3. «Έλαβε μίαν των πλευρών αυτού (του Αδάμ) και ανεπλήρωσε σάρκα αντ’ αυτής» (Γεν. β' 21).
Η δημιουργία της πρώτης γυναίκας (Εύας) συγκέντρωσε τη θεολογική σκέψι και τον ευλαβικό στοχασμό σχεδόν όλων των Πατέρων και Συγγραφέων της Εκκλησίας μας. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας, διαβλέπουν μια σχέσι μεταξύ Εύας και Θεοτόκου, την οποία, πολύ ενωρίς, άρχισαν να ονομάζουν «νέαν» ή «δευτέραν Εύαν» (Ειρηναίος). Τη σχέσι της Εύας με την Θεοτόκο την διακρίνουν στο προαιώνιο σχέδιο και τη βούλησι του Θεού να γίνη άνθρωπος για να εξυψώση και θεώση την ανθρώπινη φύσι.
Γράφει ο Ν. Καβάσιλας: «Ο Δημιουργός... από την πρώτη στιγμή έπλασε την ανθρώπινη φύσι τέτοια (εννοεί εδώ την Εύα) ώστε, όταν θα χρειαζόταν να γεννηθή, να πάρη από αυτή τη Μητέρα (εννοεί την Θεοτόκο)» (Κ, 151). Και ο Π. Νέλλας (βλ. Κ, 150) σχολιάζει σχετικά: «Σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου δεν είναι άλλος από το να προσφέρει "μητέρα” στο Θεό! Αποτελεί πράγματι βαθειά και άρρητη πεποίθηση όλων των Πατέρων της Εκκλησίας το γεγονός ότι η προαιώνια βουλή του Θεού, ο τελικός και ύψιστος σκοπός των πάντων είναι "η εισαγωγή του πρωτοτόκου εις την οικουμένην"» (Εβρ. α' 6). Γι΄ αυτό και ο Ι. Αυγουστίνος συμπεραίνει ότι «η πλάσις της Θεοτόκου ήταν έργον της αϊδίου βουλής του Θεού» (X, 44) .
Όταν ο Θεός Λόγος δημιουργούσε την Εύα, στο πρόσωπό της διέβλεπε την Θεοτόκο·
το εκλεκτό αυτό όργανο της «βουλής» του, που θα δεχόταν να γίνη μητέρα του· που θα γινόταν, αιτία της σωτηρίας και της θεώσεως του ανθρώπου, η αρχή της ανακαινίσεως και της μεταμορφώσεως της Κτίσεως.
Κάθε νέα γυναίκα που γεννιέται στον κόσμο δεν έχει μόνο τον προορισμό της Εύας: να πληθύνη τους ανθρώπους (Γεν. α' 28)· έχει μαζί και τον προαιώνιο προορισμό της «νέας Εύας», της Θεοτόκου: την «εισαγωγή του Χριστού» στον κόσμο. Κάθε γυναίκα που γίνεται Μητέρα καλείται να γίνεται μαζί και όργανο της «προαιώνιας βουλής» του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Τη βούλησι αυτή του Θεού μπορεί να διακονήση, σε σχετικό βέβαια βαθμό, κάθε σύζυγος και μητέρα με την προσπάθεια να «εισαγάγη» στην οικογένειά της τον Σωτήρα Χριστό και ειδικώτερα με τη χειραγωγία των παιδιών της στην πίστι και τη ζωή της Εκκλησίας.
4. «Το όνομα της γυναικός αυτού (του Αδάμ) Ζωή, ότι αύτη μήτηρ πάντων των ζώντων» (Γεν. γ’ 20).
Ο Αδάμ ωνόμασε τη γυναίκα του Ζωή (εβρ.=Εύα), που σημαίνει μητέρα όλων των ζωντανών δημιουργημάτων. Τελικά όμως η Εύα αποδείχθηκε πηγή και αιτία θανάτου, ιδίως για τους απογόνους της. Διότι όλοι οι απόγονοι της Εύας κληρονόμησαν απ’ αυτή τον θάνατο. Το όνομα επομένως «Ζωή» ταιριάζει περισσότερο στην Παρθένο Μαρία, διότι αυτή μόνο αποδείχθηκε μητέρα της ζωής και όχι του θανάτου.
Όσοι πιστεύουν στον Υιό και Θεό της, γνωρίζουν την ανάστασι από τον θάνατο της αμαρτίας (πρώτη Ανάστασις) και ζουν από τώρα τη ζωή του Θεού, όπως το υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος: «Αμήν λέγω υμίν· ότι έρχεται ώρα, και νυν έστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται και φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιω. ε' 25). Η ζωή και η Ανάστασις των πιστών θα ολοκληρωθή και θα γίνη αιωνία κατάστασις με τη δεύτερη Ανάστασι όλων των ανθρώπων κατά τη Β' Παρουσία του Χριστού στη γη. Έτσι θα εφαρμοσθή και η άλλη υπόσχεσις του Χριστού: «ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. ε' 24).
Η Εύα συνετέλεσε, ώστε να επικρατήσει η λαθεμένη αντίληψις ότι ο Θεός είναι «Θεός νεκρών». Η Θεοτόκος, η νέα Εύα, συνετέλεσε, ώστε να διακηρυχθή η αλήθεια ότι «ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ. κβ' 32).
«Η Θεοτόκος είναι πραγματικά η κοινή μητέρα όλων των ζώντων, όλων των χριστιανών, των γεγεννημένων και αναγεννημένων εν Πνεύματι» (Φ, 138).
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)