Προετοιμασία για την μοναχική ζωή.
Έκτοτε άρχισε να αγωνίζεται με περισσότερο ζήλο και να σκέπτεται έντονα το θέμα της αφιερώσεώς του στον Θεό. Πήγε στην Μητρόπολη Ιωαννίνων και ρώτησε τον Πρωτοσύγκελλο, αν μπορούσε σε εκείνη την ηλικία να γίνη μοναχός. Εκείνος του απάντησε: «Τώρα δεν μπορείς· αργότερα, να μεγαλώσης». Ήταν τότε δεκαπέντε ετών.
Είχε υψηλή ιδέα για τον μοναχισμό και προετοιμαζόταν όσο το δυνατόν καλύτερα. Ζούσε και αγωνιζόταν σαν μοναχός. Σε όσους του πρότειναν συνοικέσια, τα ξέκοβε μια και καλή· «εγώ θα γίνω καλόγηρος», απαντούσε. Σ’ ένα γάμο ο πατέρας του, του ευχήθηκε «και στην χαρά σου». Από τότε δεν του ξαναφίλησε το χέρι, όχι από έλλειψη σεβασμού, αλλά ως σιωπηρή διαφωνία, δείχνοντας ότι δεν επιθυμούσε να πραγματοποιηθή η ευχή του, αλλά η προφητεία του οσίου Αρσενίου. Για τον Αρσένιο ένας δρόμος ανοιγόταν μπροστά του, η αγγελική ζωή των μοναχών.
Σιγά-σιγά το συνειδητοποίησαν οι δικοί του. Δεν χρειαζόταν άλλωστε να τους πείση με λόγια. Η ζωή και οι αγώνες του ήταν απόδειξη των αναζητήσεων του, και έδειχναν τι έμελλε να γίνη ο χαριτωμένος νέος.
Σύχναζε τον ελεύθερο χρόνο του στο εξωκκλήσι της άγιας Βαρβάρας και συναναστρεφόταν άλλους ευλαβείς νέους. Ανάμεσά τους ήταν ο μετέπειτα Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους π. Παύλος Ζησάκης, και ο π. Κύριλλος Μάνθος, Γέροντας του Κελλιού αγίου Νικολάου Μπουραζέρι, στο Άγιον Όρος. Κάθε ημέρα διάβαζαν ακολουθία. Το απόγευμα έκαναν Εσπερινό, Απόδειπνο με Χαιρετισμούς και ύστερα μελετούσαν την Αγία Γραφή και βίους Αγίων.
Επειδή δεν υπήρχαν στην περιοχή του μοναστήρια επανδρωμένα, ο Αρσένιος αναζητούσε εναρέτους γέροντες πιο μακρυά. Κάποτε πήγαν με τον μετέπειτα π. Παύλο Ζησάκη και γνώρισαν τον π. Ιάκωβο Μπαλοδήμο. Έλεγε ο Γέροντας ότι ήταν άγιος άνθρωπος και άριστος Πνευματικός, και διηγείτο πολλά αξιοθαύμαστα γι’ αυτόν.
Ο Αρσένιος προσπαθούσε να συνηθίση τις συνθήκες της μοναχικής ζωής. Προτιμούσε τα άνοστα φαγητά. Δεν έβαζε αλάτι στο φαγητό, για να μην πίνη πολύ νερό. Έπλενε τα ρούχα του ο ίδιος. Δεν άφηνε την μητέρα και τις αδελφές του να τα πλένουν.
Μια περίοδο που πήγαινε με τα αδέλφια του και εργαζόταν στα χωράφια, σε ένα σημείο τους άφηνε να προχωρήσουν και αυτός παρέμενε πίσω. Από περιέργεια τον παρατήρησαν κρυφά και τι να δουν! Έβγαζε τα παπούτσια του και ξυπόλυτος περνούσε τρέχοντας ένα χωράφι με κομμένο τριφύλλι. Ήταν σαν να έτρεχε πάνω σε λεπτά καρφιά. Το κομμένο τριφύλλι τρυπούσε τα πόδια του και έμπαινε μέσα στις σάρκες. Αιμάτωναν τα πέλματα των ποδιών του. Υπέμενε όμως με χαρά τον πόνο μιμούμενος τους Μάρτυρες, όπως διάβαζε στα Συναξάρια, προσπαθώντας να γίνη και αυτός συγκοινωνός και συμμέτοχος των παθημάτων τους. Με τέτοιο μαρτυρικό φρόνημα και θείο έρωτα ήταν πυρακτωμένη η παιδική του ψυχή.
Είχε συνήθεια μια ημέρα την εβδομάδα να ανεβαίνη στο βουνό. Εκεί στην ησυχία περνούσε με νηστεία, προσευχή, μελέτη και μετάνοιες. Τον είλκυε η ησυχία και επιθυμούσε να αξιωθή να ζήση όπως οι ασκητές και οι ερημίτες. Μαζί του κρατούσε τον Σταυρό. «Είχα τέτοια πίστη τότε, που ανέβαινα στο βουνό με τον Σταυρό, που δεν φοβόμουν τίποτε».
Ο Ραφαήλ, ο μεγαλύτερος του αδερφός, βλέποντας τον να επιδίδεται σε μεγάλους αγώνες, προσπαθούσε να τον εμποδίση. Αλλά ενώ μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε ετών δεχόταν σιωπηλά την κηδεμονία του, τώρα «ύψωσε ανάστημα» και αντέδρασε. Έκτοτε δεν τόλμησε να τον εμποδίση. Αργότερα, όταν τον συνάντησε ως μοναχό, του ζήτησε συγχώρεση. Οι γονείς όμως χαίρονταν και καμάρωναν τον Αρσένιο. Επειδή είχαν ευλάβεια, καταλάβαιναν τους αγώνες του και δεν ανησυχούσαν.
Ο Αρσένιος δεν αγωνιζόταν μόνο με νεανικό ενθουσιασμό, αλλά και με γεροντική σύνεση. Συνώδευε τις ασκήσεις του με πολλή προσοχή και αυτοέλεγχο· κάθε ημέρα εξέταζε τον εαυτό του τι έκανε, πώς μίλησε, αν πλήγωσε κάποιον με την συμπεριφορά του.
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 53-55).