... Αδελφοί μου και πατέρες, επειδή ο καθένας από σας έχει διακόνημα σ’ αυτήν την άγια αδελφότητα, και εμένα του ταλαίπωρου μου έλαχε, χωρίς να το αξίζω, να είμαι αρχηγός και να μιλώ, οφείλω να μη παραμελώ τη διακονία μου, αλλά πάντοτε, μαζί με τα αλλά, να κάνω και την εβδομαδιαία κατήχηση, όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Και ίσως κάποιοι να πουν «Τί κερδίζουμε από αυτήν, αφού αυτά που λέγονται δεν τα εκτελούμε; Γιατί, ενώ ακούμε, ότι δεν πρέπει να γελάμε, δεν το κατορθώσαμε ακόμα αυτό, και ενώ πολλές φορές διδασκόμαστε, ότι δεν πρέπει να φλυαρούμε, εξακολουθούμε ακόμα να φλυαρούμε, και ενώ πολλές φορές νουθετούμαστε να μη φθονούμε η να κακολογούμε τον πλησίον μας, εξακολουθούμε ακόμα να ενοχλούμαστε από το πάθος αυτό, και γενικά, ενώ μας υπενθυμίζουν να μη αδιαφορούμε και στις νυχτερινές και στις ημερήσιες ψαλμωδίες και προσευχές, εξακολουθούμε να αεροβατούμε και να νυστάζουμε, και αισθητά και νοητά, και να λέμε αλλά παρόμοια με αυτά». Αλλά όμως αυτοί που τα λένε αυτά δεν τα λένε δικαιολογημένα. Πρώτον, γιατί δεν είναι εύκολο το να υπερνικήσει κανείς τα πάθη, αλλά είναι το πιο κοπιαστικό και το πιο κουραστικό από όλους τους κόπους και τις φιλοπονίες, και δεύτερον, όπως σε κάποια σκάλα δεν είναι δυνατόν να ανεβεί κανείς πηδώντας από την πρώτη βαθμίδα στην τελευταία, αλλά ανεβαίνει στην κορυφή με συνεχή άνοδο, έτσι και στην αρετή φθάνουμε με τις διαδοχικές μικρές προόδους, αν θέλουμε να καταλάβουμε την κορυφή της. Ώστε είναι συμφέρουσα και η κατηχητική υπόμνηση και σε μένα και σε σας, επειδή μετακινεί και μεταφέρει λίγο-λίγο προς τα επάνω, η καλύτερα από τα χαμηλά στον ουρανό του ουρανού, τις τίμιες ψυχές σας.
Αλλά πρέπει να το σκεφθούμε και με άλλον τρόπο. ότι δηλαδή, εάν, ενώ λέγονται με τον τρόπο αυτόν και ακούονται όσα οφείλονται να γίνονται και να κατορθώνονται για τη δόξα του Θεού, δεν επιτυγχάνεται η συγκράτηση των παθών, τί θα συνέβαινε και σε ποιο σημείο θα φθάναμε, αν σιωπούσαμε και δεν διασαφηνίζαμε και δεν φανερώναμε αυτά που πρέπει να γίνονται;
Εγώ διδάχθηκα από τους άγιους πατέρες, ότι ο λόγος είναι δρόμος που οδηγεί στην πράξη, είτε είμαστε αγαθοί, είτε όχι, και γνωρίζω καλά, ότι το να μιλάμε για τα ανώτερα μας οδηγεί αυτό κάθε φορά στην εφαρμογή τους. Και ομολογώ, τέκνα μου, ότι από τα θεόπνευστα αναγνώσματα, και λίγο και από την ταπεινή μου κατήχηση, πάντοτε επιστρέφετε και πάντοτε καλυτερεύετε, και ως προς το πρώτο οι εμπαθείς οδηγούνται σε νήψη και βελτιώνονται, ενώ ως προς το δεύτερο οι ενάρετοι ενισχύονται προς τελείωση και ομολογούμε τη χάρη του Θεού και την ευεργεσία και δεν κρύβουμε την ευσπλαγχνία του.... (1,425-427)
... Πατέρες μου και αδελφοί και τέκνα μου, έχοντας υπόψη, ότι οι πράξεις μου είναι πονηρές, γνωρίζω καλά, ότι ο αδύναμος λόγος μου προσφερόμενος δεν πρόκειται σε τίποτε να σας ωφελήσει. Αλλά για να μην ακούσω το, «δούλε πονηρέ και οκνηρέ, έπρεπε να βάλεις τα χρήματά μου στους τραπεζίτες» , που λέγεται στα Ευαγγέλια, γι’ αυτό βιάζομαι, παίρνοντας μαζί και τη βοήθεια του πατέρα μου καί πατέρα σας, να σας πω καί να σας υπενθυμίσω αυτά πού πρέπει, και πιστεύω ότι με την καλή σας προαίρεση και υποταγή σας στις εντολές του Θε¬ού, θα αποδείξετε και τη δική μου αχρηστία χρήσιμη.... (1,481-483)
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 38η. Ότι ή ταπεινή μου κατήχηση προκαλεί μεγάλο κέρδος στις ψυχές μας με τη χάρη τού Χριστού.
