Ησυχία και φιλοξενία.
Ο Μ. Αρσένιος έπειτα από θεία εντολή, άφησε τα βασιλικά παλάτια και πήγε στη σκήτη της Νιτρίας. Εκεί αναδείχθηκε μεγάλος εραστής της ησυχίας και της σιωπής.
Κάποτε ένας ξένος θέλησε να τον επισκεφθή. Πήγε λοιπόν στην εκκλησία της Σκήτης και ζήτησε να τον οδηγήσουν σ? αυτόν. Όταν χτύπησαν με τον οδηγό του την πόρτα του οσίου, τους άνοιξε αμέσως, τους υποδέχτηκε με χαρά και τους ασπάσθηκε. Ύστερα κάθησαν και οι τρεις σιωπηλοί. Δεν αντάλλαξαν ούτε λέξι! Πέρασε έτσι πολλή ώρα, οπότε ο οδηγός λέει στον ξένο:
-Εγώ, αδελφέ, θα επιστρέψω.
-Θα σε ακολουθήσω κι εγώ, απάντησε ο ξένος. Η παραμονή μου εδώ δεν ωφελεί σε τίποτε.
Καθώς περπατούσαν, ζήτησε ο ξένος από τον συνοδό του να τον οδηγήσει στον αββά Μωυσή, που ήταν προηγουμένως ληστής. Ο όσιος Μωυσής τους υποδέχτηκε με χαρά και συζήτησε μαζί τους πνευματικά χωρίς περιορισμό. Ο ξένος ενθουσιάστηκε! Φεύγοντας ρώτησε ο συνοδός τον ξένο:
-Ποιος από τους δύο είναι ανώτερος στην αρετή;
-Ασφαλώς ο αββάς Μωυσής, που μας φιλοξένησε και μας ανέπαυσε ψυχικά, είπε ο ξένος.
Το περιστατικό αυτό το πληροφορήθηκε κάποιος από τους μεγαλύτερους γέροντες και δεν ήξερε τι να επαινέση: Την αυστηρή σιωπή του πρώτου ή την ψυχωφελή ομιλία του δευτέρου; Παρακάλεσε λοιπόν θερμά τον Θεό να τον πληροφορήση.
Τη νύχτα βλέπει στον ύπνο του ότι βρέθηκε στην όχθη του Νείλου, όπου έπλεαν δυο πλοία. Μέσα στο ένα βρισκόταν ο αββάς Αρσένιος. Έπλεε ήσυχα, γεμάτος από λάμψη και τη θαλπωρή του Αγίου Πνεύματος. Στο άλλο πλοίο ήταν ο αββάς Μωυσής. Τον συνόδευαν άγγελοι και τον έτρεφαν με μέλι.
Κατάλαβε τότε ο γέροντας ότι και οι δύο όσιοι ήταν πολύ άξιοι ενώπιον του Θεού. Αλλά η σιωπή του Μ. Αρσενίου ήταν πιο ευάρεστη στον Θεό από τη φιλοξενία του αββά Μωυσή. Σύμφωνα με το όνειρο, τον όσιο Μωυσή τον έτρεφαν άγγελοι. Το Άγιο Πνεύμα όμως αναπαυόταν στη σιωπή του Μ. Αρσενίου!
(Ευεργετινός)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σελ. 22-23).