... Και εγώ ο δυστυχής, μένοντας ορφανός από τον καλό Πατέρα μου (ο όσιος Θεόδωρος αναφέρεται στον πνευματικό του πατέρα), που να στηρίξω το χέρι, καθώς σαλεύεται η ψυχή μου; Ποιόν θα έχω να μου θυμίζει να μη φέρομαι παράλογα; Πώς θα αποφύγω την έφοδο του διαβόλου, μη έχοντας εσένα να με νουθετεί και να με εκπαιδεύει αυτοπροαίρετα;
Αλλά, ώ θεία και ιερή κεφαλή μου, είθε να με παρακολουθείς από ψηλά ευμενής, για να με σηκώνεις όταν πέφτω κάτω, να με κατευθύνεις όταν βαδίζω, να με διατηρείς ανεπηρέαστον, και να οδηγείς και να ποιμαίνεις μαζί μου και αυτό το ποίμνιο, το οποίο οργάνωσες με πολλούς κόπους και αγώνες, ώστε να περπατεί στα δικά σου ίχνη, να πορεύεται στο δρόμο των θείων εντολών, σκεπάζοντας, φροντίζοντας, πολεμώντας μπροστά από τα μεγάλα και μικρά ποίμνιά σου, όπως υποσχέθηκες κατά την ώρα του θανάτου σου.
(1,235)
Επειδή όμως αυτή η δική μου αρχηγία και ηγεμονία δεν είναι τέτοια, αλλά όσο μεγάλο είναι το αξίωμα, τόσο μεγάλος είναι και ο κίνδυνος, γι’ αυτόν φυσικά που έχει νου, όπως επίσης λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος, μου χρειάζεται πολύς κόπος, πολύς ιδρώτας, πολλή προθυμία, πολύ μεγάλη αγωνία, πολύ μεγάλη ανδρεία, μεγαλύτερη ταχύτητα, αφάνταστα μεγάλη αγρυπνία, αχόρταγη θεωρία, και ολοκληρωμένη διάκριση. " Αλλά γιατί πρέπει να λέγω πολλά; Θα πω εκείνο το ευαγγελικό• «Ο ποιμένας ο καλός προσφέρει την ψυχή του για τα πρόβατά του». Την ψυχή μου λοιπόν την άτιμη, τη γεμάτη σφάλματα και φορτωμένη από πάθη, πρέπει, αγαπημένα μου τέκνα, να την θυσιάσω για σας μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό λοιπόν δεν απειθαρχώ, δεν αντιλέγω σ’ αυτά που έρχονται. Γι’ αυτό δεν αποφεύγω, ούτε αδιαφορώ, ούτε απελπίζομαι από τις δυσκολίες αυτού του μικρού ποιμνίου, αλλά, για να εξομολογηθώ τα κρυφά της καρδιάς μου, μετά από τα τόσα πλήγματα που δέχομαι και τις τόσες πληγές, και που κατά κάποιον τρόπο σφαγιάζομαι με τις θλίψεις και τις στενοχώριες και τις στερήσεις αυτών που πέφτουν και αποσχίζονται, αισθάνομαι μέσα μου κάποια χαρά και ελπίδα σωτηρίας, καθώς βρίσκομαι, κάπως αμυδρά βέβαια, στα ίχνη των αγίων πατέρων μου, πράγμα που το λέγω μιλώντας με αφροσύνη.
Αλλά, τέκνα μου, προσέχετε, εσείς και μη συσσωρεύετε αμαρτίες στους εαυτούς σας, εκμεταλλευόμενοι την ελεεινή ανοχή μου. Μη προσθέτετε αμαρτίες πάνω στις αμαρτίες, επειδή σας συγχωρώ περισσότερο από όσο πρέπει. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
(1,353-355)
…. θέματα που προκαλούνται και υπάρχουν καθημερινά, τα οποία έχουν ανάγκη όχι από μια συνηθισμένη αντιμετώπιση, ούτε από μια απλή παραίνεση. Γιατί έρχονται σαν νιφάδες οι αδιαφορίες, οι αμέλειες, οι παραξενιές, οι νωθρότητες, και από άλλους βέβαια προέρχονται οι ανυπακοές, από άλλους οι αλαζονείες, από μερικούς οι δραπετεύσεις, και μαζί με αυτά και οι αντιλογίες, οι ακαταστασίες, οι γογγυσμοί, οι ψιθυρισμοί. Και που να μου μείνει καιρός να απαριθμήσω ένα προς ένα όλα εκείνα μέσα στα οποία είμαι περικυκλωμένος, σαν μέσα σε χειμερινή θαλασσοταραχή, έχοντας μεγάλη αγωνία μέσα στην ταπεινή μου ψυχή, για το που και πώς και σε ποιο βαθμό, με τη βοήθεια των προσευχών του πατέρα μου και πατέρα σας, θα μπορέσω να ασκήσω τη διακυβέρνηση των τίμιων ψυχών σας, που μου έχει εμπιστευθεί, χωρίς σφάλματα και καταποντισμούς; Γνωρίζω βέβαια και συμφωνώ, ότι και σεις οι ίδιοι συμβάλλετε και ζείτε μαζί μου την ένταση αυτής της διακυβέρνησης, όμως όχι οι περισσότεροι, γιατί αλλιώς θα μου ήταν πιο εύκολος και πιο ελαφρός ο κόπος.
