Ο ηγούμενος κάποιου κοινοβίου, πολύ ευλαβής και ενάρετος, έκανε κάθε μέρα την προσευχή:
- Σε παρακαλώ, Κύριε, μή με χωρίσεις από τα πνευματικά μου παιδιά στην άλλη
ζωή, αλλά αξίωσέ με να απολάυσουμε όλοι μαζί την ουράνια μακαριότητα.
Κάποτε όμως τον πληροφόρησε ο Θεός, με τον ακόλουθο τρόπο, ότι ο καθένας ετοιμάζει μόνος, με τα έργα του, τη μελλοντική του αποκατάσταση.
Πλησίαζε η πανήγυρη μιας γειτονικής μονής και τον προσκάλεσαν, αυτόν και τη συνοδεία του. Αποφάσισε να μην πάει, αποφεύγοντας έτσι τις τιμές που συνήθως του απέδιδαν εκεί. Την παραμονή όμως άκουσε στον ύπνο του μια μυστηριώδη φωνή να τον διατάζει να πάει οπωσδήποτε, αφού στείλει νωρίτερα τους υποτακτικούς του . Ο ηγούμενος υπάκουσε στη θεία προσταγή.
Μόλις ξημέρωσε, πρόσταξε τους μαθητές του να ξεκινήσουν για τον γειτονικό κοινόβιο. Στον δρόμο τους συνάντησαν, πεσμένο κάτω, ένα δυστυχισμένο γέρο. Τον ρώτησαν τί του συνέβει.
- Είμαι άρρωστος, τους αποκρίθηκε με κόπο, και δεν άπαυσε ν’ αναστενάζει. Πήγαινα στο γιατρό με το ζώο μου, αλλά όταν έφτασα σε αυτό το μονοπάτι, μ’ έριξε κάτω και έφυγε. Τί έγινε και εγώ δεν ξέρω. Και δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να με βοηθήσει να σηκωθώ!
Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε με πολύ παράπονο.
-Τί να σου κάνουμε γέροντα; του είπαν οι μοναχοί. Είμαστε και εμείς πεζοί και βιαστικοί.
Συνέχισαν έτσι το δρόμο τους για να φτάσουν στην ώρα τους στην πανήγυρη, αφήνοντας στη μέση του δρόμου αβοήθητο τον φτωχό γέρο...
Σε λίγο, να και ο ηγούμενος. Είδε τον άνθρωπο σε κακή κατάσταση. Έσκυψε πάνω του με συμπόνια. Άκουσε τα βάσανά του και έκπληκτος τον ρώτησε:
-Μα καλα, δεν πέρασαν από εδώ πριν από λίγο κάτι νέοι μοναχοί; Γιατί δεν τους σταμάτησες να σε βοηθήσουν; Θα πρέπει, χωρίς άλλο, να σε είδαν.
- Με είδαν και με ρώτησαν, αββά, είπε με λύπη και ο γέρος. Μου είπαν όμως πως ήταν πεζοί και βιαστικοί, και δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτε.
Ο ηγούμενος αναστέναξε βαθιά ντροπιαζμένος από τη συμπεριφορά των υποτακτικών του.
- Αν στηριχτείς πάνω μου, θα μπορέσεις να περπατήσεις λίγο;
- Αδύνατο να κινηθώ, πάτερ.
- Έλα λοιπόν να σ’ ανεβάσω στους ώμους μου, είπε ο ηλικιωμένος ηγούμενος αποφασιστικά, και ο Θεός θα βοηθήσει να φτάσουμε εκεί που πηγαίνεις.
- Δεν μπορείς να με κουβαλήσεις τόσο δρόμο πάνω στους ώμους σου. Μήπως
είσαι και εσύ νέος; Πήγαινε αββά, στη δουλειά σου και μη χασομεράς άδικα για εμένα. Ευχήσου μόνο να μ’ελεήσει ο Θεός.
- Δεν σ’αφήνω έτσι, σε τέτοια κατάσταση διαμαρτυρήθηκε ο άνθρωπος του
Θεού. Θα σε πάω στην πόλη!
Με πολύ κόπο ανέβασε τον άρρωστο στους αδύνατους ώμους του. Το βάρος στην αρχή του φάνηκε ασήκωτο. Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωνε να σέρνει τα πόδια του. Προχωρούσε πολύ αργά. Σε λίγο όμως έγινε κάτι παράδοξο. Το φορτίο σιγά σιγά ελάφρυνε, ώσπου σε μια στιγμή του φάνηκε πως του έφυγε από την πλάτη. Σήκωσε το κεφάλι να δει τί συμβαίνει. Στη θέση του φτωχού γέρου, που είχε πάρει στους ώμους του, στεκόταν ένας άγγελος.
- Μ’ έστειλε ο Κύριος να σε πληροφορήσω, του είπε, πως μόνο τότε θ’ αξιωθούν
οι μαθητές σου να βρεθούν μαζί σου στη βασιλεία Του, όταν ακολουθήσουν τα ίχνη σου. Διαφορετικά, άδικα κοπιάζεις και προσεύχεσαι γι’ αυτούς. O Θεός αμείβει τον καθένα κατά τα έργα του.
Αυτά είπε ο άγγελος και πέταξε στον ουρανό. Ο ηγούμενος, συλλογισμένος, γύρισε πίσω στο μοναστήρι του για να αρχίσει να κάνει καινούργιο αγώνα. Χρειαζόταν ακόμη κοπιαστική δουλειά για να καλλιεργήσει την αγάπη στους υποτακτικούς του.
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος γ᾽, σελ.24-26)