2. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ.
Ουδέποτε προτίμησα το προσωπικό μου συμφέρον από την ωφέλεια του αδελφού μου, έλεγε συχνά ο Μέγας Αντώνιος.
***
OΤΑΝ Ο ΑΒΒΑΣ Θεόδωρος ήταν ακόμη υποτακτικός, τον έστειλε ο Γέροντάς του στον φούρνο της Σκήτης να ψήσει τα παξιμάδια του. Εκεί βρήκε κάποιον άλλον που ήθελε να φουρνίσει τα δικά του, μα δεν έβρισκε βοηθό. Ο νεαρός Θεόδωρος άφησε κάτω τον τορβά του κι έδωσε ένα χέρι στον αδελφό. Δεν πρόλαβε να τελειώσει και έφτασε άλλος με ψωμιά. Ο Θεόδωρος παραχώρησε πάλι την θέση του και πρόσφερε την βοήθειά του. Σε λίγο ήρθε τρίτος και τέταρτος έως έξι. Ο Θεόδωρος βοήθησε τους αδελφούς και τελευταίος από όλους έψησε τα δικά του παξιμάδια. Έδυε ο ήλιος πλέον, όταν γύρισε στον Γέροντά του. Του είπε τον λόγο που τον έκανε να καθυστερήσει τόσο πολύ, χωρίς να θεωρεί όμως ότι έκανε κάτι αξιόλογο.
***
ΡΩΤΗΣΑΝ τον Αββά Αγάθωνα πώς εκδηλώνεται η ειλικρινής αγάπη προς τον πλησίον, κι εκείνος ο μακάριος, που είχε αποκτήσει την βασίλισσα των αρετών σε τέλειο βαθμό, αποκρίθηκε:
- Αγάπη είναι να βρω έναν λεπρό και να του δώσω ευχαρίστως το σώμα μου και, αν είναι δυνατόν, να πάρω το δικό του.
***
ΠΟΛΛΑ ανέκδοτα διηγούνται οι Πατέρες για τον Αββά Αγάθωνα και την πολλή αγάπη που έκρυβε στην καρδιά του για τον αδελφό.
Κάποτε κατέβηκε στην πόλη να πουλήσει τα πανέρια του και σκόνταψε επάνω σ’ έναν δυστυχισμένο άνθρωπο, παραπεταμένο στον δρόμο, ξένο και άρρωστο, που ως την στιγμή εκείνη κανένας διαβάτης δεν είχε σκεφθεί να τον βοηθήσει.
Ο Όσιος τον σήκωσε τον περιποιήθηκε και με τα χρήματα που πήρε από τα πανέρια του νοίκιασε δωμάτιο και τον έβαλε μέσα, Λένε μάλιστα πώς έμεινε αρκετό καιρό κοντά του και τον φρόντιζε, ενώ συγχρόνως εργαζόταν για να βγάζει τα έξοδα του.
Όταν πια ο ξένος έγινε εντελώς καλά και ήταν σε θέση να γυρίσει στην πατρίδα του, επέστρεψε και ο Αββάς Αγάθων στην αγαπημένη του ησυχία.
***
ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ πάλι που πήγαινε στην πόλη να δώσει το εργόχειρο του και να προμηθευτεί το λίγο ψωμάκι του, βρήκε κοντά στην αγορά έναν φτωχό γέρο ανάπηρο.
- Για την αγάπη του Θεού, Αββά, άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον Όσιο, μην με αφήσεις κι εσύ αβοήθητο τον δυστυχή, πάρε με κοντά σου.
Ο Αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίσει δίπλα του, εκεί που αράδιασε τα καλάθια του για να τα πουλήσει.
- Πόσα λεφτά πήρες, Αββά; τον ρωτούσε ο γέρος, κάθε φορά που έδινε ένα καλάθι.
- Τόσα, του έλεγε ο Όσιος.
- Καλά είναι. Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίτα, Αββά; Έτσι για να δεις καλό, που έχω από χθες βράδυ να φάω.
- Μετά χαράς, έλεγε ο Όσιος και έκανε αμέσως την επιθυμία του.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό.Έτσι, σε κάθε καλάθι που πουλούσε ξόδευε τα χρήματα, χάριν του προστατευομένου του, έως ότου έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα ο Όσιος, χωρίς να του μείνει για τον εαυτό του ούτε δίλεπτο. Και το σπουδαιότερο, το έκανε με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πώς είχε να περάσει τώρα τουλάχιστον μία εβδομάδα χωρίς ψωμί.
Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι, ετοιμάστηκε να φύγει από την αγορά.
- Φεύγεις λοιπόν; τον ρώτησε ο ανάπηρος.
- Ναι, τελείωσα πια την δουλειά μου.
- Ε, τώρα θα κάνεις αγάπη να με πάς ως το σταυροδρόμι κι από κει φεύγεις, είπε πάλι παρακαλεστικά ο παράξενος γέρος.
Ο άγαθώτατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη και τον μετέφερε εκεί που του ζητούσε με πολλή δυσκολία, γιατί ήταν κατάκοπος από την εργασία της ημέρας.
Όταν έφτασαν στο σταυροδρόμι κι ετοιμάστηκε να αποθέσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκειά φωνή να του λέει:
- Ευλογημένος να είσαι, Αγάθων, από τον Θεό και στην γη και στον Ουρανό.
Σήκωσε τα μάτια ο Όσιος να δει εκείνον που του μιλούσε. Ο δήθεν γέρος είχε γίνει άφαντος, γιατί ήταν Άγγελος σταλμένος από τον Θεό, να δοκιμάσει την αγάπη του Οσίου.
***
ΘΑ ΕΛΕΓΕ κανείς πώς αυτός ο Αγάθων ζούσε και κινούνταν μόνο και μόνο για ν’ αναπαύει τον πλησίον του. Όταν τύχαινε να περνά τον ποταμό μαζί με τους άλλους αδελφούς, έπαιρνε πρώτος στα χέρια του τα κουπιά της βάρκας. Όταν πήγαιναν ξένοι στο κελλί του, με το ένα χέρι τους χαιρετούσε και με το άλλο άρχιζε να στρώνει τράπεζα για να τους φιλοξενήσει.
Κάποτε του χάρισαν ένα σκαλιστήρι, για να καλλιεργεί τον κήπο του.
- Τί όμορφο σκαλιστηρακι! έκανε ένας αδελφός, που έτυχε να το δει στα χέρια του μια μέρα.
Ο Αββάς Αγάθων δεν τον άφηνε με κανένα τρόπο να φύγει, αν δεν έπαιρνε μαζί του το σκαλιστήρι που του άρεσε.
***
Ο ΑΒΒΑΣ ΑΠΟΛΛΩ επίσης λένε πώς είχε τόση αγάπη για τον πλησίον του, ώστε ουδέποτε στην ζωή του αρνήθηκε σε άνθρωπο βοήθεια ή οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη εξυπηρέτηση. Όταν οι αδελφοί ζητούσαν την συνεργασία του, την προσέφερε ευχαρίστως, λέγοντας πάντα με χαμόγελο:
- Μαζί με τον Κύριό μου θα έργασθώ σήμερα για την ωφέλεια της ψυχής μου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 8-10 )