Στο τέκνο του τον Λουκιανό.
Ο καλός Θεός μας, γνωρίζοντας την ολισθηρότητα της ανθρώπινης φύσεως, και ότι, και αν ακόμα κάποιος νομίζει πώς βαδίζει σωστά, με λίγη νωθρότητα, χωρίς να το καταλάβει, σκοντάφτει και πέφτει, από αγάπη προς τον άνθρωπο, τού δώρισε τη μετάνοια, η οποία τον σηκώνει από την πτώση και τον επαναφέρει στην αρχική υγεία του. Επειδή λοιπόν και συ, αδελφέ μου, έπαθες αυτό που έπαθες, και συμπλήρωσες τον χρόνο της αξιόλογης μετάνοιας, με μεγάλη κατάνυξη και πάρα πολλά δάκρυα, όπως έχω ακούσει, ώστε να έχεις εξιλεώσει τον Θεό, και ζητάς τώρα συγχώρηση, όπως μου δήλωσε ο οικονόμος και ο παραοικονόμος, είθε να σου δοθεί από τον Κύριο, και να είσαι υγιής από τώρα, υιέ μου, και να χαίρεσαι ενωμένος με τον Χριστό, χωρίς να συμβαίνει να δίνεις στο εξής εγγυήσεις στον Δεσπότη, αλλά να πεθαίνεις για αυτόν, όπως και εκείνος έπαθε για σένα. Προηγουμένως βέβαια με γράμμα μου ο ανάξιος σου είπα κλαίοντας, Αδάμ, που είσαι;»36, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Θεού, επειδή κατά κάποιον τρόπο εξέπεσες από την υψηλή παραδοσιακή ζωή. Τώρα όμως θεωρώ απαραίτητο να τολμήσω ο ταλαίπωρος να σου πω: Ειρήνη σε σένα, σήκω, σε διατάζει ο Χριστός. Είθε να ζήσεις αιώνια.
(ΕΠΕ Φιλοκαλία, έργα Θεοδώρου τομος 3,479)