Επιστολή 102. Στο τέκνο του τον Ευάρεστο.
Η επιστολή αυτή στέλνεται σε σένα, αδελφέ, με πολλή θλίψη και σφίξιμο της καρδιάς μου, γιατί άκουσα ότι πέθανες τον θάνατο της αμαρτίας. Λένε δηλαδή ότι αποκήρυξες την υπόσχεση της παρθενίας, το ευαγγελικό ένδυμα, το σεβαστό σε αγγέλους και ανθρώπους πολίτευμα, και έλαβες γυναίκα με τρόπο μοιχικό, ή καλύτερα, για να κυριολεκτήσω, την Εύα. Γιατί αυτή, αφού σε έβγαλε από τον παράδεισο της άγιας ζωής, σε κατέστησε πένθος για μένα τον αμαρτωλό σου πατέρα, ντροπή της αγγελικής αδελφότητάς σου, και αφορμή υπερηφάνειας και καύχησης για τον διάβολο. Τι είναι αυτό που έγινε! Αλλοίμονο! Πώς σε κυρίεψε ο δράκος, και σε ποιο βάθος δυσωδίας σε έριξε! Συ το φως έγινες σκοτάδι, η ευωδία του Χριστού, ο ιερός έγινες βδελυρός, ο τίμιος, άτιμος, ο ένδοξος, άδοξος, ο ακατανίκητος, δέσμιος στον δαίμονα. Ο αγαπητός, μισητός, το πρόβατο του Ιησού παραδομένο στην εξουσία των θηρίων. Θα προσθέσω και τα μεγαλύτερα. Ο διωγμένος για χάρη της δικαιοσύνης (Ματθ. 5,10), έχει κυριευθεί από την αμαρτία, ο ομολογητής, έγινε αρνητής, εκείνος που έφερε στο κεφάλι του τον μακαρισμό σαν βασιλικό στέμμα, στερήθηκε το θαυμαστό όνομα του μοναχού.
Αλλοίμονο! Ποιος θα το ακούσει και δεν θ’ αναστενάξει; Ποιος μαθαίνοντας το δεν θα φρίξει; Ντρόπιασες το μοναχικό τάγμα, φόβησες αυτούς που στέκονται σταθεροί, κλόνισες αυτούς που λυγίζουν, ήπιες το ποτήρι της παρανομίας, παρέσυρες, όσο εξαρτάται από σένα, αυτούς που ανήκουν στην ίδια κατηγορία να γευθούν τον θάνατο. Επαναλαμβάνω και πάλι• Τι έπαθες, ελεεινέ; Πώς, συ το φωτεινό αστέρι, σκοτείνιασες; Πώς συ το χρήσιμο σκεύος έγινες κομμάτια; Δεν σέβεσαι ούτε καν το όνομά σου, που ενώ ονομαζόσουν Ευάρεστος, κατάντησες Δυσάρεστος; Δεν ήρθες πέρυσι σε μένα και στον κύριο αρχιεπίσκοπο γεμάτος υγεία, χαρούμενος, και μάλιστα ως μεσολαβητής και ανορθωτής για άλλον αδελφό σου; Πώς χάθηκες τόσο ξαφνικά; πώς τυφλώθηκες τελείως; πώς λησμόνησες και τον Θεό και εμάς, καθώς και τους ασκητικούς κόπους και ιδρώτες και πέρασες, αφού ήσουν και από τους χρήσιμους και εκείνους που ήταν ταγμένοι στα ανώτερα διακονήματα;
Έπειτα τι συνέβη; Μια μικρή επίθεση του εχθρού, επιθυμία που είχε αυτό που θεωρείται γλυκό, περιτυλιγμένη όμως με δίκοπο μαχαίρι, η πίκρα του οποίου είναι πιο μεγάλη από κάθε άλλο πικρό, σε άρπαξε και σε κατέβασε, κατά κάποιο τρόπο από τον ουρανό, δηλαδή από την υψηλή μοναχική πολιτεία, και σε παρουσιάζει σαν τραυματία που κοιμάται μέσα σε τάφο. Πράγματι που άλλου βρίσκεται αυτός που ζει στην αμαρτία, παρά στον θάνατο; Δεν υπάρχει φως νοερό, καμιά ελπίδα, καμιά ψυχική γλυκύτητα, καμιά ιερή σκέψη, αλλά βαθειά νύχτα, σβήσιμο της διάνοιας, δάγκωμα της καρδιάς, φόβος και για το παραμικρό, κύλισμα κάθε μέρα στη λάσπη, σαν κάποιο επικίνδυνο ζώο που έρπει σαν σκουλήκι. Τι έκανε ο δαίμονας; Σε τι σε ωφέλησε η καταραμένη επιθυμία, με την οποία, όσοι εξαπατήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων, ούτε τα εδώ κέρδισαν, αλλά έχασαν και τα ουράνια, και κληρονόμησαν ένα μόνο πράγμα, την αιώνια φωτιά;
