… Τα έργα λοιπόν της αρετής του (ενός κοιμηθέντος μοναχού) ήταν πολλά. Επίπονη εγκράτεια, νήψη αγρυπνίας, ποταμοί δακρύων,
αναπτέρωση της προσευχής, καταπίεση του εαυτού του στο να κοιμάται καταγής, ευτέλεια ενδυμάτων,
χειρωνακτική εργασία, πυκνές γονυκλισίες, μελέτη του θανάτου, έντονη ψαλμωδία, καρτερική στάση.
Αλλά κανένα από αυτά στον υποτακτικό δεν ήταν τόσο δυνατό, όσο το αγώνισμα της εξομολόγησης και το ότι όλα τα έκανε με υπακοή,
πράγματα με τα οποία η ψυχή φωτίζεται και νεκρώνεται το σαρκικό θέλημα, και γίνεται ολοκληρωτική εγκατάσταση του πνευματικά γεννημένου μέσα σε εκείνον που τον γέννησε.
Γιατί, οποίος δεν προτιμά αυτά από τα αλλά, γίνεται εύθραυστος στην υπακοή, και αυτά με τα οποία νομίζει ότι επιδιώκει τη σωτηρία,
με αυτά υφίσταται τον όλεθρο της απάτης. Γιατί η εγκράτεια και η αγρυπνία και οποιοδήποτε άλλο από τα κατορθώματα που προαναφέρθηκαν,
αυτά καθ’ εαυτά μπορεί να πει κανείς ότι είναι αξιέπαινα, δεν είναι όμως και ωφέλιμα,
αλλά μάλλον είναι και αιτία πτώσεως για εκείνον που τα κάνει με δικό του τρόπο ζωής,
αν δεν τα φέρει σε πέρας σύμφωνα με τον γνώμονα και τον κανόνα του ηγουμένου.
Ώστε, αυτός που ασκεί την εξομολόγηση με υπακοή, βάζει τα αλλά σε δεύτερη θέση,
περικλείοντας μέσα σε αυτά τα δύο, τα πάντα.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία, έργα Θεοδώρου Στουδίτη, τόμος 1,σελ.191)