ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΙΣΤΟΡΙΑ μας την διηγείται ο Επίσκοπος Ελενουπόλεως Παλλάδιος.
Ο Σεραπίων ήταν Αιγύπτιος Ασκητής, τελείως ακτήμων και πολύ ελεήμων. Πολλές φορές τον είχαν δει να γυρίζει μ’ ένα σεντόνι τυλιγμένο γύρω από το γυμνό του σώμα, γιατί τα ενδύματα του τα είχε δώσει ελεημοσύνη. Έτσι του έμεινε και το όνομα Σινδόνιος. Κάποτε πουλήθηκε σαν δούλος σ’ έναν ειδωλολάτρη ηθοποιό, για είκοσι νομίσματα. Άρχισε με μεγάλη προθυμία να υπηρετεί τον κύριό του και όλη του την οικογένεια. Εργαζόταν αδιάκοπα χωρίς απαιτήσεις. Το φαγητό του αποτελούνταν μόνο από ψωμί και νερό. Ενώ τα χέρια του δούλευαν, ο νους του ήταν απασχολημένος με την προσευχή. Τα λόγια της Γραφής δεν έλειπαν ποτέ από τα χείλη του. Σκοπός του ήταν να μεταδώσει το φως του Χριστού στους κυρίους του και δεν άργησε να το επιτύχει. Τους προσείλκυσε στην πίστη, πρώτα από όλα με το παράδειγμα του χριστιανικού βίου του και ύστερα με την διδασκαλία του Ευαγγελίου, που πέφτει σαν βάλσαμο παρηγοριάς στις ταλαιπωρημένες από την κοσμική ματαιότητα ψυχές. Όταν ο μίμος -έτσι έλεγαν τότε τους ηθοποιούς-, η σύζυγος και τα παιδιά του πήραν την χάρη του Αγίου Βαπτίσματος, άφησαν το επάγγελμά τους, που δεν συμφωνούσε πια με την νέα ζωή τους, και έγιναν ενεργά μέλη της Εκκλησίας. Μια μέρα πήρε ιδιαιτέρως τον Σινδόνιο ο κύριός του και του είπε:
- Είναι καιρός, αδελφέ, να σου ανταποδώσω την ευεργεσία που μου έκανες να ελευθερώσεις και μένα και την οικογένειά μου από το σκοτάδι της ειδωλολατρίας. Πάρε κι εσύ για αντάλλαγμα την ελευθερία σου.
Τότε ο Σινδόνιος κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να του αποκαλύψει την αλήθεια. Του είπε λοιπόν πως δεν ήταν δούλος και πως με την θέλησή του πουλήθηκε σ’ αυτόν, για να τον οδηγήσει στον Χριστό.
- Αφού εξεπλήρωσε ο Θεός την επιθυμία μου, ας πάω τώρα να βοηθήσω κι άλλους.
Επέστρεψε τα είκοσι νομίσματα στον κύριό του και έφυγε για άλλη χώρα. Εκεί πουλήθηκε σε οικογένεια αιρετικών. Με τον ίδιο τρόπο έφερε κι αυτήν πολύ γρήγορα στους κόλπους της Εκκλησίας. Μέχρι τέλους της ζωής του, ο Σινδόνιος υπηρετούσε σωματικά και ψυχικά τους συνανθρώπους του.
ΓΙΑΤΙ, Αββά, οι σημερινοί μοναχοί, ενώ κοπιάζουν, δεν παίρνουν από τον Θεό τα χαρίσματα που έπαιρναν οι παλαιοί Πατέρες; ρώτησε έναν Γέροντα κάποιος αδελφός.
- Τον παλαιό καιρό, παιδί μου, αποκρίθηκε ο σεβάσμιος Γέροντας, υπήρχε αγάπη μεταξύ των μοναχών και καθένας προθυμοποιούνταν να βοηθήσει τον αδελφό του να ανεβεί προς τα επάνω. Τώρα η αγάπη ψυχράνθηκε και ο ένας παρασύρει τον άλλον προς τα κάτω. Για τον λόγο αυτό δεν χορηγεί πλέον ο Θεός χαρίσματα πνευματικά.
ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟ καιρό - έλεγε ο Αββάς Ιωάννης σ’ έναν νέο μοναχό, που πήγε να τον συμβουλευθεί- η πνευματική απασχόληση ήταν το κύριο έργο του μοναχού και η εργασία πάρεργο. Σήμερα αντιστράφηκαν οι όροι και θεωρείται πάρεργο το έργο της ψυχής και έργο το εργόχειρο.
- Ποιό είναι το έργο της ψυχής; ρώτησε ο αδελφός.
- Εκείνο που γίνεται χάριν της θείας εντολής, εξήγησε ο Γέροντας. Μαθαίνεις, λόγου χάρη, πως είμαι άρρωστος και η συνείδησή σου σου λέει πως είναι καθήκον σου να με επισκεφθείς. Εσύ όμως κάθεσαι και σκέπτεσαι: “Αν πάω, θα μείνει πίσω το εργόχειρό μου, γιατί θα χάσω χρόνο”. Δεν έρχεσαι και παραβαίνεις την εντολή της αγάπης. Ή κάποιος σου ζητά να τον βοηθήσεις στην εργασία του. Εσύ μονολογείς: “Είναι ανάγκη τώρα ν’ αφήσω την δική μου δουλειά στην μέση, για να βοηθήσω άλλον;”. Αρνείσαι, παραβλέποντας την εντολή του Θεού, που είναι έργο της ψυχής, και προσηλώνεσαι στο εργόχειρό σου, που είναι πάρεργο.
ΠΗΓΕ μια φορά ο Όσιος Μακάριος να κάνει συντροφιά σ’ έναν άρρωστο Ερημίτη. Ρίχνοντας μια ματιά γύρω στο γυμνό κελλἀκι του, είδε πώς δεν υπήρχε πουθενά ούτε ίχνος φαγητού.
- Τί θα ήθελες να φας, αδελφέ; ρώτησε ο Όσιος.
Ο άρρωστος δίστασε να απαντήσει. Τί να ζητούσε τάχα, αφού δεν υπήρχε τίποτε σ’ εκείνη την ερημιά; Τέλος, επειδή επέμενε να τον ρωτά ο Όσιος, είπε πως είχε επιθυμήσει λίγη αλευρόσουπα. Αλλά που να βρεθεί αλεύρι; Ο Όσιος Μακάριος, για να αναπαύσει τον άρρωστο αδελφό του, κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια, κάνοντας πενήντα μίλια με τα πόδια, για να βρει αλεύρι.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελιδες 11-13)