Ο ΟΣΙΟΣ Ποιμήν ασκήτευε μαζί με τους τέσσερις αδελφούς του στην αιγυπτιακή έρημο. Ο Παΐσιος, ο νεώτερος αδελφός, δεν είχε ακόμη κατορθώσει να διορθώσει τις αδυναμίες του και στενοχωρούσε με τις αταξίες του τους άλλους.
- Αυτός ο μικρός δεν μας αφήνει σε ησυχία, είπε μια μέρα στενοχωρημένος στον μεγαλύτερο αδελφό του ο Αββάς Ποιμήν. Έλα να φύγουμε από το μέρος αυτό, να ηρεμήσει ο λογισμός μας.
Πήραν τον δρόμο κι έψαχναν να βρουν τόπο κατάλληλο για να μείνουν. Ο Παΐσιος όμως κατάλαβε πως τα αδέλφια του τον άφησαν κι έφυγαν και βγήκε να τους γυρεύει.
Ο Αββάς Ποιμήν τον είδε από μακριά να έρχεται και είπε στον Αββά ανούβ, τον μεγαλύτερο:
- Ας περιμένουμε τον αδελφό που κοπιάζει να μας φθάσει.
Τέλος, πλησίασε εκείνος και τους παραπονέθηκε:
- Που πηγαίνετε και με αφήνετε μόνο;
Φεύγουμε να βρούμε ησυχία.Εσύ διαρκώς μας θλίβεις με τις απερισκεψίες σου, του είπε ο Αββάς Ποιμήν.
- Ναι, ναι, πάμε όλοι μαζί όπου θέλετε, είπε με αφέλεια ο νέος.
Βλέποντας την ακακία του ο Αββάς Ποιμήν, είπε στον μεγάλο του αδελφό:
- Ας γυρίσουμε πίσω, Ανούβ. Νομίζω πως άθελά του ατακτεί ο νεαρός αυτός ή ο Θεός επιτρέπει έτσι, για να δει την υπομονή μας.
Επέστρεψαν λοιπόν στο κελλί τους και έζησαν όλοι μαζί μέχρι τέλους.
Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ κάποιου Γέροντα έμενε σε μια καλύβα δέκα μίλια μακριά από την σκήτη. Μια μέρα θέλησε να τον ειδοποιήσει ο Γέροντας να πάει να πάρει το ψωμί του.'Ύστερα όμως σκέφθηκε: Για λίγα ψωμιά να κάνω τον αδελφό να περπατήσει δέκα μίλια; ας του τα πάω μόνος. Έβαλε το ταγάρι στον ώμο και ξεκίνησε. Πηγαίνοντας, σκόνταψε σε μια πέτρα κι έκανε τέτοια πληγή στο πόδι, που ήταν αδύνατον να σταματήσει το αίμα. από τον υπερβολικό πόνο που ένιωσε, άρχισε να κλαίει.
- Γιατί κλαίς, Αββά; άκουσε πίσω του μια γλυκειά φωνή να τον ρωτά.
Έστρεψε το κεφάλι και είδε έναν ωραίο Άγγελο. Δεν φοβήθηκε, αλλά του έδειξε με το δάχτυλο την πληγή.
- Παύσε να κλαίς γι’ αυτό το τιποτένιο πράγμα, τον πρόσταξε ο Άγγελος. Τα βήματα που κάνεις για την αγάπη του αδελφού τα έχω μετρημένα και θα πάρεις την αμοιβή σου από τον Θεό.
Ο Γέροντας πήρε θάρρος και χαρούμενος συνέχισε τον δρόμο του. από τότε προθυμοποιήθηκε να εξυπηρετεί τους αδελφούς.
Μια μέρα πήρε πάλι ψωμιά να τα πάει σ’ άλλον Ερημίτη, που έμενε πολύ πιο μακριά. Συνέβη όμως να έρχεται κι εκείνος με τον ίδιο σκοπό και συναντήθηκαν στον δρόμο.
- Αδελφέ μου, είπε πρώτος ο Γέροντας, με κόπο απέκτησα έναν μικρό θησαυρό και πρόλαβες εσύ να μου τον πάρεις.
- Μήπως η στενή πύλη χωράει μόνο εσένα, Αββά; Κάνε λίγο τόπο να περάσουμε κι εμείς, του αποκρίθηκε ο αδελφός.
Ενώ έλεγαν αυτά, ήρθε πάλι ο Άγγελος και τους είπε:
- Αυτή η φιλονικία σαν ευωδιαστό λιβάνι ανεβαίνει στον ουρανό.
ΌΤΑΝ ο Όσιος Σάββας ο Ηγιασμένος ήταν υποτακτικός στο μοναστήρι του αγίου Ευθυμίου, πολύ νέος ακόμη στην ηλικία, του είχαν αναθέσει να ετοιμάζει το ψωμί των αδελφών. Μια βροχερή ημέρα, ενώ ζύμωνε, μπήκε ένας αδελφός στον φούρνο και άφησε τα βρεγμένα ρούχα του να στεγνώσουν. Ο Σάββας που δεν είχε δει τι είχε κάνει ο άλλος, άναψε τον φούρνο. Εν τω μεταξύ ήρθε κι εκείνος να τα πάρει και όταν είδε τον φούρνο αναμμένο, από την λύπη του κόντευε να κλάψει, γιατί δεν είχε αλλά ρούχα και εκείνα που φορούσε ήταν δανεικά.
Βλέποντας ο Σάββας την στενοχώρια του αδελφού, δεν έχασε καιρό. Με ένα πήδημα βρέθηκε μέσα στον φούρνο και μάζεψε τα ρούχα.
Και τι θαύμα! Ούτε τα ρούχα είχαν πειραχθεί καθόλου από την φωτιά ούτε ο συμπαθέστατος νέος έπαθε τίποτε. Δεν τον έθιξαν οι φλόγες όχι για την ευσέβειά του, όπως τους τρεις Παίδες, αλλά για την φιλαδελφία του.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 13-15 )