Αδελφοί μου καί πατέρες, ερωτώ· για ποιόν λόγο γίνεται ή κατήχηση; Άραγε μόνο γιά να διαβαστεί προς στιγμήν καί να ευχαριστήσω ενδεχομένως τα αυτιά σας, ή γιά να με επαινέσετε από μέσα σας, ή καί για να μού κάνετε χάρη; Καθόλου. Όχι έτσι, τέκνα μου, αλλά λέγεται γι’ αύτό, για να ακούσετε αυτά πού λέγονται καί η δύναμή τους να καθίσει μέσα στις ψυχές σας και να φέρει κάποιον καρπό με τή χάρη τού Χριστού, με τή βοήθεια καί της προσευχής τού πατέρα μου καί πατέρα σας. Εγώ πάντως κατά τό πλείστον στούς πολλούς παρατηρώ, ότι μόλις διαβαστεί, αμέσως ξεχνιούνται αυτά πού λέγονται καί δεν μένει κανένα σημείο από αυτά πού ειπώθηκαν πριν. Γιατί αμέσως βγαίνουμε, μετά τήν ολοκλήρωσή της, καί ξαναπέφτουμε πάλι στις ίδιες κατηγορίες… (2,31)
... Αδελφοί μου και πατέρες και τέκνα μου, όπως ο καθένας από σας απαιτεί το έργο της διακονίας του, έτσι και εγώ σας οφείλω τον λόγο της κατήχησης. Και μακάρι να μπορούσα να τον κάνω πολυποίκιλο και διάφορον, ώστε να μπορεί να είναι σε όλους προσφιλής και κατάλληλος, με τη χάρη του Χριστού. Γιατί υπάρχουν, αδελφοί μου, ανάμεσά σας πολλοί που έχουν ανάγκη από ενθάρρυνση, από παρηγοριά, από ενίσχυση, άλλοι που έχουν ανάγκη από υπενθύμιση, άλλοι από διόρθωση, αλλά και μερικοί από έλεγχο και άλλοι από επιτίμιο, μερικοί άλλοι από συγκατάβαση, άλλοι από αυστηρότητα, και μερικοί από ατιμία και προσβολή. Επειδή δηλαδή είναι πολλά και διάφορα τα ήθη, και ο διδακτικός λόγος πρέπει να είναι ανάλογος. Γιατί ο τρόπος με τον οποίο θεραπεύεται ο ένας, βλάπτει ενδεχομένως τον άλλο, και εκείνο με το οποίο ευεργετείται άλλος, με αυτό καταστρέφεται κάποιος άλλος, και ο λόγος με τον οποίο οικοδομείται κάποιος, ο άλλος ενδεχομένως ζημιώνεται. Γι’ αυτό δεν είναι εύκολη η διακονία μου, αλλά, αντίθετα, είναι κοπιαστική και δύσκολα φέρεται εις πέρας. Θα την χρησιμοποιήσω λοιπόν με τη χειραγωγία των προσευχών του πατέρα μου και πατέρα σας, και δεν θα την παραμελήσω όσο αναπνέω. Και θα μοχθήσω και θα αγωνιστώ, υπενθυμίζοντας στους κυρίους και πατέρες μου αυτά που είναι αναγκαία. (2,39)
... Αδελφοί μου και πατέρες και τέκνα, είναι καλό βέβαια να σας μιλώ και να σας υπενθυμίζω αυτά που πρέπει, και μάλιστα θα ήθελα να σας διδάσκω και να σας συνετίζω με το παράδειγμά μου. Αλλά, όπως βλέπετε, εγώ είμαι φτωχός και γυμνός από αρετές και δεν έχω τίποτε το αξιοζήλευτο για να με μιμείστε για το καλό σας. Αγαπώ τη βελτίωση και επιθυμώ τη διόρθωση. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με τις προσευχές του πατέρα μου και πατέρα σας, αλλά και με τις παρακλήσεις τις δικές σας γιατί πιστεύω ότι συμβάλλουν προς σωτηρία μου. ’Άλλωστε από που προήλθε και αυτό το λίγο που είμαι; Πώς θα συνέβαινε αυτό, αν δεν στηριζόμουν στις δικές σας προσευχές;… (2,101)
