ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ.
… θα ίδωμεν τώρα καθ' έκαστον ποιο λέγουν και με ποιας πιέσεις ή και ποια γραφικά λόγια και νοήματα χρησιμοποιούν, ή μάλλον παραποιούν, και ούτως εξέπεσαν από την θεόλεκτον και πατροπαράδοτον ομολογίαν. Και τα χειρότερον όλων είναι ότι δεν θέλουν ούτε να επιστρέψουν και κρατήσουν με ασφάλειαν εκείνο από τα οποίον εξέπεσαν, αλλά ως άνθρωποι πραγματικά ανάγωγοι δυσανασχετούν και αντιλέγουν εντόνως προς εκείνους οι οποίοι τους δίδουν χείρα προς διόρθωσιν, δύναμιν δηλαδή λόγου αληθείας οδηγούσαν προς την αλήθειαν.
Το να εκπίπτουν από τα ορθόν φρόνημα υπήρξε κοινή μοίρα όλων των Εκκλησιών, καθώς δια μέσου των αιώνων το κακόν ελυμαίνετο άλλοτε άλλην από αυτάς. Τα να μη επανέλθη όμως πλέον μετά την πτώσιν υπήρξε περίπτωσις μόνον της Eκκλησίας των Λατίνων, μολονότι είναι η μεγίστη και κορυφαία και κατέχει την εξοχωτέραν περιωπήν των πατριαρχικών θρόνων.
Και συνέβη εις αυτήν, η οποία ήτο η μεγίστη των Εκκλησιών, ό,τι συνέβη εις το μέγιστον των ζώων, τον ελέφαντα. Λέγουν δι’ αυτόν ότι δεν κατακλίνεται εις το έδαφος δι’ ανάπαυσιν κατά τον καιρόν του ύπνου, αλλά αναπαύεται με το να λυγίζη απλώς το δύο πλάγια άκρα• αν δε πάθη κάτι και πέση κάτω, δεν δύναται να σηκωθή πλέον. Αλλά εις μεν τους ελέφαντας αίτιον είναι το βάρος του σώματος και η παχυσαρκία, η οποία είναι ανοικονόμητος και πιέζει προς τα κάτω, ωσάν βαρυτάτη μόλυβδος ευρισκομένη επάνω τους, εις δε τους Λατίνους νομίζω ότι είναι μόνον ο τύφος, ο οποίος θα ηδυνάμην να είπω ότι είναι πάθος ανίατον, το οποίον κατά τον απόστολον είναι το ιδιαίτερον κρίμα μόνον του πονηρού εξ αιτίας του οποίου και εκείνος είναι ανίατος εις τους αιώνας.
Αν δε το γένος αυτό των Λατίνων τον απωθήσουν —και ημπορούν, αφού είναι άνθρωποι—, τότε όλοι ημείς οι ορθοφρονούντες συνηθροισμένοι ομού ωσάν με προβοσκίδας, τας οποίας άλλωστε εφεύρεν η φύσις βοήθημα των ορθίων ελεφάντων απέναντι εις τους πεσμένους κάτω, χρησιμοποιούντες τα θεόπνευστα λόγια θα τους σηκώσωμεν και θα τους στήσωμεν ορθίως, κρατούντας χωρίς παρέκκλισιν τον κανόνα της ευσεβείας. Εκείνους όμως οι οποίοι κατάκεινται εκουσίως τίποτε δεν ημπορεί να τους βοηθήση το παραμικρόν, ακόμη και αν το φάρμακον κατά της ψευδοδοξίας παρασκευασθή και προσφερθή από τους ιδίους τους ουρανίους νόας. Εις αυτούς ακριβώς απευθύνεται ο με προφητικά λόγια εκφρασθείς λόγος, ότι ιατρεύσαμεν την Βαβυλώνα και δεν εθεραπεύθη».
(ΕΠΕ,έργα Γρηγορίου Παλαμά, τόμος 1, σελ. 183-185)