Ένας ερημίτης έστειλε στην πόλη τον υποτακτικό του να ανεβάσει στη σκήτη μια καμήλα. Ήθελε να μεταφέρουν τα πανέρια τους στην αγόρα.
Επιστρέφοντας εκείνος συναντήθηκε με κάποιον άλλον ερημίτη, γείτονά τους, ο οποίος του είπε:
-Τί κρίμα να μην πάρω είδηση πως κατέβαινες στην πόλη! Θα σου ζητούσα να έφερνες και για εμένα μια καμήλα, για να πάω και τα δικά μου πανέρια στην αγορά
Ο υποτακτικός το είπε στον γέροντά του. Εκείνος τον πρόσταξε να δώσει αμέσως την καμήλα στον γείτονα και να του πεί πως το δικό του φορτίο είναι τακτοποιημένο.
-Πήγαινε μαζί του στη πόλη και όταν τελειώσει τη μεταφορά του, φέρε πίσω το ζώο να φορτώσουμε και εμείς.
Ο υποτακτικός υπάκουσε πρόθυμα. Όταν τελείωσε ο γείτονας τη δουλειά του, πήρε πάλι την καμήλα .
-Που πηγαίνεις, αδελφέ; τον ρώτησε εκείνος απορημένος.
-Πίσω στη σκήτη να μεταφέρω τα πανέρια μας, είπε ο νέος και έφυγε τρέχοντας να προλάβει.
Θαύμασε ο γείτονας ακούγοντας πως είχαν αφήσει στη μέση τη δική τους δουλειά, για να τον εξυπηρετήσουν. Όταν επέστρεψε στην έρημο, έβαλε μετάνοια στον γέροντα δείχνοντάς του την ευγνωμοσύνη του.
Χαρίσματα και χαρισματούχοι, τόμος Γ’, σελ. 20-21.