Κάποτε ο αββάς Αγάθων πήγαινε στη πόλη για να πουλήσει το εργόχειρό του και να προμηθευτεί λίγο ψωμί για τη συντήρησή του. Κοντά στην αγορά βρήκε έναν φτωχό και ανάπηρο γέρο.
-Για όνομα του Θεού, αββά, άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον όσιο. Μη μ’αφήσεις κι εσύ αβοήθητο και τον δυστυχή! Πάρε με κοντά σου.
Ο αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίσει δίπλα του, εκεί που άπλωσε τα καλάθια του για να τα πουλήσει.
-Πόσα λεπτά πήρες, αββά; τον ρώτησε ο γέρος μόλις πούλησε το πρώτο καλάθι.
-Τόσα, του απάντησε ο όσιος
-Καλά είναι! Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίττα; Έτσι για να δείς καλό. Έχω από χτες το βράδυ να φάω.
-Μετά χαράς, είπε ο όσιος και του εκπλήρωσε την επιθυμία.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό. Έτσι κάθε καλάθι που πουλούσε, ξόδευε χρήματα χάριν του φτωχού αναπήρου.
Έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα χωρίς να του μείνει για τον εαυτό του τίποτε. Και το σπουδαιότερο είναι ότι το έκανε αυτό με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πως είχε να περάσει τώρα τουλάχιστον μία βδομάδα χωρίς ψωμί!
Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι, ετοιμάστηκε να φύγει από τη αγορά.
- Φεύγεις λοιπόν γέροντα; τον ρώτησε ο ανάπηρος.
- Ναι, τελείωσα τη δουλειά μου.
- Ε, τώρα θα κάνεις αγάπη να με πας ως το σταυροδρόμι κι από εκεί φεύγεις για την έρημο, είπε πάλι ο παράξενος γέρος.
Ο αγαθότατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη του και τον μετέφερε με πολύ δυσκολία, γιατί ήταν κατάκοπος απότην εργασία της ημέρας.
Όταν όμως έφτασαν στο σταυροδρόμι και ετοιμάστηκε να αφήσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκειά φωνή να του λέει:
- Ευλογημένος να είσαι, Αγάθων, από το Θεό και στη Γή και στον ουρανό.
Σήκωσε τα μάτια ο όσιος να δεί αυτόν που του μιλούσε. Ο γέρος είχε γίνει άφαντος! Ήταν άγγελος σταλμένος από το Θεό να δοκιμάσει την αγάπη του .
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, τόμος Γ’, σελ. 18-20)