ΔΥΟ ΝΕΟΙ μοναχοί κατέβηκαν στην πόλη να πουλήσουν τα πανέρια τους. Χωρίστηκαν για λίγο και στο διάστημα αυτό ο ένας έπεσε σε μεγάλο σαρκικό αμάρτημα. Ύστερα, σκοτισμένος από την απόγνωση, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να γυρίσει πίσω στην έρημο.
- Πήγαινε μόνος. Εγώ θα μείνω εδώ, είπε στον άλλον, μόλις συναντήθηκαν.
- Γιατί, αδελφέ μου, τί σου συμβαίνει; τον ρωτούσε με καλοσύνη εκείνος, χωρίς να υποπτεύεται την αίτια.
- Ε, να λοιπόν, αφού επιμένεις να μάθεις, όταν χωριστήκαμε, πήγα σε γυναίκα. Τώρα έχασα πια την ψυχή μου. Τί να κάνω στην έρημο;
Ο αγνός νέος ταράχτηκε στο άκουσμα της αμαρτίας που είχε πέσει ο αδελφός του. Δεν το έδειξε όμως. Για να τον γλυτώσει μάλιστα από τα αρπακτικά νύχια της απελπισίας, προσποιήθηκε πώς είχε πάθει το ίδιο κι αυτός.
- Ας πάμε πίσω στην έρημο, αδελφέ, του είπε με δάκρυα στα μάτια, και ας κοπιάσουμε κι οι δυό μαζί. Ο Θεός, σαν φιλάνθρωπος Πατέρας που είναι, θα δει την μετάνοια μας και θα μας συγχωρέσει.
M‘ αυτά και άλλα λόγια παρηγορητικά τον έπεισε να τον ακολουθήσει. Όταν ανέβηκαν στην σκήτη εξομολογήθηκαν μαζί και κανονίστηκαν αυστηρά από τους Πατέρες.
Έναν ολόκληρο χρόνο μετανοούσε κι αγωνιζόταν ο αθώος για χάρη του ενόχου, παίρνοντας επάνω του όλη την ντροπή μιας σοβαρής αμαρτίας, που δεν είχε ούτε καν διανοηθεί. Ο Θεός δεχθηκε την προσφορά του και τον ικανοποίησε μ’ αυτόν τον τρόπο:
Μια νύχτα, ενώ προσευχόταν ένας από τους μεγάλους Γέροντες εκεί στην σκήτη, άκουσε φωνή να του λέει:
- Για την πολλή αγάπη του αθώου συγχωρώ τον ένοχο.
Ύστερα από αυτή την διαβεβαίωση, οι Πατέρες έλυσαν και τους δύο από το επιτίμιο, χωρίς να μάθουν ποτέ ποιος ήταν ο πραγματικός φταίχτης.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 17-18 )