Αλλά έλα, υιέ μου, ξαναγύρνα πίσω, σε καλώ από το βάθη της καρδιάς μου, από τα σπλάγχνα που με καίνε, γιατί η δική σου δόξα είναι και δική μου, όπως και αντίθετα η ντροπή. Έλα, σήκω επάνω, ο Κύριος έχει πει• «Δεν θα θυμηθώ τις αμαρτίες σου»( Ησ. 43, 25), και, «Αυτός που πέφτει μήπως δεν σηκώνεται;»( Ιερ. 8, 4), και, «Είδα ότι βαδίζεις σκυθρωπός» (Γεν. 4, 6), και, «Θεραπεία η συντριβή σου» (Ναούμ 3, 19). Να Θεός καλός, να γιατρός σπλαχνικός. Ναι, σε παρακαλώ, τέκνο μου, γιατί είσαι τέκνο μου, έστω και αν πέθανες. Μη παραμείνεις στην αμαρτία. Σπάσε γρήγορα τα σχοινιά στα οποία σε τύλιξε ο διάβολος, και, αφού σηκωθείς σαν μέσα από βόθρο, μεταπήδησε στο θαυμάσιο φώς του προηγούμενου τρόπο ζωής σου. Και εγώ θα σε υποδεχθώ με απλωμένα τα χέρια, όχι κατηγορώντας σε, αλλά με συμπάθεια• όχι κάνοντας πιο βαριά τα φάρμακα της μετάνοιάς σου, αλλά απαλύνοντάς τα όσο είναι δυνατόν. Σπεύσε λοιπόν, σπεύσε πριν έλθει ο βίαιος άγγελος, χωρίζοντάς σε με τρόπο αξιολύπητο από το σώμα, και οδηγώντας σε, σε καταδίκη αιώνια.
105. Στο τέκνο του τον Άθιμο.
Ο νόμος του Θεού, είναι ο φόβος και ο τρόμος του, όπως λέγει• «Σε έβαλα φρουρό στον οίκο του Ισραήλ» (Ιεζ. 3, 17). Αυτός ακριβώς ο φρουρός της αγγελίας με ανάγκασε, αδελφέ, πάλι να σου αναγγείλω με γράμμα τη ρομφαία του Θεού που έρχεται επάνω σου, ρομφαία φοβερή, ρομφαία πύρινη, ρομφαία που δεν ρίχνει το σώμα, αλλά την ψυχή στη γέεννα της φωτιάς στους απέραντους αιώνες. Και δακρύζω ο ταλαίπωρος γράφοντας, και στενάζω πικρά, γιατί ο λόγος απευθύνεται στον δικό μου υιό και μαθητή. Αλλά τι να κάνω; Εάν δεν σε ειδοποιήσω, θα ζητήσει το αίμα σου από τα χέρια μου, είπε ο Θεός (Ιεζ. 3, 18), που δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά ότι θα υποστώ την ίδια καταδίκη της τιμωρίας. Ω αδελφέ, γιατί έκλεισες τα μάτια της καρδιάς σου τόσο πολύ; Γιατί καταφρόνησες τον Θεό, με το βλέμμα του οποίου το σύμπαν σείεται και δεν μπορεί να σταθεί; Αποσκίρτησες παλιά από την ασκητική παλαίστρα, πορεύθηκες σε τόπους που δεν τους εποπτεύει ο Κύριος, έλυσες τη σφραγίδα της αγνότητας, διέφθειρες την ψυχή και το σώμα σου, έγινες δούλος της αμαρτίας, έπειτα κάποτε ξαναγύρισες σε μας, στην αρχή του διωγμού, εξομολογήθηκες, τιμωρήθηκες, υποσχέθηκες την επιστροφή σου μετά την κατάπαυση του διωγμού.