(1,391)
Γνωρίζει ο Κύριος πόσο επιθυμώ την ανάπαυση που πρέπει στον καθένα από σας, και πώς διαθέτω την ταλαίπωρη ψυχή μου σ’ αυτά που σας συμφέρουν, πονώντας γι’ αυτούς που πονούν και αρρωσταίνοντας γι’ αυτούς που είναι άρρωστοι, γιατί αρρωσταίνω πολύ ψυχικά, λιποψυχώντας γι’ αυτούς που λιποψυχούν, αγωνιώντας γι’ αυτούς που έχουν αγωνία, αισθανόμενος άσχημα γι’ αυτούς που αντιμετωπίζουν δύσκολες περιστάσεις, και φλεγόμενος γι’ αυτούς που δέχονται πειρασμούς. Και αφού έτσι αισθάνομαι για σας, γιατί δεν συμφωνείτε μαζί μου όλοι και δεν προσαρμόζεστε καλά και ήρεμα, υπακούοντας στις διαταγές, αλλά αντιτάσσεστε και προβάλλετε μερικοί θελήματά σας προσωπικά, ή καλύτερα πονηρά, επιθυμίες βλαβερές, απόψεις αλαζονικές, και δεν συμμορφώνεστε με τον κανόνα της υποταγής της κοινοβιακής ιδιότητας, αλλά από εγωισμό και ιδιοτροπία επινοείτε δήθεν πιο νόμιμα και εκθέτετε πιο άγια και δογματίζετε πιο ένθεα, τα οποία είναι ασεβήματα και ανομήματα;
(1,395)
Γιατί εγώ τί θέση κατέχω; Θέση συνδούλου, που υπενθυμίζει τις εντολές του Κυρίου. Ώστε λοιπόν και αυτοί που υπακούουν και αυτοί που παρακούουν δεν το κάνουν από οφειλή σε μένα, ούτε και υπηρετούν εμένα, αλλά εκείνον που έδωσε τις εντολές, τον αγαθό Κύριο και Θεό.
(2,11)
…. είμαι πεπεισμένος, ότι μόνο η δική μου αθλιότητα αποτελεί εμπόδιο, γιατί τίποτε δεν σας εμποδίζει να δείξετε τα ανδραγαθήματα των πατέρων μας. Και μπροστά σε όλα αυτά τί να πω; ότι δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι πατέρας σας, ούτε δάσκαλος, ούτε ηγούμενος, εξαιτίας της πάρα πολύ καλής πίστης σας και της ενάρετης διαγωγής σας. Και εύχομαι να μη επηρεάζεστε καθόλου από τη δική μου αθλιότητα, αλλά να αγωνίζεστε νόμιμα κάθε πνευματική εργασία μέσα στο μαρτύριο της άμεμπτης υποταγής σας.
(2,27)
Να μη παραβλέπεις αυτά που χρειάζονται έρευνα, ώστε να μη συμβεί, αφήνοντας ανεξέταστα τα μικρά λόγω της δήθεν καλοσύνης, να οδηγείς έτσι την αδελφότητα σε μεγαλύτερα κακά. Τρώει κρυφά κάποιος; Να επιτιμάται. Έχει κάτι το ιδιαίτερο χωρίς ευλογία, ακόμα και τυχαίο; Να επιτιμάται. Δίνει κάποιο φαγώσιμο χωρίς να έχει εξουσία, η κάνει ανταλλαγή πινακιδίου η κάτι τέτοιο; Να επιτιμάται. Γογγύζει; Το ίδιο. Έδειξε παρακοή; Να επιτιμάται. Δεν θέλει να εργάζεται; Ούτε να τρώει. Συμμετέχει σε φατρίες ή κλέβει; Να αφορίζεται, όπως ορίζουν τα επιτίμια.
