Με οδηγό τον Σταυρό
Ανέφερε ο Γέροντας: «Κάποια μέρα τ’ αδέλφια μου ήταν στο χωράφι και εργάζονταν. Η μητέρα ετοίμασε το φαγητό αλλά δεν είχε με ποιον να το στείλη και στενοχωριόταν. Το χωράφι ήταν δυο ώρες μακρυά.
— Δώσ’ το να το πάω εγώ, της λέω.
— Μα που ξέρεις εσύ τον δρόμο;
— Θα ρωτήσω, είπα.
«Ξεκίνησα χωρίς να ρωτήσω κανέναν κρατώντας στο χέρι τον Σταυρό, όπως έβλεπα στις εικόνες τους αγίους Μάρτυρες, και ούτε κατάλαβα καλά από που πήγα. Έφθασα στο χωράφι, άφησα το φαγητό και γύρισα αμέσως, γιατί περίμενε η μητέρα».
Θεοπτία
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Από ένδεκα χρόνων διάβαζα βίους Αγίων και έκανα νηστείες και αγρυπνίες. Ο αδελφός μου ο μεγαλύτερος έπαιρνε και έκρυβε τους βίους. Δεν κατάφερε τίποτε. Πήγαινα στο δάσος και συνέχιζα. Κάποιος φίλος του τότε, ο Κώστας, του είπε: "Θα σου τον κάνω να τα παρατήση όλα".
Ήρθε και μου ανέπτυξε την θεωρία του Δαρβίνου. Κλονίστηκα τότε και είπα: "Θα πάω να προσευχηθώ και, αν ο Χριστός είναι Θεός, θα μου παρουσιαστή να πιστέψω. Μια σκιά, μια φωνή, κάτι θα μου δείξει". Τόσο μούκοβε. Πήγα και άρχισα μετάνοιες και προσευχή για ώρες, αλλά τίποτε. Στο τέλος τσακισμένος σταμάτησα. Μου ήρθε τότε στην σκέψη κάτι που μου ’χε πει ο Κώστας: "Παραδέχομαι ότι ο Χριστός είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος, δίκαιος, ενάρετος, τον οποίο εμίσησαν από φθόνο για την αρετή του και τον καταδίκασαν οι συμπατριώτες του". Τότε είπα: "Αφού είναι τέτοιος, και άνθρωπος να ήταν, αξίζει να τον αγαπήσω, να τον υπακούσω και να θυσιασθώ γι’ Αυτόν. Δεν θέλω ούτε παράδεισο ούτε τίποτε. Για την αγιότητά του και την καλωσύνη του αξίζει κάθε θυσία”. (Καλός λογισμός και φιλότιμο).
Ο Θεός περίμενε την αντιμετώπισή μου. Ύστερα από αυτό παρουσιάσθηκε ο ίδιος ο Χριστός μέσα σε άφθονο φως. Φαινόταν από την μέση και πάνω. Με κοίταξε με πολλή αγάπη και μου είπε: "Eγώ είμι η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται" . Τα λόγια αυτά ήταν γραμμένα και στο Ευαγγέλιο που κρατούσε ανοικτό στο αριστερό χέρι Του.
Το γεγονός αυτό διέλυσε στον δεκαπενταετή Αρσένιο τους λογισμούς αμφιβολίας, που τάραζαν την παιδική του ψυχή, και γνώρισε με την χάρι του Θεού τον Χριστό ως Θεό αληθινό και Σωτήρα του κόσμου. Βεβαιώθηκε για τον Θεάνθρωπο, όχι από άνθρωπο ή από βιβλία, αλλά από τον ίδιο τον Κύριο, που του αποκαλύφθηκε και μάλιστα σε τέτοια ηλικία. Στερεωμένος πλέον στην πίστη μονολογούσε: «Κώστα, άμα θέλης τώρα, έλα να συζητήσουμε».
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 51-52).