... Γνωρίζοντάς το αυτό καλά ο άγιος εκείνος πατέρας, που βρισκόταν ήδη στις πύλες του θανάτου,
όταν ο διάβολος του είπε, “μου ξέφυγες”, εκείνος απάντησε “δεν ξέρω”.
Τόση ήταν η αγωνία του, ώστε ούτε την τελευταία εκείνη ώρα να έχει σίγουρη τη σωτηρία του, σύμφωνα με το μέγεθος των ευσεβών κόπων του.
Εμείς όμως, μόλις συμπληρώσουμε πέντε ή δέκα χρόνια, ή μόλις μάθουμε καλά τους κανονισμούς του μοναστηριού,
ή αποστηθίσουμε ελάχιστα χωρία της Γραφής, ή και μόλις κάνουμε λίγες ή πολλές γονυκλισίες, ή προσευχηθούμε ή νηστέψουμε,
καταλαμβανόμαστε από οίηση και αλαζονεία, σαν να κατορθώσαμε τα πάντα.
Γι’ αυτό και πέφτουμε σαν τα φύλλα, και διασκορπίζονται «τα κόκκαλά μας στον άδη».
Δηλαδή προτού ακόμα φυτρώσουμε, ξηραινόμαστε, και γινόμαστε σοφοί μέσα στην αμάθειά μας,
και λόγιοι μέσα στην αλογία μας, και χειροτονούμε τους εαυτούς μας δασκάλους,
ζηλωτές και τέλειους, σαν να είμαστε οι μόνοι που γνωρίζουμε την αλήθεια.
Γι’ αυτό μας συνέβηκαν αυτά, γι’ αυτό δεχόμαστε σκοτάδι αντί για φώς.
Γι’ αυτό γίναμε σαν εξόριστοι του παραδείσου από την αυλή του Χριστού και του ποιμνίου του.
(ΕΠΕ Φιλοκαλία 1,343)