Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, μέρος 3ο.
«Να αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου μέσα απ’ όλη σου την καρδιά, με όλη σου την ψυχή, με όλη σου τη δύναμη και με όλη σου τη διάνοια» (Λουκ. 10, 27). Αυτή η εντολή αρχικά φαίνεται πολύ απλή, όμως οι λέξεις της περικλείουν κάτι πολύ περισσότερο από εκείνο που βλέπει κανείς με την πρώτη ματιά. Όλοι ξέρουμε τι σημαίνει να αγαπάει κανείς κάποιον με όλη του την καρδιά. Ξέρουμε την ευχαρίστηση και την ψυχική θαλπωρή που του δίνει, όχι μόνο η παρουσία του αγαπημένου, αλλά και η απλή θύμησή του. Έτσι πρέπει να προσπαθήσουμε να αγαπήσουμε το Θεό. Κάθε φορά που μνημονεύεται το Άγιο Όνομά Του θα πρέπει να γεμίζει η ψυχή και η καρδιά μας με αστείρευτη γλυκύτητα και ζεστασιά. Η μνήμη του Θεού πρέπει να είναι μέσα μας αδιάκοπα. Παρά ταύτα εμείς Τον σκεπτόμαστε μόνο περιστατικά.
Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε το Θεό με όλη τη δύναμή μας, αν δεν ξεριζώσουμε από μέσα μας καθετί που δεν έχει σχέση μ’ Αυτόν. Μετά από μια αγωνιστική προσπάθεια πάνω στη θέλησή μας, πρέπει να στραφούμε σταθερά προς το Θεό, είτε την ώρα που προσευχόμαστε - πράγμα που είναι πιο εύκολο, αφού κατά την ώρα της προσευχής είμαστε ήδη συγκεντρωμένοι στο Θεό - είτε την ώρα που κάνουμε οποιοδήποτε έργο. Στη δεύτερη όμως περίπτωση απαιτείται εκπαίδευση, γιατί κάνοντας κάτι, συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στο έργο μας, το οποίο πρέπει, με ειδική προσπάθεια αργότερα, να το αφιερώσουμε στο Θεό.
Οι Μάγοι έκαναν τόσο μεγάλο ταξίδι για να συναντήσουν το Χριστό και κανείς δεν ξέρει πόσες δυσκολίες χρειάστηκε να ξεπεράσουν μέχρι να φτάσουν μπροστά Του. Καθένας μας ταξιδεύει για να συναντήσει το Θεό, όπως έκαναν κι αυτοί. Οι Μάγοι ήταν φορτωμένοι με δώρα. Χρυσάφι για το βασιλιά. Λιβάνι για το Θεό. Σμύρνα για τον «Υιό του ανθρώπου», που θα υπέμενε θάνατο. Που να βρούμε όμως εμείς χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, αφού Του οφείλουμε τα πάντα; Ξέρουμε καλά ότι καθετί που έχουμε μας δόθηκε απ’ Αυτόν και δεν μας ανήκει σίγουρα και για πάντα. Όλα μπορούν να μας αφαιρεθούν. Όλα εκτός από την αγάπη. Και αυτό είναι που κάνει την αγάπη μοναδική και γι’ αυτό το λόγο η αγάπη είναι κάτι που μπορούμε να το προσφέρουμε. Όλα τα άλλα, τα μέλη του σώματός μας, η νοημοσύνη μας, τα υπάρχοντά μας, μπορούν να μας αφαιρεθούν δια της βίας, αλλά την αγάπη δεν υπάρχει τρόπος να μας την πάρει κανείς, εκτός αν εμείς οι ίδιοι τη δώσουμε. Με αυτή την έννοια, με τον τρόπο που είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε τη ζωή της αγάπης, δεν είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα της ψυχής ή του σώματός μας. Παρόλο ότι βασικά η αγάπη είναι θείο δώρο, αφού κανένας από μόνος του δεν μπορεί να τη δημιουργήσει, όμως είναι το μόνο πράγμα το οποίο, αν ποτέ κανείς το αποκτήσει, μπορεί να το οικειοποιηθεί ή να το προσφέρει.
O Bernanos στο βιβλίο «Ημερολόγιο ενός επαρχιακού ιερέα» λέει ότι μπορούμε ακόμα και την υπερηφάνειά μας να προσφέρουμε στο Θεό: «Δώσε την υπερηφάνειά σου, με όλα τα επακόλουθά της, δώστα όλα». Η υπερηφάνεια που προσφέρεται με αυτό το πνεύμα γίνεται δώρο αγάπης στα μάτια του Θεού. Και κάθε δώρο αγάπης είναι πάντα ευπρόσδεκτο από το Θεό.
Το «να αγαπάς τους εχθρούς σου και να ευλογείς όσους σε μισούν» (Ματθ. 5, 44), είναι εντολή του Θεού, την οποία λίγο - πολύ μπορεί ο καθένας να εφαρμόσει. Το να συγχωρέσει όμως κανείς αυτούς που έκαναν ένα αγαπημένο του πρόσωπο να υποφέρει, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι σαν να του λένε να κάνει, όχι πράξη αρετής, αλλά παρανομία. Ακόμη όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη μας για κάποιον που υποφέρει, τόσο μεγαλύτερη είναι η ικανότητά μας να μοιραστούμε τον πόνο μαζί του και να τον συγχωρήσουμε για τυχόν σφάλματά του. Και με αυτή την έννοια κατακτάει κανείς τον υψηλότερο βαθμό της αγάπης, όταν δηλαδή μπορεί όπως ο Ραββίνος Yehel Μikhael να λέει: «Είμαι ο αγαπημένος μου». Όσο όμως λέμε «εγώ» και «αυτός» δεν μπορούμε να κοινωνήσουμε στα παθήματα του αδελφού μας και να αποδεχτούμε τον πόνο του. Η Θεοτόκος, όταν βρισκόταν κοντά στο Σταυρό του Κυρίου, δεν αναλύθηκε σε δάκρυα, όπως συνηθίζουν να την παριστάνουν οι δυτικές αγιογραφίες. Βρισκόταν σε τόσο απόλυτη κοινωνία με τον Υιό της, ώστε δεν διαμαρτυρήθηκε για τίποτα. Σταυρωνόταν κι αυτή μαζί με το Χριστό. Πέθαινε κι αυτή μαζί του. Η Μητέρα ολοκλήρωνε τώρα εκείνο που είχε αρχίσει την ημέρα της Υπαπαντής του Χριστού, όταν είχε προσφέρει τον Υιό της στο Θεό. Μόνος ο Χριστός απ’ όλους τους «υιούς Ισραήλ», έγινε τότε δεκτός από το Θεό «ως θυσία ζώσα». Και Εκείνη η Oποία τον είχε προσκομίσει δεχόταν τώρα με τη σειρά της τη συνέπεια της λειτουργικής πράξεώς της, η οποία τώρα εύρισκε πραγματικά την εκπλήρωσή της. Όπως τότε ο Χριστός βρισκόταν σε κοινωνία μαζί της, έτσι και τώρα Αυτή βρισκόταν σε απόλυτη κοινωνία μαζί του και δεν υπήρχε τίποτα για το οποίο μπορούσε να διαμαρτυρηθεί.
(Ζωντανή Προσευχή. Antony Bloom, σελ. 23-26).