Και θέλω να γνωρίζετε, ότι δεν υπάρχει μετά την εξομολόγηση άλλο σύντομο και άφταστο φάρμακο για τη σωτηρία,
όπως και σεις οι ίδιοι γνωρίζετε. Και τη στιγμή που ο Κύριος έδωσε τώρα αυτό το δώρο,
γιατί ορισμένοι αργείτε να προσέλθετε στην εξομολόγηση και υποφέρετε με τη σιωπή
και γεμίζετε πληγές και σκουληκιάζετε με τους ανεξομολόγητους λογισμούς;
Εγώ ασφαλώς, τέκνα μου, βρίσκομαι εδώ για να σας προσφέρω τη βοήθειά μου, εάν βέβαια μερικοί έχουν ανάγκη,
και αρρωσταίνω με την αρρώστια σας. Γιατί λοιπόν, από αυτά που μπορούμε να είμαστε υγιείς και να φωτιζόμαστε και να είμαστε χαρούμενοι,
να υφιστάμεθα τα αντίθετα; Ο Θεός τα γνωρίζει όλα.
Γιατί δεν υπάρχει κτίσμα που να μη είναι φανερό μπροστά του. Όλα είναι «γυμνά και φανερά στα μάτια του».
Αλλά πρέπει να τα γνωρίζω και εγώ. Γι’ αυτό ζητώ να μου τα λέτε, «για να γνωρίζω τα τέκνα μου, και να γνωρίζομαι από τα δικά μου».
Αυτή είναι η γνήσια και πνευματική γέννηση, αυτή είναι η ανόθευτη υποταγή.
Αυτή είναι η χωρίς μέριμνα οδοιπορία, αυτή είναι η γλυκιά προσευχή και η ακατάπαυστη προκοπή και άνοδος και θέωση εκείνου που έχει το χάρισμα.
Προσευχηθείτε, τέκνα μου, ώστε να δω και εγώ έστω και από μακριά τα προαύλια της απάθειας, την οποία πάρα πολύ επιδιώκω με την καθοδήγηση όλων σας,
και να μη μείνω έτσι πάντοτε κάτω από το βάρος της αμαρτίας. (ΕΠΕ, Φιλοκαλία, έργα Θεοδώρου Στουδίτη, τόμος 1,σελ.439-441)
…να εξομολογείστε, όπως λέγεται, «τα κρυφά της καρδιάς σας».
Γιατί, όπως δεν είναι δυνατόν όταν ένα φυτό έχει σκουλήκι να μη καταστραφεί καθώς θα το τρώει λίγο-λίγο,
έτσι ούτε η ψυχή που έχει φίδι, δηλαδή κάτι που δεν το εξομολογήθηκε, να μη σαπίσει με αυτό και να μη σκουληκιάσει
και να φτάσει σε ολοκληρωτική φθορά. Γι’ αυτό, παρακαλώ, βγάλετε ο καθένας το σκουλήκι, που κακώς έχετε μέσα σας εγκατεστημένο.
Αν λοιπόν κανείς έχει, εγώ θα τον εξετάσω, εγώ θα τον θεραπεύσω με συμπάθεια, με ευσπλαχνία.
Και τί καλό δεν θα προκύψει; Αμέσως θα ξαναβγάλει τα νοητά βλαστάρια, αμέσως θα ξαναζήσει,
αμέσως θα καρποφορήσει με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. (ΕΠΕ, Φιλοκαλία, έργα Θεοδώρου Στουδίτη, τόμος 2,σελ.293)