Ακούοντας τα αυτά, τέκνα και αδελφοί μου, να μη δυσανασχετείτε, ούτε να νομίζετε ότι τα λέγω από ασπλαχνία, αλλά από υπερβολική αγάπη και πόνο για τη σωτηρία των ψυχών σας, για τις οποίες θα δώσω λόγο. Και το κρίμα θα πέσει βαρύ στο κεφάλι μου αν δεν σας τα πω και τα λέγω συνέχεια, αν δεν σας ασφαλίζω και σας συμβουλεύω, γιατί και του καλού πατέρα έργο είναι να μη αφήνει τα παιδιά του απαίδευτα, αλλά με μικρές απειλές και χτυπήματα να προετοιμάζει γι’ αυτά την απόλαυση της αιώνιας ζωής. Αντίθετα ο Ηλί ήταν αξιοκατάκριτος και μισητός πατέρας, όπως είναι γραμμένο, επειδή δεν επέπληττε όπως έπρεπε, ούτε επιτιμούσε πολύ τους γιούς του που παρανομούσαν, και έτσι πέθανε και αυτός μαζί με τους γιούς του, μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο. Γι’ αυτό να μένετε γενναία στην άσκησή σας, στα διακονήματα, σε κάθε καλή ενασχόληση ο καθένας…
(2,147)
…Αλλά όσο μεγάλη είναι η χαρά, τόσο πιο μεγάλος φόβος με κατέχει, που συντρίβει την καρδιά μου, όχι από έλλειψη των σωματικών αναγκαίων (γιατί γνωρίζω τις αψευδείς υποσχέσεις του Κυρίου μου), αλλ’ επειδή, λόγω της ψυχικής μου αδυναμίας, αισθάνομαι ζάλη και τρέμω πώς θα σας οδηγήσω, χωρίς να παραλείψω τίποτε από αυτά που πρέπει και έχω εντολή να κάνω και να λέγω ανάμεσά σας. Και τότε μόνο βρίσκω ανάπαυση, όταν στέλνουμε έναν αδελφό στον μέλλοντα αιώνα, αποθέτοντάς τον σαν θησαυρό πια σε ένα μέρος που δεν μπορεί να κλαπεί. Ενώ γι’ αυτούς που εξακολουθούν να ζουν, και όταν ακόμα είναι καλοί και σπουδαίοι, έχω χαρά και αγωνία, από τη μια για την ελπίδα του καλού τέλους, και από την άλλη εξαιτίας του μήκους του δρόμου και της ανηφόρας της αρετής. Γιατί είναι πολλές οι ενέδρες του δόλιου και δεν γνωρίζω τι θα γεννήσει η επόμενη μέρα…
(2,211)
…Αυτό λοιπόν είναι το έργο μου και ο ζήλος μου, αυτό η ζωή μου και η φροντίδα μου, και γι’ αυτό τις προηγούμενες μέρες εκδηλώθηκε η αγανάκτηση μου εναντίον σας (συγχωρέστε με), όχι από διάθεση μίσους, ούτε από έκρηξη θυμού, ούτε από επίδειξη εξουσίας, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά από μεγάλη θλίψη και φιλόστοργη πατρική αγάπη, αν και αυτό που λέγω είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Γιατί, βλέποντας ότι δημιουργήθηκε από μερικούς πονηρή στάση εναντίον της εκκλησίας του Θεού, έγινα ανάστατος, έτρεξα, έσπευσα να σβήσω τη φωτιά που έσπειρε το πολύμορφο φίδι, για να μη ανάψει μεγάλη φωτιά ανταρσίας από τη μικρή σατανική σπίθα, που θα κατέτρωγε όλους μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, γιατί αυτό ήταν το συμβάν. Έπειτα επιτίμησα και επέπληξα και αυτούς που είχαν πέσει στις παγίδες του εχθρού, αλλά και εκείνους που δεν είχαν ακόμα παγιδευθεί, με σκοπό τους πρώτους με τη σκληρότητα των ελέγχων και των μομφών να τους απαλλάξω από τη νωθρότητα και την οίηση, επαναφέροντάς τους στη σταθερότητα της μετριοφροσύνης, και τους άλλους, φοβερίζοντάς τους με το κακό παράδειγμα, να τους προφυλάξω, για να μη πέσουν σε παρόμοια σφάλματα από άγνοια της πτώσεως. Σας παρακαλώ λοιπόν και σας ικετεύω, φυλαχθείτε από….
(2,231)
… Συνταράξου, ουρανέ, για αυτό. Να μην ερευνήσω λοιπόν, να μην επιβάλω επιτίμια, που δεν θα τα σταματήσω, αν δεν σταματήσετε. Ναι, ναι, μου δίνετε την εντύπωση ότι περιφρονείτε την ανοχή μου. Εγώ όμως δεν θα μείνω έτσι, έστω και αν δείχνω ανοχή, αλλά την κατάλληλη στιγμή θα επιτεθώ εναντίον σας σαν φωτιά που καίει. Αν και λυπάμαι, αλλά κάποια στιγμή θα εξεγερθώ εναντίον σας σαν ξίφος, και γίνω ίσως και Φινεές και τρυπήσω με το ξίφος του επιτιμίου κάποιον από αυτούς που ανακατεύονται με τέτοια λόγια, και γίνω ακόμα και άλλος Μωυσής σκοτώνοντας καλώς αυτόν που λέγει έκφυλα και εχθρικά. Αλλά για να μη συμβεί αυτό σας παρακαλώ και ικετεύω, σας εκλιπαρώ με όλη την καρδιά και την ψυχή μου, παύσετε τις κακίες σας, σταματήστε τις πονηρίες σας….
(2,321)
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία έργα Θοδώρου Στουδίτου,επιλογες τόμων,σελιδες)