Για τον σκοπό αυτό συμπορεύθηκες με τον Οικονόμο, προσλήφθηκες από τον αδελφό Διονύσιο, και προτίμησες την καλή δραπέτευση από τόπους πονηρούς, ώστε να ζεις σε τόπους αγαθούς, στους οποίους εποπτεύουν τα μάτια του Κυρίου, και ο μακαρισμός του διωγμού στεφάνωσε το κεφάλι σου. Και εύγε σου για την επιστροφή, για την κάθαρση, για την αγγελική προστασία σου. Τι λοιπόν είναι αυτό που έγινε πάλι; Τι είναι αυτό που σε απομάκρυνε από τον Θεό και σε παρέδωσε στον διάβολο; Αλλοίμονο για την αθλιότητά μου! Ξαναγύρισες πάλι στο βούρκο της αμαρτίας, διαφθείροντας και διαφθειρόμενος από γυναίκα, ή μάλλον από γυναίκες. Κύριε, ελέησαν. Είθε να σε λυπηθεί ο Θεός. Σε άφησε ο φύλακας άγγελός σου, και σε παρέλαβε ο Σατανάς. Ζεις άραγε, άθλιε; Και πως είναι δυνατόν να ζει αυτός που καταβροχθίζεται από τον ανθρωποκτόνο; Βλέπεις άραγε το φως; Και πως είναι δυνατόν να το βλέπει αυτός που είναι τυφλωμένος από την αμαρτία;
Άραγε προσεύχεσαι στον Θεό; Και πως είναι δυνατόν να πλησιάζει τον Κύριο αυτός που υποδούλωσε τον εαυτό του στον διάβολο; Που είναι η καλή σου αρχή, η θέρμη, η κατάνυξη, η υποταγή, τα δάκρυα, η θεοπτέρωτη προσευχή, ο ουράνιος τρόπος ζωής σου; Έφυγαν όλα, χάθηκαν. Πόσο βαρείς οι στεναγμοί μου για την απώλειά σου! Μακάρι να ήσουν άλογο ζώο, το οποίο δεν θα κριθεί. Επειδή όμως είσαι ζώο πλασμένο από τον Θεό, που θα αναστηθεί και θα κριθεί στο μέλλον, αυτό είναι ελεεινό. Έλα λοιπόν, χαμένε μου υιέ. Έλα, επίστρεψε στον Κύριο, γιατί, επειδή είναι φιλάνθρωπος, πάλι θα σε δεχθεί, πάλι θα σε αγιάσει, πάλι θα σε ντύσει νυμφίο, πάλι θα θυσιάσει το σιτευτό μοσχάρι, και χαρούμενος θα συγκεντρώσει τις ουράνιες δυνάμεις για το ότι σε ξαναβρήκε. Μη λοιπόν απειθήσεις, υιέ μου, υιέ μου, αλλά γύρισε πίσω, επίστρεψε και ενώσου με τον καλό αδελφό σου Διονύσιο, πριν σε προλάβει η ρομφαία του αιώνιου θανάτου.
109. Στο τέκνο του τον Ηλία.
Ποιος με ανάγκασε, άνθρωπέ μου, να σου γράψω; Φυσικά ο Θεός που με όρισε ποιμένα σου και νομοθέτη, στον οποίο θα δώσω λόγο, όπως για όλους τους αδελφούς σου, και για σένα. Απαρνήθηκες τον κόσμο θεληματικά, υποτάχτηκες με προθυμία. Έπειτα σε κοσκίνισε ο Σατανάς αποκόπτοντας σε από τη θεία κοινότητα. Ενώθηκες και πάλι με την ευσπλαχνία του Θεού, και πάλι με την ενέργεια του διαβόλου αποσκίρτησες. Έπειτα ήρθες και πάλι και εξομολογήθηκες, υποσχόμενος ότι στο εξής θα μείνεις σταθερός. Με την επιστροφή όμως από την εξορία επί Νικηφόρου δεν ήρθες μαζί με τους άλλους, αλλά έμεινες μόνος δελεασμένος από το φίδι, και αυτό συνεχίζεται μέχρι τώρα που βασιλεύει τέταρτος βασιλιάς μετά τον Νικηφόρο. Μέχρι πότε, ελεεινέ, θα κυλιέσαι στον βούρκο της αμαρτίας; Μέχρι πότε θα συνεχίσεις να ασχημονείς μπροστά στον Θεό και τους ανθρώπους; Δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει δικαστήριο; Δεν θα δεχθείς αιώνια τιμωρία, της οποίας και μόνο η υπενθύμιση καταπραΰνει την ψυχή και την κάνει να μετανοεί;
Σύνελθε, άνθρωπε, γύρισε πίσω, σε παρακαλώ. Πάψε να κτίζεις σπίτια κοσμικά, συ που κατέλυσες τον οίκο της ψυχής σου. Πάψε να κτίζεις ως λαϊκός, συ που επενεργείσαι από τον Σατανά. Μη προφασίζεσαι αυτό ή εκείνο. Κανένας δεν θα σε αποσπάσει από το χέρι του Κυρίου. Να μη πεις έχοντας αμαρτήσει, δεν θα υποφέρω τα επιτίμια. Θα τα υποφέρεις, τέκνο μου. Σε καλώ έτσι με την ελπίδα της επιστροφής, εγώ ο ταπεινός. Εφόσον είμαι πατέρας, θα σε θεραπεύσω με ευσπλαχνία, με συμπάθεια, με φιλοστοργία. Μόνο θέλησε να επιστρέψεις, μόνο κινήσου, σπάσε τα δεσμά του θανάτου που σε κρατούν. Η βοήθεια βρίσκεται κοντά στον Θεό, και θα προπορεύεται ο φύλακας της ζωής σου άγγελος. Θα γίνει χαρά στον ουρανό, θα θρηνήσει ο διάβολος, θα σκιρτήσω εγώ ο ταλαίπωρος, βρίσκοντας το χαμένο μου πρόβατο, αλλά και ολόκληρη η αδελφότητα σου. Εάν όμως δεν γίνει αυτό, θα γίνεις κυνήγι του διαβόλου, που είναι κληρονόμος του ουαί (της συμφοράς), από τον οποίο θα γλυτώσεις υπακούοντας και ερχόμενος μαζί με τον αδελφό σου Σίλα.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλια, έργα Θεοδώρου τόμος 18Γ,σελ. 102, 105, 109)