφή στους δύο μαθητάς, που πήγαιναν στους Εμμαούς. Γι’ αυτό και εκείνοι, αν και η καρδιά τους καιγόταν από την αίσθησι της παρουσίας του, δεν τον αναγνώρισαν.
Ο Ιησούς, μετά την Ανάστασι κρύβει τη συνήθη μορφή του, αυτήν που γνώρισαν οι άνθρωποι. Διότι δεν είναι πια η σωματική μορφή του Ιησού απαραίτητο στοιχείο για την αναγνώρισι του. Αυτό ισχύει μόνο για τους ανθρώπους. Ο Ιησούς θα αναγνωρίζεται μόνο με τα μάτια της πίστεως. Και τότε, που ήταν ακόμη στη γη οι άνθρωποι δεν δέχθηκαν τον Ιησούν, βλέποντας τη σωματική του μορφή. Τα μάτια τον είδαν. Τα αυτιά τον άκουσαν. Τα χέρια τον ψηλάφησαν και τελικά δεν τον δέχθηκαν παρά μόνο εκείνοι, που πίστευσαν σ’ αυτόν. Γι’ αυτό και ο Κύριος ζητούσε να τον ατενίζουν με τα μάτια της πίστεως.
Το ίδιο και τώρα, που δεν βρίσκεται σωματικά παρών στη γη. Η αναγνώρισις του Ιησού δεν γίνεται με την απλή ενατένισι στην ανθρώπινη μορφή του, αλλά με τη θεωρία της πίστεως. Και η πίστις στον Ιησού δεν είναι αποτέλεσμα της εποπτικής εμπειρίας, αλλά δώρον Θεού στις απλές ψυχές, που ειλικρινά ζητούν να δουν τον Θεόν. Ο Κύριος αυτούς ακριβώς εμακάρισε: «Τους μή ιδόντας και πιστεύσαντας» (Ιωάν. κ' 29).
«Η ζωή και οδός Χριστός, εκ νεκρών τω Κλεόπα και τω Λουκά συνώδευσεν, οίς περ επεγνώσθη, εις Εμμαούς κλών τον άρτον, ων ψυχαί και καρδίαι, καιόμεναι ετύγχανον, ότε τούτοις ελάλει εν τη οδώ και Γραφαίς ηρμήνευεν, ά υπέστη. Μεθ’ ων, Ηγέρθη, κράξωμεν ώφθη τε και τω Πέτρω» (Παρακλητική, 466).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, «Εκείνος», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002, σελ. 307)