ΈΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ, ενώ έπιασε να ράψει τα χερούλια στα ζεμπίλια που είχε έτοιμα για την αγορά, άκουσε τον γείτονά του να μονολογεί:
- Τί να κάνω που έφτασε η αγορά και δεν έχω ετοιμάσει ακόμη τα χερούλια για τα ζεμπίλια μου ο αμελής;
Τότε ο αδελφός πήρε τα δικά του χερούλια και τα πἠγε στον γείτονά του.
- Αυτά μου περισσεύουν, του είπε. Μήπως σου χρειάζονται; Εκείνος τα δέχτηκε με ανακούφιση, σαν δώρο σταλμένο από τον Θεό, χωρίς να υποπτεύεται καν πως ο αδελφός του άφησε ατέλειωτο το εργόχειρό του για να τον αναπαύσει.
ΔΥΟ συνασκητές αγρυπνούσαν μια νύχτα στο εργόχειρο. Έφτιαχναν κλωστή από καννάβι, για να πλέξουν ύστερα σχοινί. Μα η κλωστή του ενός διαρκώς κοβόταν. Άρχισε κι αυτός να χάνει την υπομονή του και να θυμώνει με τον άλλον που η δουλειά του προχωρούσε ομαλά. Εκείνος όμως το κατάλαβε και, για να μην στενοχωριέται ο, αδελφός του, κάθε φορά που του έσπαζε η κλωστή, έκοβε με τρόπο και την δική του. Έτσι έμεναν στο ίδιο σημείο και οι δύο και η δουλειά τελείωσε χωρίς να συμβεί μεταξύ τους δυσαρέσκεια.
ΈΝΑΣ ΑΡΧΑΡΙΟΣ μοναχός πήγε σε κάποιον Γέροντα να πάρει οδηγίες. Συνομίλησαν πολλή ώρα για πολλά πράγματα γύρω από τήν ζωή τους. Ωφελημένος ο νέος και με ψυχική ικανοποίηση σηκώθηκε να φύγει.
- Συγχώρεσέ με, Αββά, είπε, καθώς έβαζε μετάνοια στον Γέροντα, σε εμπόδισα από την προσευχή σου με την επίσκεψή μου σήμερα.
- Δική μου προσευχή, παιδί μου, αποκρίθηκε με καλοσύνη ο αγαθός Γέροντας, είναι να σε αναπαύσω και να σε στείλω ωφελημένο ψυχικά πίσω στο κελλί σου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 22-23)