Επιστολή 143 στον Παύλο, Για την αγία Τριάδα.
... Και εάν κάποιος πει, Γιατί λοιπόν αυτά δεν κηρύχθηκαν ρητά και καθαρά από την αρχή; Θα τους έλεγα, ότι και ασφαλώς η απόδειξη αυτή και διδασκαλία είναι λαμπρά ολοφάνερη σ’ αυτούς που ακούν με σύνεση, όπως φάνηκε και στον σοφό Φίλωνα.
Εάν όμως ειπώθηκε καλυμμένη με σκιά, πρέπει να σκεπτόμαστε τούτο, ότι ο Θεός νομοθετώντας για τους Ιουδαίους, οι όποιοι ρέπουν προς την πολυθεΐα, δεν δοκίμασε να εισαγάγει διάκριση των προσώπων, για να μη δογματίσουν ότι υπάρχει διαφορετική φύση στις υποστάσεις, και κυλιστούν στην ειδωλολατρία,
αλλά, αφού μάθουν από την αρχή το μάθημα της μοναρχίας, σιγά-σιγά να ξαναδιδαχθούν και το δόγμα των υποστάσεων, το όποιο πάλι ανατρέχει στην ενότητα της φύσεως,
και έτσι εκείνα που λέγονται σε ενικό αριθμό να είναι δηλωτικά της φύσεως,
ενώ εκείνα που ξεπερνούν τον ενικό αριθμό, να δηλώνουν το ιδιαίτερο γνώρισμα των υποστάσεων, που ενώνεται σε μία ουσία.
Γιατί το να υποθέτουμε διαφορετικές φύσεις, είναι ελληνικό, και το ένα πρόσωπο, ήτοι μία ουσία, είναι ιουδαϊκό.
Ενώ το να διευρύνουμε τις υποστάσεις στην άγια Τριάδα και να τις ενώνουμε σε μια ουσία, είναι πάρα πολύ ορθό και αληθινό δόγμα.
(ΕΠΕ έργα Ισιδώρου τόμος 2,213)