... Αδελφοί και πατέρες, από τα λόγια προέρχονται τα έργα και από την αναζήτηση η ανεύρεση. Ώστε κάθε φορά που κατηχώ δεν είναι ανώφελος ο λόγος. Αλλ’ άξιο θαυμασμού, αφού το κατανοήσετε, είναι το εξής, ότι δηλαδή στην κακία, όταν κανείς πει μια ή δύο φορές τα αισχρά και πονηρά, αμέσως μαγεύει και τον εαυτό του και τους ακροατές του προς τις αθέμιτες πράξεις, και σχεδόν μέσα σε μια στιγμή κάνει αυτούς που μαγεύθηκαν να συνηθίσουν την αμαρτία. Ενώ στην αρετή και μύρια λόγια αν πει κανείς, μόλις που θα μπορέσει να προσελκύσει μια ψυχή να συγκατατεθεί με τη θεοσέβεια. Τόσο πολύ δυσκολοαπόκτητο πράγμα είναι το καλό στην ανθρώπινη φύση, σαν δρόμος ανηφορικός και ανώμαλος, ενώ αντίθετα το κακό γίνεται εύκολα δεκτό και είναι πολύ κατηφορικό.... (2,249)
Πατέρες μου και αδελφοί και τέκνα μου, η ήμερα της κατήχησης αποβαίνει πάντοτε για μένα ημέρα ευφροσύνης και αγαλλίασης. Γιατί δεν βιάζεται τόσο πολύ ο μνηστήρας να συναντήσει τη μνηστή του, όσο επιθυμώ εγώ να πραγματοποιώ πάντοτε τη συνάντηση μαζί σας. Και μακάρι να συμβαίνει το ίδιο και σε σας, με αντίστοιχο πόθο για την ακρόαση του ταπεινού μου λόγου. Για σας βέβαια δεν γνωρίζω πόση ωφέλεια θα έχει, για μένα όμως έχει πολύ μεγάλη. Γιατί ανακαλύπτω αυτά που έχω μέσα στην ταπεινή μου ψυχή, όταν τα μοιράζομαι μαζί σας, είτε αυτά είναι λυπηρά, είτε ευχάριστα, κι αυτό μου φέρνει μια πολύ μεγάλη ανακούφιση. (2,327,329)
... Αδελφοί και πατέρες, καθώς γίνεται ήδη η συνηθισμένη κατήχηση, ίσως μερικοί να σκέφτονται και να λένε, ότι το να κατηχούμαστε είναι ίδιο με το να μη κατηχούμαστε, επειδή με την κατήχηση αυτοί που την ακούνε δεν προχωρούν καθόλου σε κάτι πιο ωφέλιμο. Όμως δεν είναι έτσι. Γιατί ως προς την τελειότητα της αρετής, αν κανείς την εξετάσει, θα βρει οπωσδήποτε ότι δεν είναι ψέμα αυτό που λέγεται, επειδή όσο κανείς φαίνεται ότι προκόβει στο αγαθό, τόσο περισσότερο αισθάνεται ότι υπολείπεται από το τέλειο, γιατί τέτοια είναι η φύση της αρετής. Στην πραγματικότητα όμως προάγεται ο καθένας με τη χάρη του Χριστού προς το καλύτερο και αυξάνει την αρετή του με τις καλές πράξεις του. Γιατί πώς είναι δυνατόν να μη παρουσιάσει βελτίωση η ψυχή, όταν ποτίζεται σαν φυτό και σκέφτεται καλά με τις συνεχείς υπομνήσεις; Αφού και «σταγόνα που πέφτει αδιάκοπα, βαθουλώνει την πέτρα», όπως λέγει η παροιμία, όπως και «οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν τα καλά ήθη», σύμφωνα με τον απόστολο. Ας σκεφθούμε, παρακαλώ, και το εξής· αν, παρόλο που γίνεται η κατήχηση, βλέπουμε την κακία να εξακολουθεί να υπάρχει ανάμεσά μας, πόσο μάλλον αν δεν γινόταν λόγος και δεν επιδιωκόταν η υπενθύμιση και δεν γίνονταν αυτά φανερά με τον ένα η τον άλλο τρόπο;
Είναι λοιπόν αναγκαία η κατήχηση και ωφελεί πάρα πολύ, επειδή είναι πατροπαράδοτη, και κάθε τι που ανήκει στην αρχαιότητα είναι σεβαστό. (2,347-349)
(ΕΠΕ, έργα Θεοδώρου Στουδίτου, Φιλοκαλία,τόμος σελιδα)