Οι ερωτήσεις του αββά Αβραάμ
Κάποιος ασκητής απέκτησε την φήμη ότι επί πενήντα χρόνια έζησε με αυστηρή νηστεία,
αποφεύγοντας και αυτό το ψωμί και το κρασί. Έλεγε μάλιστα και ο ίδιος:
-Θανάτωσα την φιληδονία, την φιλαργυρία και την φιλοδοξία.
Όταν το άκουσε αυτό ο αββάς Αβραάμ, πήγε και τον συνάντησε.
-Εσύ είπες αυτά τα λόγια; τον ρώτησε.
-Ναι, απήντησε εκείνος.
-Δεν μου λες, εάν μπης στο κελλί σου και βρης μέσα μια γυναίκα, μπορείς να μείνης τελείως αδιάφορος για το φυλό της;
-Όχι, αλλά θ’ αγωνισθώ να μην την αγγίξω.
-Άρα, συμπέρανε ο αββάς Αβραάμ, δεν θανάτωσες το πάθος της φιληδονίας. Το νίκησες μόνο και το έχεις δεμένο...
Εάν τώρα, καθώς περπατάς, δης όστρακα, πέτρες και ανάμεσα τους χρυσάφι, μπορείς να μείνης αδιάφορος γι’ αυτό και να το θεωρήσης σαν τα όστρακα και τις πέτρες;
-Όχι, αλλά θ’ αγωνισθώ να μην το πάρω.
-Άρα, συμπέρανε πάλι ο αββάς Αβραάμ, δεν θανάτωσες το πάθος της φιλαργυρίας. Το νίκησες μόνο και το έχεις δεμένο...
Εάν τώρα μάθης ότι έρχονται να σε επισκεφθούν δύο αδελφοί, και γνωρίζεις ότι ο ένας σ’ επαινεί, ενώ ο άλλος σε κακολογεί, θα τους δεχθής με την ίδια διάθεσι;
-Όχι, αλλά θ’ αγωνισθώ ν’ αναπαύσω και εκείνον που με κακολογεί, όπως και εκείνον που μ’ επαινεί.
-Άρα, ούτε το πάθος της φιλοδοξίας έχεις θανατώσει. Τα πάθη λοιπόν δεσμεύονται, πλην όμως δεν θανατώνονται.
(Γεροντικόν)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος πρώτος, σελ.23-24)