ΚΑΤΗΧΗΣΗ 87η. "Οτι ό ήγούμενος πρέπει νά θυσιάζει τή ζωή του γιά τά λογικά πρόβατα, έπειδή θά δώσει λόγο γιά τό καθένα την ή μέρα της κρίσεως. Καί γιά την άποκοπή τών δικών μας θελημάτων".
Αδελφοί μου και πατέρες, σε ποιά κατάσταση νομίζετε ότι βρίσκεται η ταπεινή μου ψυχή κατά την άσκηση της εποπτείας σας; Νομίζετε δηλαδή ότι καμαρώνω γι’ αυτές τις μικρές κατηχήσεις, σαν να κάνω κάτι σπουδαίο και εκπληρώνω έτσι τα καθήκοντά μου ως προστάτης σας; Καθόλου. Αλλά, για να πώ τήν αλήθεια, έκτος από κάποια ανάπαυσή μου, τη ζωή μου τήν περνώ με πολύν ψυχικό πόνο καί δυσκολία καί φροντίδα, γιατί δέν αρκούμαι σ’ αυτά πού λέγω καί παραγγέλλω, ούτε αναπαύομαι όλη τή μέρα ή έστω καί μιά ώρα, παρατηρώντας τον καθένα χωριστά καί όλους γενικά, καί πόσο πρέπει καί όσο είμαι σέ θέση καί πόσο έργο οφείλω νά κάνω γιά σάς τα αγαπητά καί τέκνα τού Κυρίου. Μπαίνω λοιπόν κάθε μέρα ανάμεσά σας, όπως μπαίνει ό ποιμένας σε κάποιο κοπάδι. Βλέπω καί εξετάζω με τον νου μου, το πώς περνάτε, τη διαγωγή σας, τη συναναστροφή σας, πώς πηγαίνετε καί έρχεστε, πώς αποκαλείται ο ένας τον άλλο, πώς ακούτε, από τήν κίνηση σας, από το πώς μιλάτε, από την ίδια την όψη σας. Καί γι’ αυτά βέβαια πού βρίσκω σωστά, χαίρομαι καί ευχαριστιέμαι καί αναπτερώνονται οι ελπίδες μου. Για τα αντίθετα όμως λυπάμαι, στενοχωριέμαι καί με στεναγμούς παρηγορώ τον πόνο μου. Καί αν ό βοσκός των άλογων προβάτων, πού δεν φαίνεται να πάσχει το ίδιο, καταλαβαίνοντας από τα ίδια τα πρόσωπά τους αυτά πού έχουν μέσα τους, καταβάλλει όλη τη δύναμή του για να θεραπεύσει καί να κάνει καλά εκείνο πού αρρώστησε (καί ούτε μιά μέρα αν αδιαφορήσει γιά λίγο, δεν έχει τη βεβαιότητα ότι δεν θα διαλυθούν τα πρόβατα), πόσο περισσότερο εγώ ο ταπεινός οφείλω να καταγίνομαι με σάς καί να βλέπω καί να παρατηρώ καί την παραμικρή εικόνα σας, καί άλλους να τούς ενθαρρύνω, άλλους να τούς ύπενθυμίζω τις υποχρεώσεις τους, άλλους να τούς θεραπεύω, άλλους να τούς δένω, κάνοντας καί λέγοντας κάθε τι πού βοηθά στη σωτηρία σας;
Μήπως δεν θα δώσω λόγο γιά τον καθένα την ημέρα της κρίσεως; Καί ποιος είναι ικανός γι’ αύτό; ποιος είναι αδιάφορος; ποιος είναι εύγλωττος; ποιος είναι ανεύθυνος; ποιος είναι αναίτιος; ποιος έχει εκτελέσει τη δική του φροντίδα; ποιος δέν θα θρηνήσει μάλλον καί δέν θα χτυπήσει το στήθος του, δέν θα φοβηθεί καί δέν θα τρομάξει, καί δέν θα εύχεται να φύγει μακριά από τη γη, ή να φύγει κάπου αλλού μακριά, αποφεύγοντας την ιδιότητα τού προϊσταμένου; Αλλά ούτε αυτό είναι δυνατόν, αφού είναι, αφού έλαβε την εξουσία, αφού τοποθετήθηκε σ’ αύτήν. Δεν γνωρίζω, βρίσκομαι σε μεγάλη απορία. Γιατί είναι μεγάλο πράγμα το να εμφανισθεί άνθρωπος στον Θεό, το να δικαστεί από τον κριτή των όλων, το να λογοδοτήσει για όλο το ποίμνιο, αν το ποίμανε καλά, εάν όπως έπρεπε, εάν σωστά, εάν χωρίς ενοχή, εάν με αγνότητα, εάν ανελλιπώς, εάν ανύστακτα, αφ’ ενός για να φανερώσει τις διατάξεις του νόμου, και αφ’ ετέρου για να απομακρύνει τα κακά, να ελέγχει, να επιτιμά, να προτρέπει με καλοσύνη, με σκληρότητα, αν έκανε κάθε τι που έπρεπε να κάνει, μπροστά στον Θεό και τους ανθρώπους.
Και αυτά τα είπα, ώστε, γνωρίζοντας αυτό που συμβαίνει στην ψυχή μου, να βοηθήσετε το μεγάλο έργο μου. Βοηθώντας εμένα, βοηθάτε τους ίδιους τους εαυτούς σας, και βοηθώντας τους εαυτούς σας, βοηθάτε εμένα τον ταλαίπωρο.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία έργα Θεοδώρου 2,287-289)